We Own This City: Βουτώντας (ξανά) στο «παιχνίδι» της Βαλτιμόρης

Όταν είδε το φως της δημοσιότητας το trailer του «We Own This City», της μίνι αστυνομικής σειράς του HBO με την υπογραφή των Ντέιβιντ Σάιμον, Εντ Μπερνς και Τζορτζ Πελεκάνος, οι βεβαιότητες -τόσο υπέρ της όσο και κατά της- έμοιαζαν δεδομένες χωρίς καν να χρειάζεται να δει κανείς έστω και ένα λεπτό της. Μια βασική βεβαιότητα, κερδισμένη από τους ιθύνοντές της με το σπαθί τους, ήταν πως ετούτη η σειρά δεν υπήρχε περίπτωση να είναι χάσιμο χρόνου: οι άνθρωποι πίσω από το τηλεοπτικό θαύμα που ακούει στο όνομα «The Wire» έχουν δώσει τόσο αποτελεσματικά τα διαπιστευτήριά τους μέσω των προηγούμενων δουλειών τους, που ήταν δεδομένο πως το «We Own This City», εκτός από ένα καλό crime, θα ήταν και μια βαθιά κοινωνική και αποτελεσματικά διεισδυτική μελέτη για την αμερικάνικη κοινωνία. Αν μη τι άλλο, μεγάλη υπόθεση για ένα δημιουργικό τιμ να προκαλεί τέτοιου τύπου βεβαιότητες στο κοινό του.

Η δεύτερη αναμφισβήτητη βεβαιότητα ήταν πως αυτή η σειρά αναπόφευκτα θα συγκριθεί στα μυαλά όλων των θεατών της με το «The Wire» και αναπόφευκτα θα χάσει στις συγκρίσεις: αφενός, έχουμε να κάνουμε με μια αστυνομική ιστορία με κοινωνικές προεκτάσεις εξελισσόμενη στο έδαφος της Βαλτιμόρης και τις ειδικές κοινωνικές του συνθήκες -όπως και το «The Wire»- και αφετέρου, έξι μόλις επεισόδια θα ήταν αδύνατο να συγκριθούν με το τόσο καλοδομημένο μωσαϊκό των πέντε ολόκληρων σεζόν της σειράς που καθόρισε για πάντα την τηλεόραση. Με απλά λόγια, ούτε λίγο ούτε πολύ, το «We Own This City» εκλήφθηκε ως ένα συνοδευτικό «σφηνάκι» πλάι στο θαυματουργό «The Wire».

Στην πραγματικότητα, αποτελεί μάλλον μια ανεπίσημη προσθήκη στο τελευταίο: αν το «The Wire» δεν ήταν σειρά αλλά (μόνο) μια θεωρητική κοινωνική μελέτη αναφορικά με την σχέση της αστυνομίας με την κοινωνία, το «We Own This City» θα ήταν ένα κρίσιμο, επιπρόσθετο κεφάλαιο που θα συμπεριλαμβανόταν σε μια νέα, εμπλουτισμένη έκδοση, προκειμένου να κάνει πιο πλήρη τη μελέτη. Διότι αν η διορατική και ψύχραιμη ματιά του Ντέιβιντ Σάιμον και της παρέας του είχε αφήσει κάτι ανεξερεύνητο όσον αφορά το αστυνομικό σώμα της Βαλτιμόρης στο «The Wire», αυτό είχε να κάνει με την αστυνομική διαφθορά και τον τρόπο που καταλήγει να είναι μια ανεπίσημη, εγκληματική οργάνωση τόσο κυνική και επικίνδυνη όσο και εκείνες που υποτίθεται πως είναι στόχοι της.

Βασισμένο στο ομόνυμο ερευνητικό βιβλίο του δημοσιογράφου της Baltimore Sun, Τζάστον Φέντον, το «We Own This City» αφηγείται την ιστορία της ανόδου και της πτώσης της λεγόμενης Ειδικής Ομάδας Εντοπισμού Όπλων του αστυνομικού τμήματος της Βαλτιμόρης και της διαφθοράς που την περιβάλλει. Με φόντο την έρευνα που γίνεται από την ειδική ομάδα του FBI που έχει συγκροτηθεί για την εξάρθρωση της εν λόγω διεφθαρμένης αστυνομικής σέχτας, γινόμαστε μάρτυρες της ζωής και της καθημερινότητας ενός σωρού μπάτσων στην Βαλτιμόρη και του τρόπου που η λειτουργία του συστήματος μετασχηματίζει τις αντιλήψεις τους και κατ’ επέκταση τις πρακτικές τους περί της εφαρμογής του νόμου.

Στο επίκεντρο τόσο της αφήγησης όσο και των χαρακτήρων που παρελαύνουν στην οθόνη βρίσκεται ο επικεφαλής της προαναφερθείσας ομάδας, ο αρχιφύλακας Γουέιν Τζέκινς, που ζωντανεύει από τον Τζον Μπέρνθαλ. Πληθωρικός και υπερόπτης, σκληρός μπάτσος και επί της ουσίας ένα είδος μαφιόζου μέσα στα σπλάχνα του αστυνομικού σώματος, ο Τζέκινς προσωποποιεί την συστημική λειτουργία του αστυνομικού σώματος, στην οποία ξεκάθαρα θέλει να επικεντρωθεί ο Σάιμον και οι συνεργάτες του. Κάπου εδώ εντοπίζεται και ένα μικρό πταίσμα της σειράς σε καθαρά δημιουργικό επίπεδο καθώς η ερμηνεία του Μπέρνθαλ παραπέμπει περισσότερο σε στερεοτυπικά «χολιγουντιανή» φιγούρα διεφθαρμένου μπάτσου, γεγονός που έρχεται σε μια μικρή αντίθεση με το απολύτα ρεαλιστικό, περίπου ντοκιμαντερίστικο ύφος του «We Own This City». Ίσως εδώ να χρειαζόταν μια πιο «προσγειωμένη» ερμηνεία που να δένει καλύτερα με την συνολικότερη ταυτότητα του έργου. Ωστόσο αυτό -όπως αναφέρθηκε ήδη- είναι απλά ένα πταίσμα. Κατά τα άλλα, η σειρά μένει πιστή στις βασικές αρχές και τους εσωτερικούς κανόνες του σύμπαντός της.

Κυρίως, αυτό που καταφέρνει το «We Own This City» είναι να αποτελέσει ένα μικρό λιθαράκι ενός μεγάλου και συνεχιζόμενου διαλόγου αναφορικά με την κοινωνική φύση της αστυνομίας και του ρόλου της. Ένα μεγάλο κομμάτι των τεκταινόμενων της ιστορίας άλλωστε εξελίσσονται στον απόηχο της δολοφονίας του Φρέντι Γκρέι λόγω υπέρμετρης αστυνομικής βίας, γεγονός που είχε προκαλέσει ταραχές και συγκρούσεις ανάμεσα στην μαύρη κοινότητα των ΗΠΑ και τις αστυνομικές δυνάμεις της χώρας και είχε ανοίξει εκ νέου -και όχι για τελευταία φορά- την συζήτηση αναφορικά με την αστυνομική βία προς τις μειονότητες και ειδικότερα, προς τους μαύρους της εργατικής τάξης.

Εκείνη την εποχή, ο Ντέιβιντ Σάιμον είχε καταφερθεί με δημόσιες δηλώσεις του ενάντια στις επιθέσεις στην αστυνομία από τους αγανακτισμένους μαύρους κατοίκους της Βαλτιμόρης και ταυτόχρονα, είχε εξυμνήσει τις αντίστοιχες ειρηνικές κινητοποιήσεις, που όπως είχε τονίσει είναι ενισχυτικές ως προς την προσπάθεια εκδημοκρατισμού της αστυνομίας σε αντίθεση με τις ταραχές. Εκείνες οι δηλώσεις του Σάιμον είχαν ξενίσει μπόλικο κόσμο: είναι δυνατόν, ο άνθρωπος πίσω από το τόσο περίπλοκο «The Wire» να μιλάει για ειρηνικές διαδηλώσεις και να τονίζει πως αν είναι να πέφτουν μολότοφ σε μπάτσους καλύτερα οι μαύροι να κάτσουν σπίτι τους;

Σε πολύ μεγάλο βαθμό, το «We Own This City» και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει έγιναν αντιληπτά από πολύ κόσμο ως μια δημόσια απολογία του Σάιμον για εκείνες τις δηλώσεις του. Είναι άλλωστε θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο το «We Own This City» προσεγγίζει την αστυνομική βία ως μια κατάσταση παραγόμενη από την δομική τάση της να στοχοποιεί τους φτωχούς. Πολλά μάλιστα από τα αστυνομικά σκουπίδια που περιφέρονται εντός του σεναρίου είναι χαρακτήρες μαύρων μπάτσων και απόλυτα διακριτικά πλην εντελώς διακριτά, σχεδόν με έναν λαογραφικό τρόπο, η σειρά δείχνει πως επί της ουσίας δεν είναι το χρώμα του δέρματος που οδηγεί σε φαινόμενα αστυνομικού ρατσισμού αλλά οι ρόλοι που ο καθένας κουβαλάει σε αυτή την κοινωνία: αν ένας φτωχός μαύρος στελεχώσει το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς του, είτε το θέλει είτε όχι, θα γίνει τμήμα της καταπίεσης στην τάξη του, τελεία και παύλα. Τα ειδικά, προσωπικά χαρακτηριστικά του καθένα δεν είναι ικανά να υπερκεράσουν αυτούς τους ρόλους.

Στην πραγματικότητα ωστόσο, πολύ περισσότερο από απολογία του Σάιμον αναφορικά με τις προαναφερθείσες, αμφιλεγόμενες δηλώσεις του, το «We Own This City» είναι μάλλον μια διευκρίνησή του αναφορικά με αυτές. Ο Σάιμον άλλωστε είχε κάνει κατανοητό από το «The Wire» πως κατά τον ίδιο υπάρχουν δυο είδη «αστυνομικής δουλειάς». Το ένα -εκείνο που στο «The Wire» είχε προσωποποιηθεί από τους (κλασικούς πλέον) χαρακτήρες των ντετέκτιβ Μακ Νάλτι και Φρίμαν- είναι η ερευνητική αστυνομική δουλειά, εκείνη που τα βάζει με τους μεγαλοκαρχαρίες εγκληματίες και όχι απλά αγνοεί αλλά οφείλει να βλέπει και με συμπάθεια τις μικροπαραβατικές συμπεριφορές, που επί της ουσίας αποτελούν παράγωγα του υψηλόβαθμου, οργανωμένου εγκλήματος. Το άλλο είναι η ρηχή και χωρίς κανένα κριτήριο αστυνόμευση, εκείνη που αδυνατεί να αντιληφθεί τις κλίμακες της παραβατικότητας και αναπόφευκτα στρέφεται εναντίον της κοινωνικής βάσης.

Το «The Wire», ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυριζόταν πως ολόκληρο το οικοδόμημα της αστυνομίας υπάρχει για να εξυπηρετείται το δεύτερο μοντέλο «αστυνομικής δουλειάς» και πως το πρώτο είναι απλά μια προσχηματική πτυχή της αστυνομίας. Το «We Own This City», επικεντρωμένο με πολύ πιο έντονο τρόπο στους συνειδητούς υπηρέτες της αστυνομοκρατίας, υπερθεματίζει αντικειμενικά τα συμπεράσματα του «The Wire». Ταυτόχρονα ωστόσο κάνει και πολύ πιο ξεκάθαρη τη θέση του δημιουργού των δύο σειρών. Για την ακρίβεια, τις πεποιθήσεις του: ο Σάιμον πιστεύει πως παρά την στοιβαρότητα ολόκληρου του οικοδομήματος της αστυνομίας, που την καθιστά ένα αντικειμενικά αντικοινωνικό σώμα, ο ρόλος αυτός δεν είναι νομοτελειακός μέσα στο σύστημα.

Οι απόψεις του Σάιμον, που μέσω του «We Own This City» φροντίζει να αναδειχθούν, έρχονται σε πλήρη αντίφαση με τα συμπεράσματα των δυο αστυνομικών σειρών του: πιστεύει πως κάπου βαθιά μέσα σε αυτή την σάπια κατάσταση που συγκροτείται στην αστυνομία, υπάρχει καταχωνιασμένο το περιθώριο του μετασχηματισμού της σε ένα σώμα συμμαχικό και όχι εχθρικό για την εργατική τάξη. Μια πεποίθηση που μοιάζει πέρα για πέρα παράλογη για κάποιον που έχει ήδη φροντίσει να αναδείξει πως σε ένα σύστημα που πασχίζει να συντηρήσει τους ταξικούς διαχωρισμούς που το καθορίζουν, η αστυνομία -ως δεμένη σφιχτά στις συστημικές λειτουργίες- δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι.

Ωστόσο, όσο και αν τα συμπεράσματα του Σάιμον μοιάζουν να καταρρίπτουν τις θέσεις του, το θαυμαστό στην περίπτωσή του είναι πως η ματιά του για την κοινωνική κίνηση μένει αναλλοίωτη από τα πιστεύω του, απαλλαγμένη από τις προσδοκίες του: δεν είναι ένας υποκειμενικός παρατηρητής αλλά μένει πάντα ουδέτερος ως προς αυτά που παρατηρεί και έτσι, δεν χαρίζεται ως προς την ανάδειξη της αλήθειας. Γι’ αυτό και το «We Own This City» είναι ένα μικρό αριστούργημα, το εξ’ ορισμού μικρότερο σε κλίμακα αλλά αναγκαίο ως προς την ύπαρξή του αδερφάκι του «The Wire»: οι αλήθειες του δεν προκύπτουν στρατευμένες προαποφασισμένες θέσεις. Αλλά είναι αλήθειες και για τον δημιουργό του αυτό αρκεί: πρέπει να ακουστούν.