O τελευταίος γιος του Κρύπτον βιώνει τις συνέπειες της μεγαλύτερης και καθοριστικότερης απόφασης που έχει λάβει στη μέχρι τώρα ζωή του. Η κατά μέτωπο επίθεσή του στον Doomsday με την ράβδο από κρυπτονίτη -εκείνη που ο Μπάτμαν έφτιαξε για να τον εξοντώσει- θα είναι η τελική του απάντηση σε όλη την ανθρωπότητα αναφορικά με το ερώτημα για το αν αποτελεί εχθρό ή σύμμαχο της Γης. Όμως αυτή θα είναι και η τελευταία δήλωσή του: ο επιβλητικός Doomsday πέφτει νεκρός και η Γη σώζεται αλλά ταυτόχρονα, ο ίδιος κραυγάζει από πόνο. Είναι ο πόνος του θανάτου, ο πόνος των τελευταίων στιγμών.
Ο θάνατος ενός Θεού, για την ακρίβεια ο θάνατος εκείνου που υπήρξε ό,τι πιο κοντινό σε Θεό είδε ποτέ μαζικά με τα μάτια της η ανθρωπότητα, είναι ένα γεγονός που ξεφεύγει από τις γνωστές διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Η ακροτελεύτια κραυγή του φτάνει στα βάθη της χαμένης Ατλαντίδας, εξαπλώνεται στη Γη των Αμαζόνων, ακούγεται μακριά στο σύμπαν, είναι το σήμα για τον στρατό ενός επίδοξου, διαπλανητικού κατακτητή. Η Γη είναι και πάλι απροστάτευτη, είναι και πάλι έτοιμη για κατάκτηση. Αιώνες πριν, οι Ολύμπιοι Θεοί, οι Αμαζόνες, οι Ατλάντιοι, οι Άνθρωποι και οι διαστημικοί προστάτες της Γης επισφράγισαν μια πρωτοφανή συμμαχία και απέτρεψαν την υποδούλωσή της από αυτό τον διαστημικό στρατό. Αλλά αυτά τα αρχαία πλάσματα είναι πλέον παρελθόν. Ο Σούπερμαν ήταν το τελευταίο εμπόδιο και αφού πλέον είναι νεκρός άλλο εμπόδιο δεν υπάρχει. Ή μήπως όχι;
Η υπό σύσταση Justice League της οποίας ηγείται ο Σκοτεινός Ιππότης μπορεί να είναι ολιγομελής, μπορεί τα μυθικά της πλάσματα να είναι μακριά από τους λαούς τους, μπορεί ανάμεσα τους να βρίσκονται και θνητοί που απέκτησαν κατά λάθος υπερδυνάμεις, μπορεί ο Σούπερμαν να μην βρίσκεται στο πλευρό τους. Αλλά για τον στρατό του Steppenwolf και του Darkseid μόνο εύκολοι αντίπαλοι δεν θα είναι. Οι υπερήρωες αυτού του κόσμου δεν έχουν να κάνουν πια με τους κοινούς εγκληματίες των ανθρώπινων πόλεων στις οποίες κινούνται. Η συμμαχία τους θα δώσει την μεγαλύτερη σύγκρουση όλων των εποχών.
Ναι, καμία αντίρρηση: δεν πρόκειται για κάποιο ιδιαιτέρως πρωτότυπο στόρι. Για την ακρίβεια, είναι μια τυπική υπόθεση μιας ensemble υπερηρωικής ιστορίας μπασταρδεμένης με λίγο Sci Fi κλισεδιές περί κακών εξωγήινων που θέλουν να κατακτήσουν τη Γη. Ακόμα πιο συγκεκριμένα; Είναι η βασική υπόθεση μιας από τις χειρότερες υπερηρωικές ταινίες που είχαμε την ατυχία να δούμε τα προηγούμενα χρόνια, είναι η υπόθεση του «Justice League» του 2017, της ταινίας που τυπικά έφερε την υπογραφή του Ζακ Σνάιντερ αλλά στην πραγματικότητα υπήρξε το εγκληματικό αποτέλεσμα της επιμονής των μεγάλων στούντιο να μανιπουλάρουν τους δημιουργούς τους, το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του Ζακ Σνάιντερ από την σκηνοθετική καρέκλα και της αντικατάστασής του από τον Τζος Γουέντον, που ήρθε άρον άρον να «μαρβελοποιήσει» το σκοτεινό ύφος του αρχικού υλικού μπας και σωθεί ένα εν εξελίξει εμπορικό πατατράκ. Φυσικά, τα πράγματα έγιναν χειρότερα και το «Justice League» του 2017 μας εκνεύρισε ως εκεί που δεν πήγαινε.
Θα μπορούσε άραγε το «Snydercut», το αρχικό όραμα δηλαδή του Ζακ Σνάιντερ για την ταινία του 2017, να αποτελεί κάτι τόσο αποφασιστικά διαφορετικό; Με αυτό το ερώτημα στήθηκαν άπειροι θεατές ανά τον κόσμο μπροστά από τις οθόνες τους στις 18 Μαρτίου για να παρακολουθήσουν το τετράωρο cut του «Justice League», που βρήκε στέγη στο HBO Max. Και ανεξάρτητα από το κατά πόσο επιβεβαιώθηκε ή όχι το ατελείωτο hype τους για ετούτη την (κατά πολλούς τρόπους) ιστορική ταινία, η απάντηση στο προαναφερθέν ερώτημα υπήρξε αντικειμενική και πανθομολογούμενη: ναι, το «Snydercut» είναι μια ταινία αποφασιστικά διαφορετική από το έκτρωμα του 2017, σε αντίθεση με εκείνο, μια ταινία με ψυχή και με όραμα. Και αυτό -ας το επαναλάβουμε- πέρα και έξω από το κατά πόσο (θα) αρέσει ή όχι στον εκάστοτε θεατή η ταινία καθεαυτή. Άλλωστε είτε συμπαθεί κανείς είτε όχι τον Ζακ Σνάιντερ, μόνο για έλλειψη ψυχής και οράματος δεν μπορεί να τον κατηγορήσει.
Ο Σνάιντερ εδώ ολοκληρώνει την υπερηρωική τριλογία του ακριβώς όπως θέλει. Ταυτόχρονα ωστόσο, με έναν παράδοξο τρόπο, μοιάζει να έχει προσαρμόσει τις φιλοδοξίες του με γνώμονα ορισμένες (καλόπιστες και κακόπιστες, υπερβολικές ή μη) κριτικές που του είχαν ασκηθεί για τα δύο έτερα μέρη της τριλογίας.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή:
Ούτε λίγο ούτε πολύ, από τον Ζακ Σνάιντερ ο Σούπερμαν προσεγγίζεται σε αυτή την τριλογία ως ένα θεϊκό ον ανάμεσα σε θνητούς και όσο και αν σε αυτό το τρίτο κομμάτι της ιστορίας του, ο γιος του Κρύπτον λάμπει δια της απουσίας του στη μεγαλύτερη διάρκεια (εντάξει, σιγά το σπόιλερ: επανέρχεται από ένα σημείο και μετά όπως τα ίδια τα τρέιλερ και οι αφίσες έχουν μαρτυρήσει), παραμένει αυτός στο επίκεντρο. Έτσι, κατ’ αντιστοιχία με την πιο διάσημη ιστορία θεού ανάμεσα σε θνητούς, το «Man of Steel» υπήρξε η θεματική της Έλευσης, το «BvS» η θεματική της Σταύρωσης και το δικό του «Justice League» η θεματική της Ανάστασης.
Ταυτόχρονα, αυτοί οι θρησκευτικής προέλευσης φιλοσοφικοί προβληματισμοί μπολιάστηκαν από τον Σνάιντερ και με επιμέρους θεματικές. Συγκεκριμένα: στο «Man of Steel» η Έλευση συνδυάζεται με το αλληγορικό στοιχείο της ιστορίας ενός Θεού που επιχειρεί να προσαρμοστεί στα μέτρα και τα σταθμά μιας ανθρώπινης κοινωνίας (αλληγορία που εκκινεί από την διαπίστωση ότι ο Θεός είναι μια ανθρώπινη επινόηση), στο «BvS» η Σταύρωση συνδυάζεται με την προαιώνια αγωνία του Ανθρώπου (που προσωποποιείται ως αρχέτυπο στην παρουσία του Μπάτμαν) να είναι ελεύθερος και μπροστά σε κάτι που είναι ανώτερο από τον ίδιο πρέπει να εξεγερθεί για να μην τον υποδουλώσει (η φράση του Μπακούνιν «αν ο Θεός υπάρχει πρέπει να τον καταστρέψουμε» θα μπορούσε να είναι η επικεφαλίδα του «BvS») και στο «Justice League» ο Σνάιντερ συνδυάζει τη θεματική της Ανάστασης με μια μυθολογική προσέγγιση της θρησκείας, αφηγείται την ιστορία του σαν να αφηγείται μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή ενός αρχαίου μύθου και ισχυρίζεται (σε ορισμένες σκηνές απροκάλυπτα) πως οι μυθολογικές παραδόσεις και οι θρησκευτικές αφηγήσεις είναι ένα και το αυτό.
Αυτή ακριβώς η προσπάθεια του Σνάιντερ να εμβαθύνει σε τέτοιου τύπου ζητήματα περιόρισε την δημοφιλία των δύο έτερων ταινιών του. Και μάλιστα από δύο σκοπιές. Ένα μεγάλο τμήμα του κοινού των υπερηρωικών ταινιών, εκπαιδευμένο να τις αντιλαμβάνεται ως ρηχή διασκέδαση, ξενίστηκε με αυτά τα περίπλοκα σκεπτικά. Ένα άλλο τμήμα του κοινού -πιο μειοψηφικό αλλά υπολογίσιμο- διέκρινε την (πράγματι υπαρκτή) αδυναμία του Σνάιντερ να εμβαθύνει με αληθινά αποτελεσματικό τρόπο στις θεματικές που ο ίδιος θέλησε να σχολιάσει, αντιλήφθηκε ως επιτηδευμένη αυτή την προσπάθειά του και από τη δική του σκοπιά απαξίωσε την προσπάθειά του. Στη μέση βρεθήκαμε κάποιοι λίγοι που αποδεχθήκαμε την αδυναμία του να είναι ένας αποτελεσματικός «φιλόσοφος», ωστόσο εκτιμήσαμε τις προθέσεις του και σε συνδυασμό με την αναμφισβήτητη ικανότητά του να δομεί στην οθόνη εικόνες που είναι λες και ξεπήδησαν από τις σελίδες ενός graphic novel (ικανότητα που αντικειμενικά κανείς δεν την έχει σε αυτό το βαθμό στο Χόλιγουντ) γουστάραμε τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας. Όμως η κυρίαρχη περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκφράστηκε από τις άλλες δυο τάσεις. Και στο «Snydercut» αυτό το έλαβε υπόψη του ο Σνάιντερ.
Έτσι, εδώ οι σχολιασμοί του είναι ιδιαιτέρως μετρημένοι. Τους τοποθετεί απλά ως ερωτήσεις και αποφεύγει να τους απαντήσει διότι ξέρει πως τόσο το ρηχό κοινό της ταινίας του όσο και το σκεπτόμενο θα χαλαστούν (από διαφορετικές σκοπιές πάντα) από μια τέτοια προσπάθεια. Έτσι, κάνει απλά τα απολύτως απαραίτητα: δηλώνει στον θεατή πως η δική του υπερηρωική ιστορία θα είναι η εξιστόρηση ενός αρχαίου μύθου που φτάνει μέχρι το σήμερα (για την ακρίβεια, μέχρι το μέλλον…), ενός μύθου που σε επίπεδο αφήγησης μπασταρδεύεται με την υφή ενός θρησκευτικού κειμένου και αφού κάνει αυτή την δήλωση αποφεύγει τις πολλές πολλές εμβαθύνσεις και χώνεται στο ψητό. Δηλαδή αφενός στην δράση και αφετέρου στο αναγκαίο χτίσιμο χαρακτήρων που προϋποθέτει να έχει ένα καλό enseble movie (μιλάμε κυρίως για τους χαρακτήρες του Flash και του Cyborg). Και στα δυο τα πηγαίνει πολύ καλά -ειδικά η δράση είναι ασύλληπτα απολαυστική, είναι μάστορας σε αυτό άλλωστε ο Ζακ- και ταυτόχρονα, δίνει την εντύπωση πως οι τέσσερις ώρες όχι απλά δεν λειτουργούν ως μια προνομιακή χάρη (την οποία μάλλον δεν θα απολάμβανε αν η ταινία έβγαινε στο σινεμά) αλλά ως μια περιττή πολυτέλεια, αφού και με μια ώρα λιγότερη δεν θα αδυνάτιζε ιδιαιτέρως η ταινία του.
Το γεγονός βέβαια ότι η ταινία τελείωσε και αισθανόμασταν πλήρεις ως θεατές, το γεγονός ότι αυτό αφορά ακόμα και τους φανατικούς πολέμιους του ύφους και της αισθητικής του Ζακ Σνάιντερ (ναι, εδώ έχουμε μπόλικο slow motion) δεν πρέπει να μας οδηγεί σε υπερβολές. Η ταινία είναι φτιαγμένη με μπόλικο μεράκι και άπειρη nerd ψυχοσύνθεση, είναι φτιαγμένη από «έναν από εμάς» και μας την προσφέρει με άπειρη αγάπη. Για κάποιο λόγο, στα χρόνια του κορονοϊού όλη αυτή η διαδικασία είναι πολύ συγκινητική. Μέχρι εκεί όμως: δεν πρόκειται για την καλύτερη υπερηρωική ταινία όλων των εποχών όπως διάφοροι έγραψαν με πλεόνασμα υπερβολής στον λόγο τους, ούτε μπορεί να συγκριθεί με τις ταινίες – τοτέμ του είδους. Είναι μια αξιοπρεπής, απολαυστική ταινία, μάλλον στα επίπεδα του «Endgame» -αν θέλουμε να κάνουμε τέτοιες συγκρίσεις-, άρα σαφέστατα πιο κάτω από ένα «Infinity War».
Πρόκειται ωστόσο για την καλύτερη ταινία του κινηματογραφικού σύμπαντος της DC; Και αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση, κάποιοι άλλωστε από εμάς επιμένουμε πως το «BvS» έχει αδικηθεί υπερβολικά και με τα χρόνια θα γίνεται όλο και πιο κατανοητή η αξία του. Το σίγουρο ωστόσο είναι πως το «Snydercut» είναι ένα βαθύ φιλί ζωής στο κινηματογραφικό σύμπαν της DC και (μαντεύουμε πως) έρχεται να αναστήσει όχι μόνο το ίδιο το σύμπαν αλλά και το κινηματογραφικό μέλλον του Σούπερμαν, που δεν θα μας κάνει καμία εντύπωση να επιστρέψει στο κοντινό μέλλον στις οθόνες μας. Και όχι μόνο του Σούπερμαν: Cyborg και Martian Manhunter (αν και η παρουσία του εδώ έχει τον χαρακτήρα cameo είναι δεδομένο πως οι βάσεις για μια σόλο ταινία του στήνονται…) φαίνεται πως με αφετηρία το «Snydercut» παίρνουν θέση πλάι στον Flash για δικά τους φιλμ (το «Flashpoint Paradox» είναι δρομολογημένο άλλωστε).
Ανοίγει δρόμους λοιπόν το «Snydercut» και αυτό είναι η μεγάλη του επιτυχία. Άλλωστε οι βάσεις για ένα «Justice League 2» μπαίνουν με τόσο επιτακτικούς και γλυκούς όρους κατά την διάρκεια της ταινίας που δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως με το που έπεσαν οι τίτλοι τέλους, η ταινία μας είχε ψήσει τόσο πολύ για τη συνέχεια της, που αν υπήρχε εύκολα τη βλέπαμε στο καπάκι. Πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει με ένα τέτοιο ψυχοδιαστροφικό cameo από τον ίδιο τον Τζόκερ;
Το κείμενο αυτό γράφτηκε υπό την παρακάτω μουσική υπόκρουση: