«Titane»: Κρόνενμπεργκ γεννιέσαι, δεν γίνεσαι

0

Η ταινία που βραβεύτηκε με τον φετινό Χρυσό Φοίνικα έχει στοιχεία μεγαλείου αλλά καταρρέει από την ίδια της την φιλοδοξία.

Η Julia Ducournau έκανε ηχηρό ντεμπούτο με το Raw το 2016, προκαλώντας σάλο γύρω από το προβοκατόρικο περιεχόμενό του και έβαλε την Γαλλίδα δημιουργό ανάμεσα στα νέα μεγάλα σκηνοθετικά ταλέντα. Η χρήση του body horror σε μια ιστορία ενηλικίωσης ήταν αν μη τι άλλο μία φρέσκια προσέγγιση, άσχετα που δεν είμαστε φανς της ταινίας. Το Titane – το οποίο κατέκτησε το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ των Καννών – εμπίπτει στην ίδια κατηγορία και είναι ένα ακόμα πιο φιλόδοξο έργο αλλά όπως όλα οι υπέρμετρα φιλόδοξες δημιουργίες είναι καταδικασμένο να διχάσει.

Ακολουθούμε την ιστορία της Αλέξια, μίας χορεύτριας – serial kiler, η οποία όταν ήταν μικρή ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, γεγονός που της κληροδότησε μία πλάκα τιτάνιου στο κεφάλι της. Ενήλικη πλέον, δουλεύει σε σόου για φτιαγμένα αυτοκίνητα και στον ελεύθερο χρόνο της σκοτώνει οποιοδήποτε άτομο την προσεγγίζει (ποτέ άλλοτε η χρήση μιας φουρκέτας δεν ήταν τόσο φονική). Ταυτοχρόνα νιώθει μία σεξουαλική έλξη προς τα αυτοκίνητα, καταλήγοντας να κάνει σεξ με μία Κάντιλακ και να μείνει έγκυος. Όταν κατά την διάρκεια ενός φόνου η κατάσταση στραβώνει, για να ξεφύγει παριστάνει ότι είναι ο χαμένος γιος ενός πυροσβέστη, ο οποίος αγνοείται για μια δεκαετία και βρίσκει καταφύγιο σπίτι του.

Με φανερές αναφορές στο σινεμά του μεγάλου David Cronenberg, η Ducournau αφηγείται μία ιστορία που προσπαθεί να συμπεριλάβει πολλές θεματικές αλλά αδυνατεί να τα κρατήσει την συνοχή στο ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα της. Η Γαλλίδα σκηνοθέτιδα συνεχίζει στο ίδιο προβοκατόρικο ύφος που την έκανε διάσημη και ανεβάζει τον πήχη στις σκηνές βίας και gore, ειδικά στο πρώτο μισό, όπου δίνεται η υπόσχεση ενός αρρωστημένου έργου, θυμίζοντας μας το Crash του 1996. Το δεύτερο μισό όμως παίρνει μία απρόσμενη τροπή και μετατρέπεται σε ένα οικογενειακό δράμα για δύο ανθρώπους που συνδέονται αναπάντεχα και βρίσκουν ο ένας στον άλλο καταφύγιο και θαλπωρή, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτή η περίεργη μείξη είναι και το ελάττωμα της ταινίας, η οποία αποτυγχάνει να ενώσει αρμονικά τα δύο αυτά ανόμοια μέρη.

Υπάρχουν όμως στοιχεία που είναι άψογα. Η horror πτυχή στο πρώτο μισό είναι απολαυστική με αποκορύφωμα ένα μακελειό σε σπίτι που πάει κατά διαόλου, η σκηνή με το αυτοκίνητο είναι ένας διεστραμμένος φόρος τιμής στο Christine ενώ οι body horror στιγμές σίγουρα θα ανακατέψουν αρκετό κόσμο. Η χημεία της Alexia με τον Vincent αποτελεί την ψυχή της ταινίας με τον Vincent Lindon να δίνει μία υπέροχη όσο και αρρωστημένη ερμηνεία ως ο πατέρας που υιοθετεί την Alexia. Η ισορροπία που κρατάει ανάμεσα στον μάτσο αρχηγό πυροσβεστικής, όπου οι υφιστάμενοι του τον έχουν για θεό και τον πατέρα που αδυνατεί να επεξεργαστεί την απώλεια του παιδιού του είναι εξαιρετική και παίρνει τα φώτα από την πρωταγωνίστρια με άνεση.

Η ένωση ανθρώπου μηχανής μέσω της σεξουαλικότητας, ο αυτοπροσδιορισμός τoυ φύλου, η σημασία της πατρότητας, το τραύμα της απώλειας και της εγκατάλειψης αλλά και η εμμονή με το τραύμα προσπαθούν να χωρέσουν σε μία ταινία σχεδόν δύο ωρών και δυστυχώς από ένα σημείο και μετά η συνοχή χάνεται και οι ενδιαφέρουσες ιδέες μένουν ανεξερεύνητες. Η Ducournau δεν καταφέρνει να αναπτύξει επιτυχώς όλες τις θεματικές που χτίζει, κάνοντας μας να αναρωτιόμαστε αν πραγματικά ήθελε να πει κάτι ή απλά να προκαλέσει φθηνό εντυπωσιασμό μέσω σοκαριστικών στιγμών. Αυτό φαίνεται και στον τεράστιο διχασμό που έχει προκαλέσει σε κοινό και κριτικούς. Το ταλέντο της είναι αδιαμφισβήτητο αλλά αχνοφαίνεται και μία τάση έπαρσης που ακόμα δεν έχει φτάσει σημείο να δικαιούται. Και οι δύο δουλείες της όμως είναι έντιμες προσθήκες στο κύμα του new french extremity και σίγουρα θα μας απασχολήσει στο μέλλον.

Το Titane έχει όλα τα στοιχεία μιας σπουδαίας ταινίας αλλά χάνεται κάπου στις φιλοδοξίες της δημιουργού του. Δεν είναι σίγουρα για ευαίσθητα στομάχια, ούτε για λάτρεις του συμβατικού horror. Οι φανς του Cronenberg και του body horror ίσως το εκτιμήσουν ως έναν βαθμό αλλά θέλει πολύ ψωμί ακόμα για να καταφέρει να πλησιάσει το μεγαλείο του Καναδού σκηνοθέτη.