Η Sony ξεκίνησε επίσημα το δικό της σύμπαν, αποτελούμενο από τους κακούς του Spiderman, με σκοπό να δημιουργήσει το δικό της αντίβαρο στο MCU και ίσως και μία μελλοντική συνεργασία. Τα καταφέρνει όμως;
Ο Eddie Brock είναι ένας διάσημος ρεπόρτερ που αναλαμβάνει ριψοκίνδυνες δημοσιογραφικές υποθέσεις, φέρνοντας στο φως πολιτικά και κοινωνικά σκάνδαλα. Κατά την διάρκεια της διερεύνησης των βρώμικων υποθέσεων του επιστήμονα – επιχειρηματία Dr. Carlton Drake, το σώμα του καταλαμβάνεται από τον εξωγήινο οργανισμό με το όνομα Venom. Πρωταγωνιστούν οι Tom Hardy, Riz Ahmed (The Night of, Rogue One) και Michelle Williams, σε σκηνοθεσία του Ruben Fleischer (Zombieland, Gangster Squad).
Στην είδηση της ανακοίνωσης της solo ταινίας του Venom, όλοι σκάσαμε ένα χαμόγελο αισιοδοξίας. Ύστερα από την αποτυχήμενη μεταφορά του στο Spiderman 3 του Sam Raimi, αλλά και της επιτυχίας R – Rated κόμικ ταινιών, όπως τα Deadpool και Logan, μέσα μας πιστέψαμε ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να παρακολουθήσουμε τον πιο διάσημο κακό του Spiderman, με την μεγαλοπρέπεια που του αρμόζει. Με τον Tom Hardy να αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο, η αισιοδοξία μας απέκτησε ακόμα πιο σταθερές βάσεις.
Όταν όμως μάθαμε ότι το rating της ταινίας οριστικοποιήθηκε στο PG-13, άρχισαν και οι πρώτες (δικαιολογημένες) γκρίνιες. Εφόσον έχεις να κάνεις με έναν βίαιο κακό – αντιήρωα, η απόφαση να απευθύνεται η ταινία και σε νεαρότερες ηλικίες, δεν είναι και η πιο σοφή. Με μια πιο απαισιόδοξη οπτική πλέον, πήγαμε στο σινεμά για να δούμε μήπως διαψευστούμε. Τελικά όμως δεν συνέβη αυτό.
Το Venom πάσχει από πολλές πλευρές. Οι ταχύτατοι ρυθμοί, το απλοϊκό σενάριο και η κακή χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών ρίχνουν στην μετριότητα το φιλόδοξο εγχείρημα της Sony. Παρά την πρόοδο των υπερηρωικών ταινιών τα τελευταία 10 χρόνια, το Venom μοιάζει να βγήκε από την κακή τους περίοδο, με μία αισθητική που θυμίζει έντονα τις απαρχές του 2000.
Η γρήγορη εξέλιξη της πλοκής βοηθάει στην εύπεπτη παρακολούθηση, αλλά ταυτόχρονα μειώνει την επένδυση στους χαρακτήρες. Το σενάριο είναι βασικό, χωρίς καμία τροπή που να προκαλεί το παραμικρό ενδιαφέρον και στηρίζεται αποκλειστικά στο χτίσιμο της σχέσης των Eddie Brock – Venom. Το χαρακτηριστικό χιούμορ της Marvel είναι διάχυτο, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν λειτουργεί, παρά μόνο σε ελάχιστες σκηνές. Οι σκηνές δράσης προσπαθούν να είναι εντυπωσιακές, αλλά υστερούν σε ένταση, με αποτέλεσμα να τις ξεχνάς άμεσα.
Ο Tom Hardy δείχνει να μην προσπαθεί ιδιαίτερα σαν Eddie Brock, χωρίς όμως να ευθύνεται αποκλειστικά ο ίδιος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους δύο πρωταγωνιστές. Η Michelle Williams έχει έναν τελείως διεκπαιρεωτικό ρόλο ως η πρώην του Brock και η έλλειψη χημείας μεταξύ τους είναι παραπάνω από εμφανής. Ο ταλαντούχος Riz Ahmed αρχικά δείχνει ότι έχει κάποιες προοπτικές ως αντίπαλο δέος, αλλά στην πορεία καταλήγει να είναι άλλος ένας villain του σωρού.
Κάποιες απολαυστικές σκηνές αλληλεπίδρασης του Venom με τον ”ξενιστή” του και η επιβλητική απεικόνιση, τόσο αυτού όσο και του αντιπάλου του (Riot) δεν είναι ικανές να σώσουν την ταινία από την μετριότητα. Το υποβλητικό soundtrack προσπαθεί να δώσει έναν σκοτεινό τόνο, ο οποίος όμως χαραμίζεται από την ίδια την ταινία.
Ακολουθώντας την τάση των κόμικ ταινιών, το Venom έχει δύο σκηνές μετά τους τίτλους τέλους. Η πρώτη θα μπορούσε να προκαλέσει ενθουσιασμό, αν ήμασταν ικανοποιημένοι από την θέαση της ταινίας, αλλά επειδή αμφιβάλλουμε για την επιτυχία της, κρατάμε μικρό καλάθι. Η δεύτερη κάνει εισαγωγή σε επερχόμενη ταινία της Sony, από άλλο σύμπαν.
Η ταινία δυστυχώς δεν ξέρει τι να κάνει με τον κεντρικό της ήρωα. Ο Venom στην κόμικ ιστορία του ξεκινά σαν ο απόλυτος κακός του Spiderman και στις μεταγενέστερες εκδοχές του αποκτάει μία αντιηρωική ταυτότητα. Σε καμία περίπτωσή όμως δεν έχει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους καλούς ήρωες. Το σενάριο δεν τολμάει να αναδείξει την κακή πλευρά του, ώστε να δικαιολογήσει και τον αντιηρωισμό του. Είναι ενδεικτική, σε μία κρίσιμη στιγμή της ταινίας, όπου ο ήρωας καλείται να πάρει μία απόφαση, η έλλειψη σοβαρών κινήτρων του χαρακτήρα.
Το Venom δυστυχώς αποδείχτηκε κατώτερο των προσδοκιών. Δεν είναι ταινία που δεν βλέπεται, είναι όμως μια ταινία που θα ξεχαστεί γρήγορα. Δεν ανήκει στην κατηγορία Fantastic 4, αλλά θα λέγαμε ότι αφήνει την αδιάφορη γεύση των Justice League και X-men: Apocalypse.
Είναι κρίμα όταν έχεις έναν πολυεπίπεδο χαρακτήρα να τον προβάλλεις με αυτό τον τρόπο. Η Sony, θέλοντας να το πάει εκ του ασφαλούς και ίσως κυνηγώντας μία ενδεχόμενη συνεργασία με τα Marvel Studios, δείχνει ανίκανη να διαχειριστεί το υλικό που διαθέτει και μας δημιουργεί αμφιβολίες για τα επόμενα projects που ετοιμάζει. Η πιο σωστή κίνηση είναι να μάθει από τα λάθη της, να κράτησει τα δύο, τρία ελάχιστα πράγματα που λειτούργησαν σωστά και να δώσει στο κοινό τις ταινίες που του αξίζουν.