Οι 10 καλύτερες Gangster Movies όλων των εποχών

Κάθε παιδί που ξεκινάει να παρακολουθεί σινεμά με σοβαρούς όρους, συνήθως γύρω στα χρόνια της εφηβείας, «κληρονομεί» από τις παλιότερες γενιές μια λίστα με εκείνες τις ταινίες που «πρέπει να δει» έτσι ώστε να μπορεί να κατέχει τα βασικά της άτυπης «κινηματογραφικής παιδείας». Αν υπάρχει ένα είδος που έχει την τιμητική του στην εν λόγω λίστα, δεν είναι άλλο από εκείνο των λεγόμενων «Gangster Movies».

Ίσως επειδή ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες στην ιστορία του σινεμά έχουν καταπιαστεί κατά περιόδους με πολύ πάθος με το συγκεκριμένο genre, ίσως διότι οι εν λόγω ταινίες είχαν πάντα για πρωταγωνιστές κάποιους ηθοποιούς που θεωρούνται «ιερά τέρατα του σινεμά», οι Gangster Movies καταλήγουν πολλές φορές να θεωρούνται all time classic για το παγκόσμιο σινεμά.

Για να μην τα πολυλογούμε, στο παρών κείμενο τιμούμε το συγκεκριμένο είδος και φτιάχνουμε ένα Top-10 (πάντα με αμιγώς υποκειμενικά κριτήρια) των καλύτερων ταινιών που εντάσσονται στην κατηγορία αυτή. Φυσικά, είναι δεδομένο πως πολλές ταινίες της κατηγορίας έπρεπε αναγκαστικά να μείνουν έξω: αυτό είναι αναπόφευκτο όταν έχεις να διαλέξεις μόλις δέκα.

Για παράδειγμα, εκτός λίστας βρίσκεται ο «Σημαδεμένος» του Μπράιαν Ντε Πάλμα (και μαντεύουμε πως αυτή η επιλογή θα κάνει πολλούς αναγνώστες αυτού του κειμένου να βρίζουν άναρθρα από αγανάκτηση…) που αν και ιστορική αποτελεί-στα μάτια του αρθογράφου- μια υπερεκτιμημένη ταινία που δεν ανήκει (πάντα με υποκειμενικά κριτήρια) στην καλύτερη δεκάδα του είδους. Εκτός λίστας βρίσκονται και άλλες αγαπημένες ταινίες: η «Τιμή των Πρίτζι» του Τζον Χιούστον, το «Πέρασμα του Μίλερ» των αδερφών Κοέν, οι περισσότερες ταινίες του Τακέσι Κιτάνο, του μεγάλου Ιάπωνα «σκηνοθέτη της Γιαγκούζα». Για να το ξεκαθαρίσουμε: δεν είναι ότι δεν θεωρούμε μεγάλες σε αξία αυτές τις ταινίες. Είναι ότι απλά δεν χώρεσαν…

Στη λίστα δεν μπήκαν επίσης και πολλές ταινίες που αν και φλερτάρουν με το είδος των Gangster Movies αποτελούν περισσότερο κομμάτι του Crime Drama είδους (οι διαφορές είναι καμιά φορά λεπτές αλλά πάντα υπαρκτές) όπως ο «Πληροφοριοδότης» του Μάρτιν Σκορτσέζε ή οι «Συνήθεις Ύποπτοι» του Μπράιαν Σίνγκερ ή οι πρώτες ταινίες του Ταραντίνο: για να είναι μια ταινία Gangster Movie δεν πρέπει απλά να αφηγείται μια ιστορία στην οποία παίζουν ρόλο διάφοροι μαφιόζοι αλλά να επικεντρώνεται αποκλειστικά στον κόσμο τους, να «μιλάει» από τη δική τους σκοπιά, να κάνει κατάδυση στην καθημερινότητά τους. Τα Crime Dramas ασχολούνται πολλές φορές με τον κόσμο της μαφίας αλλά αυτός αποτελεί απλά μια πτυχή τους. Με άλλα λόγια υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις «αστυνομικές» ταινίες (όπου ο ανταγωνιστής ίσως να είναι ένας μαφιόζος) και τις «μαφιόζικες» ταινίες (ακόμα και αν στις τελευταίες υπάρχει και ένας αστυνομικός σαν ανταγωνιστής).

Και τώρα που ξεμπερδέψαμε με τα Honorable Mentions και τις αναγκαίες διευκρινήσεις ας μπούμε επιτέλους στο ψητό και ας ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση:

10. «Donnie Brasco» (1997) του Μάικ Νιουέλ

Ένας ανερχόμενος και ταλαντούχος ηθοποιός (ο Τζόνι Ντεμπ) και ένας παλιός και καταξιωμένος (ο Αλ Πατσίνο) συνεργάζονται με θαυμαστή χημεία σε μια ταινία που έχει χαρακτηριστεί (μάλλον άδικα για άλλες του είδους της που βγήκαν αργότερα) ως η «τελευταία σημαντική μαφιόζικη ταινία».

Ένας μυστικός αστυνομικός πιάνει φιλίες με έναν γερασμένο, κουρασμένο από τη ζωή και μάλλον αποτυχημένο μαφιόζο και μέσω αυτού διεισδύει στην καθημερινότητα της μαφίας. Οι δυο άντρες αναπτύσσουν μια σχέση πατέρα-γιου και σύντομα τα όρια ανάμεσα στο ποια είναι η αποστολή και ποιες οι επιθυμίες του μυστικού αστυνομικού, μπερδεύονται και σχετικοποιούνται.

Ο Αλ Πατσίνο δίνει ρέστα σε έναν ρόλο που γνωρίζει πολύ καλά, ο Τζόνι Ντεμπ στέκεται επάξια δίπλα του σε μια εποχή που ακόμα δεν έχει μετατραπεί στον «καρτουνίστικο» ηθοποιό που μάθαμε και οι δυο τους απογειώνουν ένα έτσι κι αλλιώς πολύ δυνατό σενάριο και μια σκηνοθεσία που πατάει πάνω στην κλασική ατμόσφαιρα των μαφιόζικων ταινιών. Το αποτέλεσμα είναι εξαίσιο και χιλιοαγαπημένο.

9. «Ο νόμος του Καρλίτο» (1993) του Μπράιαν Ντε Πάλμα

Ακριβώς δέκα χρόνια μετά τη συνεργασία τους στον «Σημαδεμένο», ο Μπράιν Ντε Πάλμα στη σκηνοθετική καρέκλα και ο Αλ Πατσίνο στον πρωταγωνιστικό ρόλο ενώνουν ξανά τις δυνάμεις τους για να αφηγηθούν (ξανά) την ιστορία ενός Λατίνου μαφιόζου και της ατομικής του πορείας μέσα στον υπόκοσμο. Μόνο που ο Καρλίτο του βασικού ρόλου είναι ένας εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας σε σχέση με αυτό που έχουμε συνηθίσει από αυτές τις ταινίες.

Ο Καρλίτο είναι μια παλιοσειρά της μαφίας που όμως θέλει να κάνει μια καινούρια αρχή στη ζωή του με τη γυναίκα που αγαπάει. Μια ζωή που δεν κατάφερε ποτέ να κατακτήσει εξαιτίας της «ιδιοτροπίας» του επαγγέλματός του. Όμως αν γνωρίζουμε κάτι πολύ καλά από τις Gangster Movies είναι πως από αυτό τον κόσμο δεν ξεμπλέκεις εύκολα, πως το παρελθόν σου θα σε κυνηγάει μονίμως και εμμονικά, πως όλος ο τρόπος ζωής που κάποτε σε έκανε να πιστέψεις πως θα γίνεις βασιλιάς μπορεί τελικά να μετεξελιχθεί στη μεγαλύτερη κατάρα σου.

Σπανίως μια ταινία του είδους καταφέρνει να διατηρήσει ανέπαφη την αισθητική που επιβάλλεται να έχει και ταυτόχρονα να την συνδυάσει με τόσο βαθιά ευαισθησία. Ο Καρλίτο είναι τόσο καλογραμμένος χαρακτήρας και επίσης, έχει την «τύχη» να τον «ζωντανεύει» ένας τεράστιος ηθοποιός στην καλύτερη εποχή του και έτσι καταφέρνει, χωρίς κλισέ και γραφικότητες, να ισορροπήσει επάξια ανάμεσα στις αντιφατικές πτυχές του εαυτού του. Το έπος του Μπράιαν Ντε Πάλμα τελικά δεν φεύγει ποτέ από το μυαλό μας και ανά τακτά χρονικά διαστήματα το νοσταλγούμε και επιστρέφουμε σε αυτό. Και πάντα, στην τελευταία σεκάνς της ταινίας, νιώθουμε την ίδια αγωνία…

8. «Βrother» (2000) του Τακέσι Κιτάνο

Ο Τακέσι Κιτάνο είναι ένας δημιουργός που αν ποτέ φτιαχτεί ένα μουσείο για την ιστορία των Gangster Movies, μια ολόκληρη πτέρυγα θα πάρει το όνομά του και θα αφιερωθεί στον ίδιο. Οι γιαπωνέζικες δημιουργίες του για την Γιαγκούζα (την ιαπωνική μαφία δηλαδή) έχουν γράψει ιστορία στο είδος, υπάρχουν μάλιστα φήμες πως κάποτε η αληθινή Γιαγκούζα τον είχε βραβεύσει σε μια τελετή για την αληθοφάνεια των ταινιών του.

Σε αυτή τη λίστα επιλέχθηκε να μπει η μια και μοναδική αγγλόφωνη προσπάθειά του που τυχαίνει να είναι και ένα ανυπέρβλητο αριστούργημα, μια ταινία που μπορεί να μην είναι από τις δημοφιλέστερες αλλά είναι σίγουρα από τις πιο σημαντικές του είδους. Ο Κιτάνο πρωταγωνιστεί, γράφει και σκηνοθετεί (ως συνήθως) την άνοδο και την πτώση μιας μαφίας που αποτελείται από Ιάπωνες και μαύρους, δρα στις ΗΠΑ και ανταγωνίζεται τις ντόπιες μαφίες, κινείται με βάση τα δικά της αξιακά, τη δική της ηθική, τους δικούς της κανόνες.

Η «αμερικανοποίηση» του Κιτάνο γίνεται εδώ με μέτρο και με τους δικούς του όρους, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον χαρακτήρα που υποδύεται στην ταινία, με το όνομα του φιλμ -«Brother» δηλαδή- να αποκτά ένα πολύ πιο ουσιαστικό και επαναπροσδιορισμένο περιεχόμενο μόλις πέφτουν οι τίτλοι τέλους και το αριστοτεχνικό ψηφιδωτό του μεγάλου Ιάπωνα έχει μόλις ολοκληρωθεί μεγαλοπρεπώς μπροστά μας.

7. «American Gangster» (2007) του Ρίντλεϊ Σκοτ

Μια ταινία που οριακά ανήκει στο είδος καθώς εύκολα θα μπορούσε να βρίσκεται και σε μια αντίστοιχη λίστα με Crime Dramas, το «American Gangster» του Ρίντλεϊ Σκοτ είναι η ιστορία της δόμησης μιας αυτοκρατορίας εγκλήματος έτσι όπως «βασίλεψε» σε αυτή ο θρυλικός Φρανκ Λούκας (Ντένζελ Ουάσιγκτον), ένας μικρός και ασήμαντος μπράβος που εκμεταλλεύτηκε τον πόλεμο του Βιετνάμ τη δεκαετία του ’60 για να κάνει εμπόριο ηρωίνης και να πλουτίσει μέσα από αυτό. Ταυτόχρονα, είναι η ιστορία του Ρίτσι Ρόμπερτς (Ράσελ Κρόου), ενός παθιασμένο αστυνομικού που έχει βάλει στόχο της ζωής του να πατάξει το ναρκωεμπόριο της Νέας Υόρκης.

Αφηγούμενος με την σοβαρότητα και την 60s ατμόσφαιρα που της αντιστοιχεί την πορεία προς την άνοδο, την εδραίωση στην κορυφή και τελικά την πτώση του Φρανκ Λούκας στα πλαίσια του υποκόσμου της Νέας Υόρκης και έχοντας στον βασικό ρόλο έναν Ντένζελ Ουάσιγκτον που δίνει μια από τις πιο εντυπωσιακές και μεστές ερμηνείες της καριέρας του, ο Ρίντλεϊ Σκοτ υπογράφει ένα αληθινό διαμάντι που, αν και υποτιμημένο, στέκει επάξια ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του είδους κοιτώντας στα μάτια και ξεπερνώντας πολλές από τις συγγενικές του δημιουργίες με βαρύ όνομα.

Το δίπολο των ανταγωνιστών ανάμεσα σε Κρόου και Ουάσιγκτον, οι χαρακτήρες των οποίων εκπροσωπούν δυο εκ διαμέτρου αντίθετες κοινωνικές οπτικές γωνίες, είναι το βαρύ χαρτί αυτής της ταινιάρας: οι δυο τους περνάνε το μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας διασχίζοντας παράλληλες αλλά διακριτές πορείες, όχι απλά δεν συναντιούνται καν στη συντριπτική πλειονότητα της διάρκειας του φιλμ αλλά ταυτόχρονα, ο ένας αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη του άλλου. Και ας καθορίζουν οι πράξεις του ενός τις πράξεις του άλλου. Παρά τη μεγάλη διάρκειά του, το «American Gangster» βλέπεται σαν «νεράκι», είναι σκέτη απόλαυση και όταν τελειώνει, το αίσθημα κινηματογραφικής πληρότητας που σου προκαλεί είναι ανεκτίμητο.

6.  «Επικίνδυνες Υποσχέσεις» (2007) του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ

Από τη στιγμή που ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ αποφάσισε να εξερευνήσει τα χωράφια της ρώσικης μαφίας και της δραστηριότητάς της στο Λονδίνο ήταν δεδομένο πως το αποτέλεσμα θα ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. Το «Eastern Promises» του 2007, το άτυπο αντίπαλο δέος εκείνης της χρονιάς στο «American Gangster», ήταν μια ταινία σκληρή και σκοτεινή, η απόλυτη επιβεβαίωση για το ότι η οπτική γωνία του «ψυχάκια Ντέιβιντ» πάνω στο ζήτημα του υπόκοσμου δεν θα μπορούσε παρά να διακατέχεται από μια άρρωστη ματιά πάνω στα πράγματα.

Μόλις δύο χρόνια μετά το εξίσου καταπληκτικό και συγγενικό θεματικά «A History of Violence», ο Κρόνεμπεργκ επιλέγει να χτίσει μια ακόμα Gangster Μovie πάνω στον Βίγκο Μόρτενσεν. Μόνο που αυτή τη φορά ο τελευταίος είναι αληθινά τρομακτικός, κοιτάς την ερμηνεία του και όχι απλά σε συνεπαίρνει αλλά ταυτόχρονα, σε κάνει να καταλάβεις ότι αυτός ο άνθρωπος που υποδύεται είναι ένας πολύ επικίνδυνος τύπος, όπως άλλωστε και όλοι οι τύποι του περιβάλλοντός του, του περιβάλλοντος της ρώσικης μαφίας που ο ίδιος υπηρετεί.

Το «Eastern Promises» είχε προταθεί για Όσκαρ εκείνη τη χρονιά και η αλήθεια είναι πως ήταν ό,τι καλύτερο είχαν δει τα μάτια μας στο σινεμά τότε. Βέβαια, η σκληρή και κυνική αισθητική του κάθισε πολύ βαριά στην Ακαδημία και η ταινιάρα του Κρόνεμπεργκ έμεινε απλά με τον θαυμασμό όσων την απολαύσαμε χωρίς να περιμένουμε πως θα είναι τόσο σπουδαία. Σοκαριστικές σκηνές, στυγνή βία και μια στιγμή αληθινής κινηματογραφικής ανθολογίας -το ξύλο που παίζει ο Μόρτενσεν στα δημόσια λουτρά με κάτι μπράβους που προσπαθούν να τον «φάνε»- το «Eastern Promises» είναι μια μαφιόζικη ταινία που καταφέρνει να μας βυθίσει στην μαυρίλα του υποκόσμου και η αλήθεια είναι πως το κάνει τόσο καλά όσο καμία άλλη συγγενική της δημιουργία δεν κατάφερε.

5. «Ο Νονός 3» (1990) του Φράνσις Φορντ Κόπολα

Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια μετά το δεύτερο μέρος της ιστορικής μαφιόζικης σειράς ταινιών του Κόπολα, η θρυλική τριλογία κλείνει. Και κλείνει όπως της αρμόζει: μεγαλοπρεπώς, με αμέτρητο σεβασμό για τις ταινίες-προκατόχους της και όντας επάξια συνεχίστριά τους. Όταν το Hollywood αποφάσισε να γυρίσει αυτή την ταινία, ο Κόπολα αρχικά αρνήθηκε: θεωρούσε πως η ιστορία της οικογένειας Κορλεόνε είχε κλείσει με το τέλος του δεύτερου μέρους, πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο να ειπωθεί. Τελικά, όταν τα στούντιο του διεμήνυσαν πως η ταινία θα γυριστεί είτε με τον ίδιο είτε με άλλον σκηνοθέτη αν αυτός αρνηθεί, ο Κόπολα δέχθηκε να είναι εκείνος που θα έκλεινε την ιστορία. Και κάπως έτσι, το όνομά του συνδέθηκε ολοκληρωτικά με την καλύτερη τριλογία στην ιστορία του σινεμά.

«Κάθε φορά που νομίζω πως έχω ξεφύγει με τραβάνε πάλι πίσω», λέει ο γερασμένος και άρρωστος Μάικλ Κορλεόνε που εδώ «ζωντανεύει» για τρίτη φορά από τον Αλ Πατσίνο. Και είναι ένας Κορλεόνε που αφού έκανε επίδειξη δύναμης χτίζοντας μια τεράστια μαφιόζικη αυτοκρατορία, τώρα θέλει να την μετατρέψει σε μια νομότυπη μπίζνα, μακριά από τους κώδικες και τους κανόνες του εγκλήματος. Όμως όσο και αν προσπαθείς να ξεφύγεις από τον κόσμο του εγκλήματος, ο τελευταίος δεν θα σε αφήσει έτσι εύκολα να το πετύχεις. Και το κακό είναι πως «δεν μπορείς να είσαι κατά το ήμισυ γκάνγκστερ», όσο είσαι στον χορό θα χορεύεις είτε σου αρέσει είτε όχι. Ο Κορλεόνε εδώ έχει απολέσει προ πολλού την νεανική υπεροψία που είχε στα προηγούμενα μέρη. Η οικογένειά του έχει πάψει να τον θαυμάζει, έχει πάψει ακόμα και να τον φοβάται: απλά δεν θέλει να την «προσβάλει» με το μικρόβιο της μαφιόζικης ζωής και έτσι μένει μακριά του (με εξαίρεση την κόρη του που του έχει αδυναμία…). Ο Κορλεόνε δεν είναι πια υπερόπτης αλλά είναι πιο σοφός από ποτέ. Το τίμημα της σοφίας όμως είναι πως πρέπει να έχεις ζήσει πολλές δύσκολες στιγμές για να την αποκτήσεις και κομμάτι της είναι να γνωρίζεις πως όταν την κατέχεις, πλέον δεν την χρειάζεσαι όσο παλιά.

Ο Άντι Γκαρσία στο ρόλο του μπάσταρδου ανιψιού του Κορλεόνε-Πατσίνο προσδίδει μια νέα πνοή στο franchise: ο Κορλεόνε βλέπει στο πρόσωπό του τον νεανικό εαυτό του, τον διάδοχο του «θρόνου» του. Όμως σε αντίθεση με τον μέντορά του, είναι ο νέος «Νονός» που πλέον έχει πλεόνασμα υπεροψίας αλλά έλλειψη σοφίας για να διαχειριστεί τη συνθήκη στην οποία βρίσκεται: οι κανόνες της αρχαίας τραγωδίας πλησιάζουν απειλητικά τους πρωταγωνιστές και όσο ο «Νονός 3» εξελίσσεται, τόσο περισσότερο οδεύει προς το απόλυτο, ιδανικό αλλά ταυτόχρονα, τόσο τραγικό φινάλε. Ένα έπος (με την πολύ κυριολεκτική έννοια του όρου) ολοκληρώνεται, ο Μάικλ Κορλεόνε, όσο γερασμένος και κουρασμένος και αν είναι, δεν έχει τελειώσει ακόμα το ταξίδι του και ας πιστεύει ο ίδιος πως έχει φτάσει προ πολλού στην άκρη της διαδρομής. Και όσο τον κοιτάμε, καταβεβλημένο και φθαρμένο από την τόσο έντονη ζωή του, να κάνει σιγά-σιγά τα βήματα προς την Ιθάκη του, τόσο πιο σπουδαίος γίνεται ο επίλογος της θρυλικής τριλογίας.

4. «Τα Καλά Παιδιά» (1990) του Μάρτιν Σκορτσέζε

Την ίδια χρονιά που ο Κόπολα κλείνει την τριλογία των «Νονών» ολοκληρώνοντας έτσι τη σειρά ταινιών που δημιούργησε μια ολόκληρη αισθητική για το είδος, ο Μάρτιν Σκορτσέζε παρουσιάζει μια ταινία που με τη σειρά της εισάγει μια νέα αισθητική. Κόπολα και Σκορτσέζε άλλωστε θεωρούνταν πάντα ένα δίπολο αντιπάλων στο Hollywood και η οπτική γωνία του τελευταίου πάνω στον κόσμο της μαφίας, όπως είναι αναμενόμενο απέχει χιλιόμετρα από αυτή του δημιουργού των «Νονών».

Ο λόγος για τα «Καλά Παιδιά», το τρίωρο αριστούργημα του Σκορτσέζε που καταφέρνει να επαναπροσδιορίσει το είδος: εδώ η μαφία δεν έχει την γοητεία των «Νονών», ούτε οι αποτρόπαιες πράξεις της «ντύνονται» με ένα κουστούμι ευγένειας και αρχοντιάς. Εδώ η μαφία είναι σκληρή και κυνική, είναι άξεστη και εξόφθαλμα βίαιη, οι κώδικες τιμής της και οι κανόνες συμπεριφοράς της είναι περιορισμένοι, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ευγενικούς και ντελικάτους εγκληματίες, έχουμε να κάνουμε απλά με εγκληματίες.

Εστιασμένος στα χαμηλά κλιμάκια του οργανωμένου εγκλήματος, με την κάμερα να περιφέρεται στις γειτονιές και τα στέκια όπου βρίσκεται η βαθιά ουσία της μαφίας, μένοντας εμμονικά μακριά από τα μεγάλα, πολυτελή γραφεία και τις σοβαροφανείς συζητήσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες, ο ιταλογενής σκηνοθέτης δημιουργεί μια ολόκληρη σχολή για τις Gangster Movies. Τα «Καλά Παιδιά» του, δηλαδή η τριάδα των Ρέι Λιότια (στον ρόλο της καριέρας του), Τζο Πέσι και Ρόμπερτ Ντε Νίρο, είναι παιδιά του δρόμου και της πιάτσας και η σκληρή, σοκαριστική βία τους αποτελεί δεύτερη φύση τους: έτσι έχουν μεγαλώσει, σε αντίθεση με τους πρωταγωνιστές του «Νόνου» που απλά έδιναν τις εντολές και κατά τα άλλα κρατούσαν καθαρά τα χέρια τους, ετούτοι εδώ οι χαρακτήρες έχουν μάθει να τα λερώνουν, είναι απλά κομμάτι της φύσης τους.

Από την ταινία εκείνη και έπειτα, το είδος των Gangster Movies θα χωριστεί για πάντα σε δυο σχολές: εκείνη του Κόπολα και εκείνη του Σκορτσέζε και αυτός ο διαχωρισμός οφείλεται σε αυτά τα «Καλά Παιδιά».

3. «Καζίνο» (1995) του Μάρτιν Σκορτσέζε

«Ήταν η τελευταία φορά που άνθρωποι της πιάτσας σαν εμάς αναλάμβαναν να διαχειριστούν κάτι τόσο μεγάλης αξίας», θα πει σε ένα σημείο της ταινίας αυτός ο επικίνδυνος κοντός τύπος, ο Νίκι Σαντόρο (Τζο Πέσι). Διότι το «Καζίνο» είναι ακριβώς αυτό: η ιστορία της μετάβασης κάτι ανθρώπων της πιάτσας, βίαιων, αμείλικτων και σκληρών, από τα χαμηλά πατώματα των στημένων στοιχημάτων και των παρακμιακών τζογαδόρικων στεκιών στο υψηλότερο επίπεδο του τζόγου, το Λας Βέγκας.

Ένας πραγματιστής μαφιόζος, πανέξυπνος και μεθοδικός, «αναβαθμίζεται» από άνθρωπος του δρόμου σε διευθυντή ενός από τα μεγαλύτερα καζίνο. Μαζί του θα βρεθεί στο Λας Βέγκας και ο πιο παλιός και πιστός του φίλος ως δεξί του χέρι αλλά σύντομα ο τελευταίος θα αυτονομηθεί και θα στήσει μια δική του κατάσταση. Ο ένας, παρά την όποια βία που ασκεί πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας για να εδραιωθεί ως αφεντικό στο Λας Βέγκας, εκπροσωπεί την νόμιμη βιτρίνα του υποκόσμου, την επιχειρηματική πλευρά της. Ο άλλος όμως είναι πιο oldschool, οι δικές του δουλειές θα γίνουν με τον παραδοσιακό μαφιόζικο τρόπο: με εκβιασμούς, ανοιχτά μπραβιλίκια, αίμα και φόβο. Η διαφορετική τους μεθοδολογία είναι αρκετή για να έρθει η σύγκρουση: οι δυο παλιοί φίλοι σύντομα θα βρεθούν σε θέση μάχης για την ψυχή του Λας Βέγκας. Και ανάμεσά τους μια εντυπωσιακή πόρνη πολυτελείας θα περιπλέξει τα πράγματα.

Πέντε χρόνια μετά τα «Καλά Παιδιά», ο Μάρτιν Σκορτσέζε καταπιάνεται εκ νέου με την ίδια θεματολογία και γυρίζει μια από τις καλύτερες μαφιόζικες ταινίες όλων των εποχών. Αυτή τη φορά ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, στο ρόλο του ψυχρού διευθυντή καζίνο, θα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και ο Τζο Πέσι θα υποδυθεί περίπου τον ίδιο χαρακτήρα με τα «Καλά Παιδιά» αλλά πολύ πιο άγριο και πολύ πιο βίαιο, αληθινά τρομακτικό. Φυσικά, η τρίωρη σπουδή στον υπόκοσμο του Λας Βέγκας από τον Σκορτσέζε δεν θα ήταν η ίδια χωρίς την εξαιρετική Σάρον Στόουν: όλοι οι θαυμαστές της την θυμούνται μοιρασμένοι, άλλοι σαν μυστηριώδη σεξοβόμβα στο «Βασικό Ένστικτο» και άλλοι σαν αλκοολική πόρνη στο «Καζίνο».

Γρήγοροι ρυθμοί αφήγησης, σπιντάτο μοντάζ, ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα βίας, ορισμένες από τις πιο σοκαριστικές σκηνές που έχουμε δει ποτέ στο σινεμά (με αποκορύφωμα τη σκηνή της δολοφονίας στο καλαμοχώραφο…) και σεμιναριακή δόμηση χαρακτήρων που σε κάνει να προβληματίζεσαι με τον εαυτό σου για το γεγονός ότι σαν θεατής καταλήγεις να ταυτίζεσαι με τόσο επικίνδυνα άτομα, το «Καζίνο» είναι ένα πρότυπο μαφιόζικης ταινίας που, αν δεν υπήρχαν οι δυο πρώτες ταινίες-τοτέμ αυτής της λίστας, θα έστεκε μόνο του στην κορυφή του είδους.

2. «Ο Νονός» (1972) του Φράνσις Φορντ Κόπολα

Ο Βίτο Κορλεόνε είναι ένας παραδοσιακός, εμβληματικός μαφιόζος. Η καταγωγή του είναι από την Ιταλία αλλά έχει στήσει μια ολόκληρη αυτοκρατορία στη Νέα Υόρκη και ηγείται της πιο δυνατής από τις λεγόμενες «5 Οικογένειες» που κάνουν κουμάντο στον υπόκοσμο της πόλης. Η κόρη του παντρεύεται μικρή και προορίζεται για τη δική της οικογένεια. Από τους τέσσερις γιους του (έναν θετό και τρεις βιολογικούς) οι τρεις προορίζονται για συνεχιστές των οικογενειακών επιχειρήσεων, όχι όμως και ο μικρότερος: ο Μάικλ είναι η αδυναμία του. Δεν θα μπλεχτεί με τα κατακάθια της μαφίας, σπουδάζει νομική και σύντομα θέλει να τον δει να γίνεται γερουσιαστής, να γίνει ο πρώτος Κορλεόνε που θα δοξάσει με νόμιμους όρους το όνομα της οικογένειας.

Ο Βίτο Κορλεόνε είναι ταυτόχρονα ένας άνθρωπος με ιδιότυπες αλλά ακλόνητες αρχές. Δεν έχει κανένα πρόβλημα το μαφιοζιλίκι της πόλης να είναι μπλεγμένο με τον παράνομο τζόγο και την πορνεία αλλά αντιμάχεται τα ναρκωτικά. Δεν θέλει να τα δει να γίνονται προσοδοφόρα επιχείρηση, είναι ζήτημα αρχής αυτό. Πόλεμος θα ξεσπάσει ανάμεσα στις Οικογένειες με διακύβευμα τα ναρκωτικά και η Οικογένεια Κορλεόνε θα βρεθεί στριμωγμένη σε αυτή τη νέα συνθήκη. Και παρά τις επιθυμίες του Βίτο, θα είναι ο μικρός του γιος, ο Μάικλ που θα ηγηθεί της προσπάθειας απεγκλωβισμού της φαμίλιας. Παρά τις επιθυμίες του Βίτο, ο Μάικλ οδεύει νομοτελειακά στο να γίνει ο απόγονός του στην κορυφή της εγκληματικής πυραμίδας που διοικεί, στο να γίνει ο νέος «Νονός».

Ο Μάρλον Μπράντο, έπειτα από μια λαμπρή καριέρα την δεκαετία του ’50 σαν όμορφος σούπερ σταρ του Hollywood, βίωνε μια 20ετία παρακμής όταν πήγε στην οντισιόν για τον ρόλο του Βίτο Κορλεόνε. Στα 53 του έψαχνε τους ρόλους με το σταγονόμετρο. Ποιος θα το περίμενε πως αυτός ο ξεπερασμένος ηθοποιός που πήρε τον πιο χαρακτηριστικό ρόλο της ταινίας του Κόπολα, θα υπέγραφε αυτόματα και την οριστική και αμετάκλητη εδραίωσή του στα «ιερά τέρατα» του παγκόσμιου σινεμά. Και πως θα ήταν, ανάμεσα σε πολλά άλλα προτερήματά της, και η δική του παρουσία που θα την μετουσίωνε σε μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Ενώ ένα μεγάλος αλλά ξεχασμένος ηθοποιός, ο Μάρλον Μπράντο δίνει την πιο χαρακτηριστική ερμηνεία της ζωής του, την ίδια στιγμή αποκαλύπτεται στο πλάι του ένας νέος, ο Αλ Πατσίνο. Οι δυο τους συγκροτούν μια μοναδική σχέση πατέρα-γιου και παρά την γεμάτη αγάπη αλληλεπίδράσή τους, εκπροσωπούν δυο διαφορετικές κουλτούρες. Ο Βίτο του Μπράντο είναι το παρελθόν. Ένα παρελθόν γεμάτο βαθιές αξίες, ακλόνητες και απαραβίαστες, ένα παρελθόν γεμάτο κώδικες τιμής και μια παράδοξη ηθική. Ο Μάικλ του Πατσίνο είναι το παρόν. Ένα παρόν γεμάτο κυνισμό και ψυχρότητα, αλαζονικό και ανήθικο, ένα παρόν που νομοτελειακά θα έρθει να ξεπεράσει τον χρεοκοπημένο ρομαντισμό της προηγούμενης κατάστασης.

Η μετάβαση της μαφίας στην επιχειρηματική της εποχή περνάει αναπόφευκτα μέσα από έναν αιματοβαμμένο δρόμο. Το κέρδος μετουσιώνεται στην μοναδική αξία της μαφίας και έτσι, περιθώρια σεβασμού και συνύπαρξης ανάμεσα στις «οικογένειες» δεν υπάρχουν. Αυτά είναι παρελθοντικές καταστάσεις, πλέον ο πόλεμος θα είναι μια μόνιμη συνθήκη. Ο υπερόπτης Μάικλ γνωρίζει πως είναι ο μοναδικός που μπορεί να οδηγήσει την οικογένεια Κορλεόνε σε αυτή την νέα εποχή. Ο σοφός Βίτο ξέρει πως οι εποχές του έχουν περάσει. Δεν εγκρίνει την νέα κατάσταση αλλά θα την αποδεχθεί. Η επιβλητική του φιγούρα θα πάρει θέση συμβουλάτορα, η νέα γενιά θα μπερδέψει τα ιδανικά της με την παλιά και οι Κορλεόνε θα πρέπει να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον διαρκούς απειλής και βίας. Πριν δέκα χρόνια, την εποχή που ο Βίτο ήταν το μοναδικό και αναμφισβήτητο αφεντικό όλα θα ήταν πιο απλά. Όμως πλέον, τα πάντα έχουν αλλάξει. Και έχουν αλλάξει για πάντα…

1. «Ο Νονός 2» (1974) του Φράνσις Φορντ Κόπολα

Οι σωστές επιλογές δεν παράγουν πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Διότι οι επιλογές είναι απλά ο ένας από τους πολλούς παράγοντες που «στήνουν» τις ζωές των ανθρώπων. Το κοινωνικό περιβάλλον, οι ειδικές συνθήκες, το βεβαρυμένο παρελθόν των ανθρώπινων σχέσεων είναι συνιστώσες που μπορούν να εκμηδενίσουν κάθε φαινομενικά σωστή επιλογή και τελικά εκ του αποτελέσματος να την μετουσιώσουν σε λανθασμένη. Αυτό ακριβώς είναι το κεντρικό νόημα και η βασική κινητήριος δύναμη της καλύτερης Gangster Movie όλων των εποχών, του «Νονού 2» του Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Μόλις δυο χρόνια μετά το πρώτο εξαιρετικό μέρος που όσοι το είχαν δει ορκιζόντουσαν πως τίποτα δεν θα το ξεπεράσει, ο Κόπολα καταφέρνει το ακατόρθωτο: γυρίζει μια ταινία που καταφέρνει να ξεπεράσει το αριστούργημα με τον Μάρλον Μπράντο και τον Αλ Πατσίνο. Ο «Νονός 2» είναι ταυτόχρονα το σίκουελ και το πρίκουελ του πρώτου μέρους, δυο ταινίες υπό μορφή μιας που ανοίγουν έναν ασύλληπτα εμπνευσμένο διάλογο μεταξύ τους μπροστά μας για το παρελθόν και το παρόν της οικογένειας Κορλεόνε.

Στο ένα κομμάτι της αφήγησης ο πρωταγωνιστής είναι ο Αλ Πατσίνο που δυο χρόνια μετά τα γεγονότα του πρώτου μέρους επιστρέφει και πάλι στον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε σαν απόλυτο αφεντικό της φαμίλιας αυτή τη φορά. Στο άλλο κομμάτι της αφήγησης ο πρωταγωνιστής είναι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο υποδυόμενος τον Βίτο Κορλεόνε σε νεαρή ηλικία, στα πρώτα του βήματα στις ΗΠΑ ως Ιταλός μετανάστης και στην σταδιακή εξέλιξη του από πάμφτωχο εργαζόμενο σε τοπικό μαφιόζο της ιταλικής συνοικίας και εξέχουσα μορφή της ιταλικής κοινότητας της Νέας Υόρκης. Στις 3 ώρες και 22 λεπτά που διαρκεί ο «Νονός 2», οι ηγέτες των δυο διαφορετικών γενιών της Οικογένειας Κορλεόνε καλούνται να πάρουν κρίσιμες επιλογές σε κρίσιμες ώρες. Το διακύβευμα όμως δεν είναι το ίδιο…

Ο μπαμπάς Κορλεόνε πρέπει να στήσει μια κατάσταση, να αποκτήσει επιρροή και δυναμική μέσα στα πλαίσια της εμβρυακά δομημένης -εκείνη την εποχή- ιταλικής μαφίας. Να τα βάλει με πιο δυνατούς ανταγωνιστές, να επιβιώσει σαν καινούριος μέσα στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος και στη συνέχεια να εδραιωθεί σε αυτόν. Το καταφέρνει με θριαμβευτικό τρόπο: η επιτυχία του αναβαθμίζει συνολικά την ίδια την λειτουργία της ιταλικής μαφίας. Κυρίως όμως, η μεγάλη επιτυχία του Βίτο Κορλεόνε είναι πως όσο πιο πολύ επιτυγχάνει τόσο πιο αγαπητός γίνεται στους γύρω του. Οι άντρες του τον θαυμάζουν και τον ακολουθούν πιστά, τον θεωρούν πρώτα φίλο τους και μετά ηγέτη τους. Και η οικογένειά που φτιάχνει εν μέσω αυτής της αναρρίχησης είναι μια ευτυχισμένη οικογένεια, χαμογελαστή και χαρούμενη εξαιτίας της μεγάλης επιτυχίας του Βίτο.

Ο γιος Κορλεόνε από την άλλη, κεφαλή της Οικογένειας Κορλεόνε πολλά χρόνια αργότερα, πρέπει να διαχειριστεί μια ήδη στημένη κατάσταση, αυτή που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του. Να κρατήσει στερεό το οικοδόμημα σε μια εποχή που ο ανταγωνισμός είναι πολύ υψηλότερου επιπέδου, να διακρίνει τις ευκαιρίες και να τις διαχωρίσει από τις καλοστημένες παγίδες, να μαντέψει τις κινήσεις των αντιπάλων του που καραδοκούν να τον μαχαιρώσουν πισώπλατα και να ελιχθεί διατηρώντας τις ισορροπίες. Θα τα κάνει όλα άψογα αποδεικνύοντας (όπως και στο πρώτο μέρος της τριλογίας) πως είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και με το παραπάνω γνωρίζοντας πως αν ο πατέρας του ζούσε ακόμα θα ήταν περήφανος για αυτόν. Όμως σε ένα άλλο επίπεδο, δεν θα έχει την μοίρα του πατέρα του. Σε αντίθεση με τον Βίτο Κορλεόνε, ο Μάικλ θα μείνει μόνος, χωρίς φίλους, χωρίς ανθρώπους να τον αγαπάνε. Ο αδερφός του θα τον προδώσει επειδή νιώθει ριγμένος από αυτόν, η γυναίκα του θα μισήσει τον άνθρωπο που βλέπει πως είναι ο άντρας της. Μέσα από την επιτυχία του, ο Μάικλ θα αποτύχει.

Οι παράλληλες ιστορίες του Βίτο και του Μάικλ Κορλεόνε θα τεθούν εκ των πραγμάτων σε σύγκριση. Η χειρουργική ακρίβεια στον τρόπο σκέψης του Βίτο θα είναι η ευλογία του. Η χειρουργική ακρίβεια στον τρόπο σκέψης του Μάικλ θα είναι η κατάρα του. Οι σωστές επιλογές του Βίτο θα τον οδηγήσουν στην ευτυχία. Και ο Μάικλ θα δυστυχήσει ακριβώς εξαιτίας των σωστών του επιλογών και όχι παρά αυτές – αυτό είναι η μεγάλη του τραγωδία. Διότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με τις επιλογές: πρέπει πάντα να θυμάσαι ότι είναι τα μέσα για έναν σκοπό. Και καμία φορά μπορεί να αποδειχθούν αποτελεσματικά τα μέσα αλλά λανθασμένος ο σκοπός. Ο Βίτο, σαν άνθρωπος της φτώχειας, το γνώριζε δια ενστίκτου αυτό. Αλλά ο Μάικλ, πολύ πιο «γνήσιος» μαφιόζος από τον (πρώτα και πάνω από όλα οικογενειάρχη) πατέρα του, είναι ένας ψυχρός και υπολογιστικός, αδίστακτος τύπος. Και στο δικό του ένστικτο οι «δουλειές» είναι ένας αυτοσκοπός και όχι απλά ένα εργαλείο για την βελτίωση της ζωής του. Γι’ αυτό είναι διατεθειμένος να θυσιάσει ιδιαιτέρως πολύτιμα πράγματα για έναν άνθρωπο για να ενισχυθεί αυτός ο αυτοσκοπός πριν θυμηθεί τελικά πως αυτή ακριβώς είναι η συνταγή της μοναξιάς.

Οι νεαροί Αλ Πατσίνο και Ρόμπερτ Ντε Νίρο που πρωταγωνιστούν στον «Νονό 2» θα εξελιχθούν σε δυο ιερά τέρατα του Hollywood και το δεύτερο μέρος αυτής της μεγάλης τριλογίας θα έχει να περηφανεύεται πως τους συμπεριέλαβε ταυτόχρονα σε μια ταινία. Θα έπρεπε να περάσουν 21 χρόνια για να ξαναπαίξουν μαζί στην ίδια ταινία και το έκαναν το 1995 στο εξαιρετικό «Heat» του Μάικλ Μαν (και το 2008 στο άθλιο «Righteous Kill» που όμως προτιμάμε να ξεχάσουμε). O «Νονός 2» είναι μια πολύ μεγάλη ταινία εξαιτίας και αυτής της συνύπαρξης (παρά το γεγονός ότι οι δυο τους προφανώς δεν μοιράζονται ποτέ την ίδια σκηνή, άλλωστε είναι σαν να παίζουν σε δυο διαφορετικές ταινίες) αλλά αυτό είναι απλά ένα στοιχείο που γιγαντώνει λίγο παραπάνω την αξία του. Διότι κατά τα άλλα, είναι το ίδιο του το περιεχόμενο που την μετουσιώνει στο μεγαλύτερο Gangster Movie όλων των εποχών.