Θα συνεχίσω εδώ τον τίτλο γιατί αλλιώς δεν θα ανοίγατε το άρθρο!
A cure for wellness – Το cult following που του αξίζει και γιατί πρέπει να βλέπετε ταινίες μεσαίας κατηγορίας στον κινηματογράφο!
Πόσες φορές δεν έχουμε πει σε μια συζήτηση πως τα καινούρια θρίλερ δεν έχουν την αίσθηση των παλιών; Γιατί, στο παρελθόν, τα θρίλερ δημιουργούνταν με σκοπό να τα δουν ενήλικες. Πλέον όμως, τα μεγάλα studios προτιμούν να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερα ψηφιακά εφέ και να χαμηλώνουν όλο και περισσότερο το rating ώστε να κερδίζουν λεφτά στο box office από το νεανικό κοινό. Και έτσι, πια, ψάχνουμε ταινίες που μας ανατριχιάζουν με το κιάλι και συνήθως, πλέον, τις βρίσκουμε από μικρά studios με μικρό budget, χωρίς μεγάλα ονόματα.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η επαναληπτικότητα των σεναρίων / ιστοριών που κατακλύζουν τις οθόνες μας. Όλες τις ιστορίες, ειδικά των θρίλερ, τις έχουμε δει χιλιάδες φορές, πια, με μικρές παραλλαγές αλλά με τα κλασικά tropes και clichés. Πάνω κάτω ξέρουμε τι θα γίνει και περιμένουμε τα jump scares για να «τρομάξουμε».
Στο παρόν άρθρο δεν θα σου πω παρά μόνο το πώς ξεκινάει η ιστορία. Τα πρώτα λεπτά. Μην δεις το trailer. Μην δεις φωτογραφίες. Μη διαβάσεις spoilers. Απλά δες την. Ακόμα και οι φωτογραφίες που έχω επιλέξει δεν προδίδουν τίποτα φοβερό ούτε για την υπόθεση ούτε για τα πιο όμορφα αισθητικά στοιχεία της ταινίας γιατί αξίζει να τα δεις κατευθείαν ανυποψίαστη/ος/ο.
Το A cure for wellness ανήκει σε μια κατηγορία ταινιών που ήταν αρκετά πιο δημοφιλής τη δεκαετία του ’90: Μεσαίας κατηγορίας / χρηματοδότησης από έναν δημιουργό ο οποίος δεν συμβιβάζει το όραμά του.
Φυσικά, αυτό που θεωρούμε «μεσαία κατηγορία» budget μας έχει δώσει μερικές από τις καλύτερες και καινοτόμες ταινίες (ειδικά των 90s) όπως:
Se7en – 33 εκατομμύρια δολάρια (52 εκατομμύρια σήμερα βάσει πληθωρισμού)
Fight club – 63 εκατομμύρια δολάρια (91 εκατομμύρια σήμερα βάσει πληθωρισμού)
The Matrix – 63 εκατομμύρια δολάρια (91 εκατομμύρια σήμερα βάσει πληθωρισμού)
The sixth sense – 40 εκατομμύρια δολάρια (58 εκατομμύρια σήμερα βάσει πληθωρισμού)
The Shawshank redemption – 25 εκατομμύρια δολάρια (40 εκατομμύρια σήμερα βάσει πληθωρισμού)
Και άλλες κλασικές, πλέον, ταινίες που έγιναν με ακόμα μικρότερο budget (The usual suspects, Pulp Fiction, American beauty).
Βλέπουμε πως το Hollywood, εδώ και δεκαετίες, άρχισε να επικεντρώνεται στα box office hits (βλ. από την πρώτη τριλογία Star Wars έως τους Avengers σήμερα) θρέφει το μοτίβο “the bigger the better” αλλά τουλάχιστον είχαμε τη μεσαία κατηγορία όπου υπήρχε μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία και έκφραση. Με την εξέλιξη και την ανάπτυξη των blockbusters όμως, με την άνοδο των τιμών του κινηματογράφου και τη βελτίωση των συστημάτων home cinema, που οδηγεί στο να εξοικονομούν λεφτά οι θεατές επιλέγοντας συγκεκριμένες ταινίες που θα δουν στις αίθουσες, η μεσαία κατηγορία δεν θεωρείται πια αρκετά ασφαλής επένδυση για τα studios.
Είναι υπερβολικά λίγοι οι δημιουργοί που θα κάνουν τέτοιες ταινίες πια (κανένας David Fincher ή Quentin Tarantino) και άλλοι του ίδιου βεληνεκούς. Πού και πού κανένας James Gunn ή Zack Snyder οι οποίοι όμως θα συνεχίσουν, μετά, με τα μεγάλα box office hits. Μην ξεχνάμε το Memento που με ελάχιστο budget (μόλις 4.5 εκατομμύρια δολάρια) είχε θεαματική επιτυχία οδηγώντας τα studios να εμπιστευτούν τον Christopher Nolan με μεγαλύτερα budgets.
Το πρόβλημα, λοιπόν, με τις ταινίες μεσαίας κατηγορίας είναι ότι εξαφανίζονται, και σε αυτό αντιμετωπίζουν πρόβλημα ακόμα και μεγαλύτεροι σκηνοθέτες. Για παράδειγμα, ο Lincoln του Steven Spielberg (65 εκατομμύρια δολάρια) παραλίγο να καταλήξει στο HBO αντί της μεγάλης οθόνης, ο Martin Scorsese πάλευε δεκαετίες να κάνει το Silence κλπ.
Όλες, λοιπόν, οι κλασικές ταινίες των 90s που ήταν σκοτεινές και μας προκαλούσαν σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ήταν μοναδικές, πραγματικά δημιουργικές και μας έκαναν να μιλάμε γι’αυτές ακόμα και σήμερα ήταν οι R rated (μόνο για ενήλικες). Δεν υπέκυπταν στις προσταγές των μεγάλων studios και, πολλές φορές, δεν είχαν και τις επιπτώσεις (κατακραυγή) που βλέπουμε σήμερα. Για παράδειγμα, η New Line ήθελε ένα πιο «ήρεμο» τέλος στο Se7en αλλά ο δημιουργός τότε είχε άλλη «βαρύτητα» και μπορούσε να φέρει εις πέρας το όραμά του. Κάτι που σήμερα, δυστυχώς, δεν μετράει τόσο.
Γι’αυτό, άλλωστε, βλέπουμε όλο και περισσότερους δημιουργούς να στρέφονται απευθείας σε πλατφόρμες / κανάλια. Δεν είναι τυχαίο που η χρυσή εποχή της τηλεόρασης ξεκίνησε όταν άρχισε να εκλείπει η μεσαία κατηγορία από τις κινηματογραφικές αίθουσες (Fargo, The People VS O.J Simpson, Legion, The Americans κλπ.).
Μεγάλη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελούν οι ταινίες που δημιουργούνται με καθαρό γνώμονα τα βραβεία της Ακαδημίας (Oscars). Αυτές οι ταινίες αντιμετωπίζονται εντελώς διαφορετικά από οικονομικής άποψης και προώθησης.
Εντάξει, κοπελιά, πού κολλάει το A cure for wellness σε όλο αυτό;
Για να ρίξουμε μια ματιά στο βασικό στόρι:
Ένα νέο και φιλόδοξο στέλεχος μεγάλης εταιρείας (Dane DeHaan) πάει σε ένα ειδυλλιακό αλλά μυστηριώδες «κέντρο ευεξίας», στους πρόποδες των Άλπεων, με σκοπό να φέρει πίσω στην Αμερική ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που διαμένει εκεί. Πολύ γρήγορα θα αρχίσει να υποπτεύεται πως οι «θεραπείες» που παρέχονται δεν είναι αυτό που φαίνεται να είναι.
Είναι σημαντικό εδώ να παραθέσω τα εξής:
Η ταινία αυτή, δυστυχώς, πήγε άπατη στο box office. Το πρώτο της Σαββατοκύριακο έβγαλε περίπου πέντε εκατομμύρια δολάρια τη στιγμή που η παραγωγή της ταινίας κόστισε το εφταπλάσιο (σαράντα εκατομμύρια δολάρια). Όταν ο κανόνας είναι πως μια ταινία πρέπει να φέρει κέρδος τουλάχιστον διπλάσιο της παραγωγής της για να θεωρηθεί πετυχημένη, καταλαβαίνουμε πως θεωρείται παταγώδης αποτυχία. Και αυτό είναι κακό, πολύ κακό. Για να είμαι ξεκάθαρη, είναι καταστροφικό και θα έχει συνέπειες και στην καριέρα του σκηνοθέτη αλλά και στην αντιμετώπιση της «μεσαίας κατηγορίας» ταινιών από τα μεγάλα studios.
Διά χειρός Gore Verbinski (αρχική τριλογία Pirates of the Caribbean, Rango, the Lone Ranger) στη σκηνοθεσία και Justin Haythe (Revolutionary Road) στο σενάριο έχουμε μια ταινία η οποία δεν συμβιβάζεται! Σπάνιο για την εποχή μας!
Με εσάνς από The shining, Shutter island (και άλλα) θα δείτε μια ιστορία ξεκάθαρα βγαλμένη από gothic επιρροές και με το στοιχείο του τρόμου περισσότερο ψυχολογικό (descent into madness) παρά ξεκάθαρα οπτικό, παρόλο που έχουμε και κάποιες σκηνές που μπορεί να σε κάνουν να βάλεις το χεράκι μπροστά στα μάτια σου!
Πρέπει να είμαι ειλικρινής όμως μαζί σου… η ταινία δεν είναι τόσο καλή! Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει να τη δεις όμως. Με διάρκεια δύο ώρες και είκοσι έξι λεπτά απόλαυσα ενδελεχώς την μία ώρα και πενήντα λεπτά. Δυστυχώς, το τελευταίο μισάωρο έπρεπε να διαγραφεί και να τελειώσει η ταινία εκεί. Πραγματικά ένιωσα πως μέχρι εκείνο το σημείο η ιστορία ήταν πλήρης και είχε γραφτεί από ένα άτομο και μετά μπήκε ένα άλλο άτομο και είπε «Ξέρεις τι θα έκανε την ταινία ακόμα καλύτερη (#not); Αν κάναμε…». Και κάπου εκεί με έχασε. Είναι το ακριβές σημείο που χάνει την αίσθηση της ταινίας μεσαίας κατηγορίας και το γυρνάει σε blockbuster. Αν τελείωνε σε αυτό το σημείο θα έλεγα ότι πραγματικά άξιζε συνολικά. Αυτό που μπορώ να σου υποσχεθώ όμως είναι πως το ταξίδι μέχρι εκεί αξίζει, παρά το τέλος.
Η φωτογραφία του Bojan Bazelli αξίζει πραγματικά άπειρα βραβεία γιατί, μαζί με τη σκηνοθεσία του Verbinski, μας βάζει μέσα στο κέντρο ευεξίας. Γινόμαστε κι εμείς ασθενείς και ακολουθούμε τα βήματα του πρωταγωνιστή προσπαθώντας να λύσουμε το μυστήριο μαζί του. Η δε σκηνογράφος Eve Stewart έχει δημιουργήσει όλους τους χώρους όπου διαδραματίζεται η ιστορία και έχει καταφέρει να μας μεταφέρει σε μια φαινομενικά ειδυλλιακή και ταυτόχρονα απειλητική περιοχή, σχεδόν ονειρική (ή εφιαλτική) με τέτοια μαεστρία που σπάνια έχω συναντήσει!
Η ταινία, δυστυχώς, είναι άνιση στο ρυθμό της και συνολικά αρκετά αργή. Δεν με ενοχλεί να είναι αργή μια ταινία, με ενοχλεί όμως να είναι τόσο αργή όταν αρκετά γρήγορα καταλαβαίνεις ότι τα twists που θα κάνει δεν θα σε εκπλήξουν ιδιαίτερα.
Αυτό που με νευριάζει σε αυτήν την ταινία είναι πως είναι πανέμορφη και γεμάτη εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιδέες αλλά είναι λες και προσπαθεί να υπεραπλουστεύσει τον εαυτό της για χάρη των θεατών.
Είναι μια όμορφη, πλούσια και πραγματικά απολαυστική ταινία (για λάτρεις του είδους). Είναι η ταινία που μπορούμε να πατάμε pause και να εξετάζουμε / αναλύουμε στιγμιότυπα. Είναι gothic, steampunk, ψυχολογικού τρόμου, παράνοιας, στυλιζαρισμένη στο έπακρο και δημιουργημένη με τέτοιο τρόπο που, σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, θα σου φέρνει εικόνες στο μυαλό για αρκετές μέρες μετά.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι τοποθεσίες των γυρισμάτων χαρίζουν στην ταινία αυτό ακριβώς που χρειαζόταν για να μπορέσει να δουλέψει τόσο καλά το αισθητικό κομμάτι. Για παράδειγμα, το κάστρο Hohenzollern…
Και το Beelitz-Heilstätten, ένα γερμανικό στρατιωτικό νοσοκομείο στο οποίο είχε νοσηλευτεί ο Αδόλφος Χίτλερ μετά την μάχη του Σομμ (1916) και το οποίο στη συνέχεια (1945) το χρησιμοποίησε ο Κόκκινος Στρατός. Η Eve Stewart με την ομάδα της δούλεψε για μήνες καθαρίζοντας το νοσοκομείο και κάνοντας αποκαταστάσεις ή μικρές τροποποιήσεις όπου επιτρεπόταν ώστε να μπορέσει να εκμαιεύσει το ύφος του σεναρίου και της σκηνοθετικής ματιάς.
Συνολικά, το A cure for wellness είναι μια εμπειρία. Και αυτό είναι κάτι που δεν το λέω συχνά για ταινίες. Δεν είναι τόσο η ιστορία όσο η ανατριχίλα και τα συναισθήματα που σου προκαλεί η θέαση των εικόνων στην οθόνη.
Και επανέρχομαι στο θέμα των ταινιών μεσαίας κατηγορίας…
Είναι μια «καλή» ταινία. Δεν είναι φοβερή, σίγουρα όμως δεν είναι κακή. Και αν θες να λέγεσαι λάτρης των θρίλερ, τότε αξίζει και πρέπει να το δεις. Το θέμα είναι ότι το επίπεδο δημιουργικότητας που μας προσφέρει είναι κλάσεις ανώτερο από πολλά blockbusters, remakes, prequels, sequels κλπ. και, για να μπορέσουν περισσότερες ταινίες τέτοιου είδους να πάρουν το πράσινο φως, πρέπει εμείς – οι θεατές – να δείχνουμε ότι τις θέλουμε, τις ψάχνουμε, θα τις υποστηρίζουμε με εισιτήρια.
Και τώρα, πιες ένα ποτήρι νερό (άκου με που σου λέω), κλείσε τα φώτα και βάλε την ταινία να παίξει.
Εις το επανιδείν,
Νάσια