«Ολέθρια σχέση»: Προς υπεράσπιση της Alex Forrest

0

Ακόμα σήμερα η Glenn Close αφηγείται πως πολλοί άνδρες της λένε πως τους τρόμαξε απίστευτα η ερμηνεία της ή ότι έσωσε το γάμο τους. Βλέπετε, η ταινία αυτή λειτουργεί περισσότερο ως προειδοποίηση, όπως τα παραμύθια, παρά ως μια αντικειμενική ματιά και εξερεύνηση χαρακτήρων, καταστάσεων και ψυχικών ασθενειών.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή με μια περίληψη της ταινίας.

Ο Dan Gallagher (Michael Douglas) είναι ένας πετυχημένος, γοητευτικός δικηγόρος, παντρεμένος με την Beth (Anne Archer) με την οποία έχουν και μία μικρή κόρη, την Ellen (Ellen Hamilton Latzen). Μέσω της δουλειάς του γνωρίζεται με την Alex Forrest, η οποία εργάζεται ως εκδότρια σε εκδοτικό οίκο.

Ο Dan ρισκάρει την οικογενειακή του θαλπωρή περνώντας ένα (υπερ)ερωτικό Σαββατοκύριακο με την Alex. Στο μυαλό του ήταν ακριβώς αυτό. Ένα Σαββατοκύριακο και τέλος, κάτι που η Alex αδυνατεί να δεχτεί. Της εξηγεί πως δεν ήθελε και δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα παραπάνω και ότι δεν πρόκειται να έχει μέλλον αυτό το ειδύλλιο, και εκεί ξυπνάνε η ιδεοληψία και η μανία της Alex. Αρχίζει να παρακολουθεί τον ίδιο αλλά και την οικογένειά του και, όσο πιο πολύ βυθίζεται στην μανία της, τόσο πιο βίαιη γίνεται. Και, ξαφνικά, ο Dan καλείται να υπερασπιστεί τη ζωή του αλλά και τη ζωή της οικογένειάς του.

Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, θέλω να φέρω στην προσοχή σας το εξής:

Αρχικά, η ταινία επρόκειτο να έχει εντελώς διαφορετικό τέλος, άρα και ύφος, το οποίο θα αναλύσω λίγο παρακάτω. Όταν η ταινία πέρασε από δοκιμαστικό κοινό, δεν άρεσε καθόλου στους θεατές. Μιλάμε, φυσικά, για την Αμερική – μια χώρα σοβαροφανή και , επιφανειακά, πουριτανική – επί εποχής Ronald Reagan και ένα κοινό το οποίο προφανώς δεν μπορούσε να «σηκώσει» μια ώριμη και πολυεπίπεδη ματιά επί των εξωσυζυγικών σχέσεων αλλά ήθελαν ένα απλοϊκό θρίλερ με σεξ και ένα «ηθικό δίδαγμα» με «ολίγο» μισογυνισμό για να συμπληρωθεί το πακέτο. Έτσι, παραγωγοί και κοινό ανάγκασαν τον σεναριογράφο, James Dearden, να αλλάξει το τέλος.

Ποιο ήταν λοιπόν το αρχικό τέλος;

Η Alex αυτοκτονεί υπό την συνοδεία της Madama Butterfly (στην ταινία ο Dan και η Alex ακούνε την εν λόγω όπερα μαγειρεύοντας, ενώ ο Dan της εξιστορεί κάποια στοιχεία της σχέσης του με τον πατέρα του).

Ο Dan κατηγορείται για τον φόνο της. Η Beth, ψάχνοντας το τηλέφωνο του δικηγόρου της, βρίσκει την κασέτα όπου η Alex ομολογεί ότι αυτοκτόνησε και τον «σώζει».

Ας πέσει και το βίντεο:

Όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, όταν υπάρχει «σύγκρουση», πρέπει να δημιουργούμε και «λύση». Η «λύση» δεν είναι απαραίτητα το αίσιο τέλος αλλά κάτι που θα φέρει τη λεγόμενη κάθαρση. Το αρχικό τέλος, λοιπόν, ήταν ικανοποιητικό από την άποψη ότι ήταν έξυπνο τέλος. Εκεί που ο Dan πιστεύει πως «ξεφορτώθηκε» την Alex για τα καλά, αυτή τον στοιχειώνει και μετά τον θάνατό της.

Όταν η σύζυγος απατά τον σύζυγο, φταίει αυτή. Όταν ο σύζυγος απατά τη σύζυγο, φταίει αυτός. Δεν λέω ότι το τρίτο άτομο δεν έχει κανένα μερίδιο ευθύνης, αλλά σίγουρα δεν φέρει το ίδιο βάρος ευθύνης με το άτομο που έχει δεσμευτεί μέσω γάμου / σχέσης κλπ. (Ακόμα και στο τόσο απλό σενάριο, φυσικά, υπάρχει ολόκληρη ανάλυση που μπορεί να γίνει). Ζούμε όμως σε μια κοινωνία πατριαρχική και μισογύνικη όπου συνήθως ο άντρας που απατά αποκαλείται «μπερμπάντης» ενώ η γυναίκα αυτόματα γίνεται «εκδιδόμενη» και όταν απατά αλλά και όταν είναι το τρίτο πρόσωπο. Και πολύς κόσμος κατηγορεί μόνο τη γυναίκα ως τρίτο πρόσωπο αλλά όχι τον άντρα γιατί «Είναι στη φύση του» και άλλα ωραία διαμαντένια λογικά σφάλματα.

Με την ίδια λογική, ουσιαστικά, στο δεύτερο σενάριο, αυτό που είδαμε τελικά, η Alex απλά μετατρέπεται σε μανιακή δολοφόνο. Από τη στιγμή που «τρελαίνεται», η απιστία του Dan συγχωρείται διότι ξαφνικά αυτός γίνεται το θύμα της τρέλας της. Επίσης, όταν αρχίζει να τον καταδιώκει, μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε πως, παρόλο που διέπραξε απιστία, η γυναίκα του και η κόρη του δεν αξίζουν να τιμωρούνται για το δικό του λάθος, οπότε ο Dan συγχωρείται «για χάρη τους». Επίσης, ο – άπιστος – Dan λαμβάνει και πάλι άφεση διότι, ως οικογενειάρχη, δεν τον σταματά τίποτα από το να προστατέψει την όμορφη γυναίκα του και την χαριτωμένη του κόρη από μια ψυχωτική «σκύλα» που προσπαθεί να τους κάνει κακό. Κι έτσι, η Alex πρέπει να πεθάνει ώστε ο Dan να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του, όπως ένα παιδί εκτός γάμου κλπ.

Ωραίο τέλος, ε; Ο πρωταγωνιστής δεν μαθαίνει τίποτα από όλη αυτήν την ιστορία. Ίσα ίσα που επιβεβαιώνεται η ιδέα του ότι αυτός ήταν το θύμα εξ αρχής.

Η Close, που ασχολείται ενεργά με ζητήματα ψυχικής υγείας, έχει μιλήσει ανοιχτά για την κατάθλιψη από την οποία νοσεί και έχει ιδρύσει και την μη κερδοσκοπική οργάνωση Bring Change to Mind, έχει δηλώσει ανοιχτά πως η ταινία δεν «φέρθηκε σωστά» στον χαρακτήρα της.

Όταν η Close έκανε έρευνα για τον χαρακτήρα της Alex, μίλησε με δύο ψυχίατρους και όπως αναφέρει «κανένας δεν έκανε αναφορά σε κάποια ψυχική διαταραχή». Η ίδια έκανε εκτενή έρευνα όμως και αναφέρει πως η Alex είχε ένα βάθος χαρακτήρα το οποίο παραμερίστηκε χάριν εντυπωσιασμού.

Και αν το δούμε αντικειμενικά, από την ανάπτυξη χαρακτήρων που μας δίνει η ταινία, μαθαίνουμε ότι ο Dan είναι πετυχημένος δικηγόρος, ότι είναι ευτυχισμένος με την οικογένειά του, στην οποία η ταινία αφιερώνει αρκετό χρόνο. Βλέπουμε κομμάτια της καθημερινότητάς του, πτυχές της σχέσης του με την οικογένεια. Εξιστορεί στην Alex την εμπειρία του με την όπερα και τον πατέρα του…

Για την Alex όμως τι μαθαίνουμε; Τίποτα. Όλος της ο χαρακτήρας, επί της οθόνης, παρουσιάζεται σε σχέση με τον Dan και μέσα από τα μάτια του Dan και της οικογένειάς του. Η επιλογή αυτή, σεναριακά, δίνει αυτόματο πλεονέκτημα στον Dan και μειώνει την Alex στον χαρακτηρισμό της «τρελής» ή της «ψυχοπαθούς» χωρίς αιτία και λογική όμως.

Και εδώ, πια, φτάνουμε σε ένα καίριο σημείο. Η Alex δεν είναι η κλασική «κακιά» (villain) μιας ταινίας. Είναι ένας άνθρωπος ψυχικά ασθενής. Και, δυστυχώς, ο κινηματογράφος και οι ψυχικές ασθένειες δεν τα πάνε πολύ καλά, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Έχει γίνει πολύς λόγος για το πώς παρουσιάζει ο κινηματογράφος τις ψυχικές ασθένειες χάριν εντυπωσιασμού. Δυστυχώς όμως, αυτή η πρακτική απλά διαιωνίζει το στίγμα που φέρουν οι ψυχικές ασθένειες. Το ακόμα χειρότερο όμως είναι πως τα media εστιάζουν περισσότερο στο άτομο που ασθενεί παρά στην ασθένεια ως κοινωνικό θέμα και φαινόμενο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κατηγορείται ο/η ασθενής για το νόσημα από το οποίο υποφέρει.

Επίσης, ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η γενίκευση στα media. Ο κόσμος πιστεύει πως κάθε άτομο που υποφέρει από συγκεκριμένη ψυχική νόσο παρουσιάζει τις ίδιες τάσεις και τα ίδια συμπτώματα, για παράδειγμα, πως όλα τα άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη έχουν και τάσεις αυτοκτονίας ή πως όλοι οι σχιζοφρενείς έχουν παραισθήσεις.

Και, φυσικά, εστιάζουμε στο ότι υποφέρουν από συγκεκριμένη πάθηση αγνοώντας τους παράγοντες που προκάλεσαν την ίδια την πάθηση ή την έξαρσή της καθώς και το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί.

Για παράδειγμα, με μια μικρή έρευνα και με τις λίγες γνώσεις ψυχολογίας που έχω, θα έλεγα πως η Alex πάσχει από ερωτομανία, συμβουλευόμενη το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (δεν είμαι επαγγελματίας). Η ερωτομανία συγκαταλέγεται στο φάσμα της σχιζοφρένειας, συγκεκριμένα κάτω από τις ψυχωτικές διαταραχές.

Η ερωτομανία είναι η πάθηση κατά την οποία ο ασθενής πιστεύει πως κάποιο άτομο είναι ερωτευμένο μαζί του. Στα σχετικά χαρακτηριστικά προς υποστήριξη της διάγνωσης, το Εγχειρίδιο αναφέρει πως ο θυμός και η βίαιη συμπεριφορά μπορεί να προκύψουν σε ερωτομανείς τύπους που παρουσιάζουν ζήλεια και φόβο καταδίωξης.

Συνεχίζοντας την αναφορά στο Εγχειρίδιο: Πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν το κοινωνικό και θρησκευτικό παρελθόν / υπόβαθρο του ασθενή για την πιθανή παρουσία παραληρητικής διαταραχής. Το περιεχόμενο των ψευδαισθήσεων ποικίλει ανάλογα το κοινωνικό πλαίσιο.

Πώς λοιπόν αποδίδουμε σε έναν άνθρωπο απλά τον χαρακτηρισμό «τρελή» και «μανιακή»; Γιατί δεν αναγνωρίζουμε την ψυχική ασθένεια και τα triggers (άλλος όρος που πρέπει να μάθουμε να χρησιμοποιούμε ορθώς) που προκαλούν τα επεισόδια;

Γιατί δεν μαθαίνουμε για το παρελθόν της Alex ώστε να έχουμε μια ισορροπημένη εικόνα; Γιατί είναι ωραίο το crazy/hysterical woman trope. Μας επιτρέπει να κατηγοριοποιούμε και να βάζουμε σε κουτάκια την ανθρώπινη φύση για να μην έρθουμε αντιμέτωποι με το πόσο πολύπλοκη είναι τελικά αυτή. Δυστυχώς, το μοτίβο της «τρελής/μανιακής γυναίκας/μέγαιρας» καλά κρατεί εν έτει 2021. Έτσι, πέφτει η ευθύνη σε μερικούς πιο ευαισθητοποιημένους και ενημερωμένους δημιουργούς αλλά και σε εμάς, το κοινό, να αναγνωρίζουμε αυτά τα στερεότυπα και τα μοτίβα και να μιλάμε γι’αυτά, ώστε να σταματήσει, επιτέλους, η κινηματογραφική βιομηχανία να δημιουργεί και να διαιωνίζει βλαβερά στερεότυπα.

To trailer εδώ:

Look at the greater picture!

Εις το επανιδείν,

Νάσια

* Η Madama Butterfly είναι όπερα σε τρεις πράξεις του Ιταλού συνθέτη Giacomo Puccini, θεωρούμενη ως ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του οπερατικού ρεπερτορίου. Το λιμπρέτο γράφτηκε από τους Luigi Illica και Giuseppe Giacosa.

Βασίζεται στο διήγημα Madame Butterfly (1898) του John Luther Long το οποίο, με τη σειρά του, βασίζεται σε ιστορίες που διηγούταν στον Long η αδερφή του, Jennie Correll, καθώς και στο ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, Madame Chrysanthème (1887) του Pierre Loti. Η εκδοχή του Long δραματοποιήθηκε από τον David Belasco ως μονόπρακτο με τον τίτλο «Madame Butterfly: Μια τραγωδία της Ιαπωνίας» το οποίο έκανε πρεμιέρα το 1900 στη Νέα Υόρκη και παίχτηκε και στο Λονδίνο όπου και το είδε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο Puccini.

Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα και γύρω από το σπίτι της Butterfly το οποίο βρίσκεται σε έναν λόφο κοντά στο Nagasaki.

Ο υποπλοίαρχος B.F. Pinkerton, του αμερικανικού ναυτικού, γοητεύεται από την Cio-Cio San, μια νεαρή γκέισα. Την επιθυμεί τόσο πολύ που θα έκανε τα πάντα για να την αποκτήσει. Έτσι, κανονίσει μέσω του Goro, μεσάζοντα για γάμους, να την παντρευτεί με Ιαπωνική τελετή.

Ο Αμερικανός πρόξενος στο Nagasaki, Sharpless, καταλαβαίνει πως ο Pinkerton δεν αγαπάει πραγματικά την Butterfly αλλά έχει απλά γοητευτεί από εύθραυστη ομορφιά της και την αθωότητά της. Καταλαβαίνει επίσης πως η Butterfly αγαπάει πραγματικά τον Pinkerton τον οποίο και προειδοποιεί να μην την παντρευτεί. Ο Pinkerton, συνεπαρμένος από την επιθυμία του, αγνοεί την προειδοποίηση και ο γάμος προχωράει κανονικά. Η Butterfly και ο Pinkerton αντιμετωπίζουν την περιφρόνηση της οικογένειάς της αλλά και το προαίσθημα του Sharpless ο οποίος συνειδητοποιεί το ανέφικτο αυτής της ένωσης.

Ο Pinkerton καλείται πίσω στην Αμερική και η Butterfly περιμένει υπομονετικά την επιστροφή του. Παρέα στην αναμονή της τής κάνει ο γιος της, Sorrow, και η υπηρέτριά της, Suzuki. Εν τέλει, ο Pinkerton επιστρέφει στο Nagasaki αλλά η επιστροφή του δεν είναι η ευτυχής επανένωση που ονειρευόταν η Butterfly, η οποία συντρίβεται ψυχολογικά όταν μαθαίνει πως ο Pinkerton έφτασε στις ακτές του Nagasaki με την Αμερικανίδα σύζυγό του. Μέσα στην απελπισία της, η πληγωμένη Butterfly βάζει τέλος στη ζωή της.