Ποιος είναι ο καλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών; Είναι αυτή μια ερώτηση με μια αυτονόητη απάντηση που ακούει στο όνομα «Μάικλ Τζόρνταν» ή μήπως τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα; Αυτά τα ερωτήματα έχουν αρχίσει και πάλι να απασχολούν τις απανταχού μπασκετικές συζητήσεις εδώ και κάποιες εβδομάδες και συγκεκριμένα, από τότε που το «The Last Dance», το πασίγνωστο πλέον ντοκιμαντέρ για την ιστορία του θρυλικού MJ και των θρυλικών Σικάγο Μπουλς του, έκανε την εμφάνισή του στο Netflix και εν μέσω καραντίνας αποτέλεσε τον πιο μαζικό τηλεοπτικό εθισμό. Και μάλιστα όχι μόνο για αυτούς που ασχολούνται με το μπάσκετ αλλά και για εκείνους δεν είχαν ιδέα περί της σπυριάρας μπάλας πριν το δουν – το έρεισμα του «The Last Dance» στη δεύτερη κατηγορία είναι και το μεγάλο κερδισμένο στοίχημά του άλλωστε. Η ειρωνεία βέβαια είναι πως ο ίδιος ο σκοπός ύπαρξης αυτού του ντοκιμαντέρ ήταν μάλλον περισσότερο να κλείσει οριστικά τις όποιες συζητήσεις αναφορικά με τα προαναφερθέντα ερωτήματα, παρά να τα αναζωπυρώσει. Και ίσως αυτό το αντίστροφο αποτέλεσμα να αποτελεί και μια υπόρρητη μορφή απάντησης για αυτά…
Μέχρι και τα μέσα της περασμένης δεκαετίας άλλωστε, κάτι λιγότερο από 20 χρόνια μετά το τελευταίο πρωτάθλημα των Μπουλς, σοβαρή συζήτηση για το αν μπορεί κάποιος να συγκριθεί με τον Τζόρνταν δεν υπήρχε. Τα κατορθώματα του Air στα 90s «έσβησαν» κάθε σύγκριση με τους Μπερντ και Μάτζικ Τζόνσον, ενώ όσο μεγάλος παίκτης και αν υπήρξε ο Κόμπε Μπράιαντ των πέντε πρωταθληματικών δαχτυλιδιών, η επίδραση του Τζόρνταν στο παιχνίδι του ήταν τόσο έντονη που προσλαμβανόταν ως μια υπερποιοτική ρέπλικα, που από τη φύση της είναι αδύνατο να συγκριθεί με το ορίτζιναλ πράγμα. Μέχρι που ο Λεμπρόν Τζέιμς πέτυχε κάτι που ουδέποτε κατάφερε να πετύχει ο Τζόρνταν.
Έχοντας αναδειχθεί δυο φορές πρωταθλητής NBA με την φανέλα των Μαϊάμι Χιτ, ο Λεμπρόν επέστρεψε με περίσσευμα θράσους και προσωπικής φιλοδοξίας στους ταπεινούς Κλίβελαντ Καβαλίερς το 2014. Και αν θεωρητικά αυτή η κίνηση έμοιαζε με πισωγύρισμα, η πραγματικότητα υπήρξε πολύ διαφορετική: οι Καβαλίερς μετουσιώθηκαν σε ομάδα πρωταθλητισμού απλά και μόνο με την επιστροφή του Λεμπρόν. Και το 2016, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, ο Λεμπρόν τους οδήγησε στον μεγάλο τίτλο των πρωταθλητών του NBA κόντρα στους απείρως πιο πλήρεις και δυνατότερους Γουόριορς. Οι συγκρίσεις ανάμεσα στον Λεμπρόν και τον Τζόρνταν ήταν αναπόφευκτες. Ο Τζόρνταν άλλωστε μπορεί να μεγαλούργησε με τους Μπουλς αλλά αν δει κανείς τα ονόματα που τον πλαισίωναν στην ομάδα του Σικάγο, από τον Φιλ Τζάκσον και τον Πίπεν μέχρι τον Κούκοτς και τον Ρόντμαν, σε πιάνει ίλιγγος. Ο Τζόρνταν υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στην μετουσίωση των Μπουλς σε ομάδα πρωταθλητισμού αλλά μόνος του δεν έφτανε για αυτή. Αντίθετα, ο Λεμπρόν φάνηκε πως είναι ένας παίκτης που απλά και μόνο η παρουσία του σε μια ομάδα ήταν ικανή να την κάνει από μόνη της, ομάδα πρωταθλητισμού. Μετά το πρωτάθλημα των Καβαλίερς το 2016, πολλοί δεν ντράπηκαν να το πουν ανοιχτά: μήπως βρέθηκε ο διάδοχος του θρόνου του Τζόρνταν και λέγεται Λεμπρόν Τζέιμς;
Με την συζήτηση αυτή να αρχίζει να γιγαντώνεται, ο Μάικλ Τζόρνταν έδωσε το οριστικό «ok» στο ESPN για το ντοκιμαντέρ που ήθελε να φτιάξει για αυτόν. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα και το μοντάζ του «The Last Dance». Έκανε πρεμιέρα στο Netflix 22 ολόκληρα χρόνια μετά τον θρυλικό τελευταίο χορό της καλύτερης ομάδας που πέρασε ποτέ από το NBA. Και σαν να μην πέρασε μια μέρα, θύμισε πως εκείνη η ομάδα και ο αδιαφιλονίκητος αστέρας της υπήρξαν φαινόμενα πολύ μεγαλύτερα του μπάσκετ, υπήρξαν πραγματικά ποπ φαινόμενα. Βλέποντας επεισόδιο με το επεισόδιο την ιστορία του Μάικλ Τζόρνταν και μαζί με αυτήν, την ιστορία των χαρακτηριστικότερων συμπαικτών και εχθρών του, ακούγοντας τις αφηγήσεις όλων των εμπλεκόμενων σε εκείνη την «bigger than life» 14χρονη ιστορία, από την έλευση του MJ στο Σικάγο το 1984 μέχρι την οριστική φυγή του από αυτό το 1998, τα καμπανάκια νοσταλγίας χτυπούσαν ακατάπαυστα και δίχως έλεος.
Ας μην κρυβόμαστε άλλωστε: πρωτίστως αυτό ήταν το «The Last Dance». Ένα μεγάλο σόου νοσταλγίας, ένα όχημα επιστροφής στην πιο ελκυστική εποχή του NBA και από εκεί στην αναζωπύρωση της γοητείας του μαγευτικού του κόσμου. Άψογα δομημένο, καταπληκτικό αφηγηματικά, το έβλεπες και ξαναζούσες την ιστορία σαν να συμβαίνει στο τώρα. Ξανασυμπαθούσες και ξαναντιπαθούσες ανθρώπους σαν να τους μάθαινες μόλις: τον Πίπεν, τον Κούκοτς, τον Κράουζ, τον Τζάκσον, τον Ρόντμαν τον Μπάρκλεϊ, τον Πέιτον, τον Τόμας – όλοι τους είχαν κάτι να πουν, όλοι τους διηγήθηκαν την ιστορία και από τη δική τους σκοπιά. Θαύμαζες τον μύθο του μπασκετμπολίστα Τζόρνταν και ταυτόχρονα, αντιπαθούσες αυθόρμητα την αμφιλεγόμενη εξωπαικτική του διάσταση: άλλωστε, εκτός από τα πράγματα και θαύματα που έκανε μέσα στο παρκέ, το «The Last Dance» εκθέτει στο έπακρο τα προβληματικά του στοιχεία. Από το διάσημο «republicans buy snickers too» μέχρι το ακραίο μπούλινγκ του στους συμπαίκτες του, δείγμα της εμμονής του με την τελειότητα, και από τον εθισμό του στον τζόγο μέχρι τον σχεδόν ψυχοπαθολογικό ανταγωνισμό που τον διακατείχε, τα πάντα εκτίθενται μέσα σε αυτά τα δέκα επεισόδια. Μεταξύ όλων των προτερημάτων του ντοκιμαντέρ ετούτου άλλωστε, το σημαντικότερο είναι πως δεν μπαίνει ποτέ στη διαδικασία να μετουσιωθεί σε αγιογραφία του Τζόρνταν. Όλα βρίσκονται στο τραπέζι, όλα τα χαρτιά είναι ανοικτά και ο θεατής καλείται να αποφασίσει μόνος του, με βάση την κρίση που τον διακατέχει, ποια είναι η άποψή του για τον Τζόρνταν ως μπασκετμπολίστα, για τον Τζόρνταν ως ποπ φαινόμενο, για τον Τζόρνταν -τελικά- ως άνθρωπο.
Όμως, πλάι στην φαινομενικά ουδέτερη ματιά του «The Last Dance», διακριτικά αλλά απόλυτα διακριτά, μέσα από το μοντάζ και εν γένει την αλληλουχία των γεγονότων όπως ξεδιπλώνεται κατά την αφήγηση, υπάρχει ένα υποκειμενικό μήνυμα που στοχεύει στη συνείδηση του θεατή. Το μήνυμα αυτό είναι πολύ σημαντικό για να μείνει έξω από τη συζήτηση αναφορικά με το «The Last Dance» διότι κουβαλάει μέσα του τους όρους με τους οποίους ο κολοσσός που ακούει στο όνομα NBA παράγει μπασκετική κουλτούρα. Κάθε ιδιορρυθμία του Τζόρνταν, κάθε αμφιλεγόμενο και κάθε κοινωνικά ανθυγιεινό χαρακτηριστικό του, κάθε τι που εν τέλει τσαλακώνει την εικόνα του, δικαιολογείται και εν τέλει σχετικοποιείται μέσα από την εξής αιτιολόγηση: «Για να γίνεις νούμερο 1 έτσι πρέπει να είσαι, σκληρός και αμείλικτος, πειθαρχημένος καριερίστας. Δεν γίνεται αλλιώς: ναι, μπορεί να χαρακτηρίσεις σκατάνθρωπο τον Τζόρνταν αλλά μόνο έτσι μπορεί να είναι ο καλύτερος των καλύτερων».
Αυτό δεν είναι φυσικά, μια οικουμενική αλήθεια αναφορικά με τα σπορ, ούτε καν μια οικουμενική αλήθεια αναφορικά με το μπάσκετ. Είναι η ιδεολογία που έχει επιλέξει το ίδιο το NBA για να καθορίζει την κουλτούρα του. Πρόκειται άλλωστε για μια λίγκα που για την παραγωγή αθλητικής έντασης βασίζεται σε συνεχόμενα trash talking, ευνοεί τις αντιπαλότητες που ξεφεύγουν από τα πλαίσια της άμιλλας και μετασχηματίζει τον υγιή αθλητικό ανταγωνισμό σε ένα bigger than life φαινόμενο. Θα χρειαζόταν απλά να αραδιάσουμε τα ονόματα που θα αναφερόντουσαν σε μια συζήτηση για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών για να αναιρέσουμε το μήνυμα του «The Last Dance»: σε μια τέτοια συζήτηση θα εμπλέκαμε απείθαρχους καλοπερασάκηδες (Μαραντόνα), φιλοσοφημένες ιδιοφυΐες (Κρόιφ), αριστοκράτες αλήτες (Ζιντάν) και ναι, ίσως και ψυχρούς καριερίστες (Πελέ). Αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα φτάναμε στο συμπέρασμα πως αυτοί οι τελευταίοι είναι το αντικειμενικό ανθρωπότυπο κάποιου που στα πλαίσια του επαγγελματικού αθλητισμού μπορεί να γίνει ο καλύτερος των καλύτερων. Όχι, αυτό που με αφορμή τον χαρακτήρα του Τζόρνταν προσπαθεί να περάσει ως αντικειμενική αλήθεια το «The Last Dance» είναι απλά η υποκειμενική, κυρίαρχη ιδεολογία του NBA. Και φυσικά, η ιδεολογία του ίδιου του Τζόρνταν (και του κάθε Τζόρνταν). Άλλωστε, κακά τα ψέμματα, όσο και αν δέχθηκε να τσαλακώσει την εικόνα του ο τελευταίος για τα πλαίσια του ντοκιμαντέρ, δεν θα μπορούσε τελικά να μην καθορίζει η δική του ιδεολογία την ιδεολογία αυτού του προσωποκεντρικού δημιουργήματος.
Έτσι είναι φυσικά, η ποπ κουλτούρα: ποτέ δεν μένει ανέγγιχτη από την κυρίαρχη ιδεολογία. Αλλά τυχαίνει να την γουστάρουμε και να αγκαλιάζουμε με καύλα τις πετυχημένες στιγμές της και ας κρατάμε κριτική οπτική απέναντι σε ορισμένες πτυχές της. Και το «The Last Dance», τις μέρες που η πανδημία μας έκανε να ξεμείνουμε από αθλητικά γεγονότα, υπήρξε το ποπ φαινόμενο που χρειαζόμασταν, αυτό που μας κάνει να εθιζόμαστε και να μην θέλουμε να τελειώσει ποτέ. Θα μας λείψει.