The Whale ή Πώς θα ήταν μια δραματική ταινία του Μάρκου Σεφερλή

Στα 80s που ο κόσμος στην Ελλάδα θεωρούσε ταινιάρες κάτι σκουπιδοκωμωδίες που κυκλοφορούσαν κατευθείαν στο βίντεο, ο Στάθης Ψάλτης και διάφορα άλλα σκουπίδια της γενιάς του είχαν κάνει μόδα να βάζουν μια χοντρή να παίζει στις ταινίες τους, να την διακωμωδούν μέσω του σεναρίου και εκείνη τη στιγμή, το κοινό να ξεκαρδίζεται στα γέλια, μιλάμε έπεφταν όλοι στα πατώματα με αυτή την έμπνευση. Χρόνια μετά, κάποιος θα πει αφελώς ότι έχουμε ξεφύγει πλέον από εκείνη την περίοδο, έχει προοδεύσει η ανθρωπότητα. Προφανώς δεν θα έχει υπόψιν του την επιτυχία που απολαμβάνει κάθε χρόνο ο Μάρκος Σεφερλής, ο οποίος κάνει χιούμορ και παράγει γέλιο ακριβώς με την ίδια μεθοδολογία. Εντάξει, ο κόσμος που του την πέφτει είναι περισσότερος σε σχέση με τον κόσμο που κατέκρινε τον Ψάλτη αλλά καμιά φορά αυτά είναι και λίγο επίπλαστα και άνευ ουσίας. Η αποδοχή της νέας ταινίας του Αρονόφσκι είναι το καλύτερο επιχείρημα περί αυτού.

Ο Ντάρεν Αρονόφσκι είναι ένας δημιουργός με πολύ συγκεκριμένες θεματικές εμμονές. Στον πυρήνα των ιστοριών του αναπτύσσονται προσωπικές διαδρομές που προσομοιάζουν σε ατομικούς Γολγοθάδες προτού -κατά το συνηθισμένο του μοτίβο- επέλθει η (μεταφορική) εξύψωση της ατομικής λύτρωσης. Το πρόβλημα με τον Αρονόφσκι βέβαια δεν είναι πως η φιλμογραφία του αποτελεί μια διαρκή προσπάθεια για την ανίχνευση ταύτισης με το βασικό αφήγημα του χριστιανισμού – αυτό είναι απλά μια επιλογή που δυνητικά μπορεί είτε να λειτουργήσει είτε όχι (και είτε κάποιους να τους αφορά είτε όχι). Το πρόβλημα είναι πως ο Αρονόφσκι, όσο και αν φαινομενικά επιχειρεί να προσεγγίσει την θεματική του μέσα από ένα αλληγορικό πρίσμα, ο ίδιος μοιάζει να αντιλαμβάνεται πολύ κυριολεκτικά το χριστιανικό αφήγημα και έτσι, υποπέφτει σε μανιχαϊσμούς και άρα, εξ΄αντικειμένου σε συντηρητικές οπτικές. Το «The Whale», η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη, ένα δράμα δωματίου βασισμένο στο ομόνυμο θεατρικό, δεν αποτελεί εξαίρεση σε σχέση με τα παραπάνω.

Η ταινία επικεντρώνεται στην καθημερινότητα ενός υπέρβαρου μεσήλικου άντρα, ο οποίος κάθε μέρα φλερτάρει με τον θάνατο εξαιτίας των κιλών του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που τον «βαραίνει» το παρελθόν, ζει μέσα στις τύψεις για τις επιλογές της ζωής του και επί της ουσίας αυτοτιμωρείται αρνούμενος να δεχθεί κλινική νοσηλεία. Στο μυαλό του κεντρικού χαρακτήρα -μυαλό «κατασκευασμένο» καθ΄εικόνα και καθ’όμοίωση του μανιχαϊστή «δημιουργού» του, δηλαδή του Αρονόφσκι- υπάρχουν νομοτελειακά δυο πιθανοί προορισμοί: είτε θα πεθάνει υπό το «βάρος» των αμαρτιών του είτε θα επέλθει η συγχώρεση των τριγύρω του και το πνεύμα του θα απελευθερωθεί από το «προβληματικό» σώμα του.

Μοιάζει με παραβολή από αυτές που λέγονται στα κατηχητικά (ο Αρονόφσκι συνεχίζει τον δρόμο του εξίσου απαράδεκτου «Mother») οπτικοποιημένη ωστόσο με βάση τις επιταγές της οσκαρικής ακαδημίας, που ως γνωστόν έχει την τάση να συγκινείται και να βραβεύει ιστορίες και ερμηνείες που προσεγγίζουν το «αλλόκοτο» με υπερβολικό και φανταχτερό τρόπο. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της προσέγγισης, ο Αρονόφσκι αρνείται να κοιτάξει στα μάτια τον πρωταγωνιστή του, ως ίσο προς ίσο, και έτσι καταλήγει να τον εξωτικοποιεί στα μάτια φιλεύσπλαχνων και ευαίσθητων θεατών, κάνοντας συνδέσεις άκυρες και αβάσιμες (η κακή ψυχολογία του ήρωα συνδέεται ευθέως με κάθε «αμαρτωλή» μπουκιά φαγητού) και τελικά, να τον υποβάλει σε μια οπτική ατίμωση, ένα αληθινό torture porn που (υποτίθεται πως) αναδεικνύει ένα μεγάλο προσωπικό δράμα αλλά στην πραγματικότητα του στερεί κάθε ίχνος περιπλοκότητας προκειμένου να χωρέσει σε μια απλοϊκή, χριστιανική ματιά: ο εύκολος εντυπωσιασμός αυτή της «πορνογραφικής» προσέγγισης δεν είναι ο τρόπος του Αρονόφσκι να «κόψει δρόμο» για να μην αναμετρηθεί με σύνθετα ζητήματα αλλά αντίθετα, ο δομικός δρόμος μιας έτσι κι αλλιώς απλοϊκής ματιάς.

Επί της ουσίας, κάθε λυγμός οίκτου που αντανακλαστικά θα προκαλέσει ο Αρονόφσκι με το «The Whale» είναι η αντιστοιχία κάθε αυθόρμητου γέλιου που αντανακλαστικά προκαλεί ο Σεφερλής στα ρατσιστικά του σκετσάκια: απόρροια εκμετάλλευσης στερεοτύπων, βαθιά δεμένων με το χριστιανικό μοντέλο της ανάγνωσης του κόσμου. Σε αυτή τη σύγκριση ωστόσο, για να μην είμαστε πλήρως αφοριστικοί, υπάρχει και ένα ελαφρυντικό: ο Σεφερλής δεν κορδώνεται πως κάνει παραπάνω από αυτό που κάνει. Για τον Αρονόφσκι από την άλλη, κανένα ελαφρυντικό…