Υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες του (νεοσύστατου τότε) κινηματογραφικού σύμπαντος της DC το «Suicide Squad» του 2016. Και αυτό με έναν διπλό τρόπο: δεν είναι απλά το γεγονός πως η ταινία του Άγιερ ήταν πραγματικά κακή, ασύνδετη και έφτασε να συγκρίνεται μέχρι και με το εκτρωματικό «Batman and Robin» αλλά και το γεγονός ότι ήταν τέτοιο το μπάχαλο που επικρατούσε τότε στην DC που κάνεις δεν ξέρει τι πραγματικά θα είχε δώσει εκείνη η προσπάθεια αν τα αγχωμένα στελέχη της εταιρείας άφηναν ελεύθερη τη δημιουργική διαδικασία.
Πλέον ωστόσο βρισκόμαστε σε μια άλλη εποχή για την κινηματογραφική DC. Απαλλαγμένη από την καούρα να αντιγράψει στο έπακρο το μοντέλο της Marvel, έχοντας ρίξει το βάρος στις μεμονωμένες ιστορίες/ταινίες και με το εύρημα του multiverse να κάνει αδιάφορη την συνοχή του ύφους από ταινία σε ταινία, η συγκυρία για την διόρθωση εκείνης της χαμένης ευκαιρίας είναι πέρα για πέρα ευνοϊκή. Σε αυτή τη διόρθωση στοχεύει το «The Suicide Squad» (είναι το «The» η λέξη που απλά προστίθεται στον τίτλο της πρώτης ταινίας), που ταυτόχρονα θέλει να μας κάνει να ξεχάσουμε και το «ξαδερφάκι» του πρώτου μέρους, δηλαδή το «Harley Quinn: Birds of Prey». Όχι και τόσο εύκολα πράγματα.
Ακριβώς επειδή θα ήταν μάλλον χαμένος κόπος να επιχειρηθεί μέσω του «The Suicide Squad» να διορθωθούν τόσα πολλά μαζεμένα κακώς κείμενα, ο Τζέιμς Γκαν που κάθισε στην σκηνοθετική καρέκλα του εν λόγω εγχειρήματος κάνει μια σοφή επιλογή που γίνεται κατανοητή από το πρώτο μόλις λεπτό: αγνοεί την προϊστορία παντελώς, αντιμετωπίζει την ταινία του σαν να πρόκειται για την πρώτη live action περιπέτεια της Suicide Squad. Επί της ουσίας δεν βλέπουμε κάποιο σίκουελ αλλά ένα reboot.
Η δεύτερη σοφή επιλογή που κάνει ο Γκαν είναι πως δεν επιχειρεί να προσεγγίσει το «The Suicide Squad» ως ένα «Guardians of the Galaxy» (ο τίτλος με τον οποίο έχει συνδέσει το όνομά του ο Γκαν) της DC αλλά περισσότερο ως ένα «Deadpool». Διότι μπορεί να πρόκειται για ένα enseble movie (όπως και το «Guardians..») αλλά το ύφος που αντιστοιχεί στην προσπάθεια αυτή, ένα ύφος γεμάτο καφρίλα και μαύρο χιούμορ οφείλει να κοιτάξει προς την επιτυχημένη συνταγή του «Deadpool». Και αυτό ακριβώς κάνει με αποτέλεσμα να φέρνει στην επιφάνεια αυτό ακριβώς που θα έπρεπε να έχουμε δει από το franchise πέντε χρόνια πριν.
Δυστυχώς ωστόσο, η ταινία διακατέχεται από δυο μεγάλα μειονεκτήματα που δεν την αφήνουν να αποτυπωθεί ως ένα δημιούργημα που υπερβαίνει τον μέσο όρο των σύγχρονων υπερηρωικών ταινιών. Το πρώτο είναι πως αν και η Suicide Squad αποτελείται από ένα πολύ ενδιαφέρον «ρόστερ» κατά μόνας (ο Rick Flag του Joel Kinnaman είναι το πρότυπο του «καλού ήρωα», η Harley Quinn της Margot Robbie ουσιαστικά δεν θέλει συστάσεις, ο γεννημένος ηγέτης και επί της ουσίας πρωταγωνιστής της ταινίας Bloodsport του Idris Elba, ο τυφλωμένος πατριώτης Peacemaker του John Cena, ο ανασφαλής και αυτοκτονικός Polka-Dot Man του David Dastmalchian, η γοητευτική Ratcatcher της Daniela Melchior και ο εξαιρετικός King Shark του Sylvester Stallone), η ομάδα αδυνατεί να πείσει πως βρίσκει μεταξύ της χημεία.
Το δεύτερο μειονέκτημα της ταινίας είναι πως αν και η εισαγωγή της είναι ενδιαφέρουσα και η κλιμάκωσή της εξαιρετική, το μεσαίο και μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας διακατέχεται από μια έκδηλη έλλειψη προσανατολισμού. Για την ακρίβεια, η πλοκή δίνει την εντύπωση πως το σενάριό της εξυπηρετεί μια ιστορία πολύ μικρότερη από τη διάρκεια της ταινίας με αποτέλεσμα το ενδιάμεσο κομμάτι της να μοιάζει σαν να φλυαρεί και να παραγεμίζεται από διάφορα αδιάφορα στιγμιότυπα μέχρι να έρθει η κορύφωση.
Η κορύφωση βέβαια είναι εξαιρετική από πολλές απόψεις. Καταρχάς, σε επίπεδο δράσης το «The Suicide Squad» σε κρατάει στην τσίτα. Κατά δεύτερον, σε μεγάλο βαθμό η κλιμάκωση είναι ένας μεγάλος, γκροτέσκος φόρος τιμής τόσο στην φιλοσοφία όσο και σε ένα τμήμα της αισθητικής του «Watchmen» και αυτό δεν γίνεται να μην το εκτιμήσουμε. Και τρίτον, έχουμε ένα πολύ επιβλητικό μετασχηματισμό χαρακτήρων: αντιστρέφοντας την τάση του σύγχρονου υπεηρωικού είδος να γκριζάρει τους υπερήρωες, εδώ βλέπουμε τους villains να «φωτίζονται» με μια δόση υπερηρωισμού. Αυτό δηλαδή που απέτυχε παταγωδώς να κάνει το «Suicide Squad» του 2016 -και που είναι βασικό ζητούμενο κάθε τέτοιας προσπάθειας ουσιαστικά- η ταινία του Γκαν το πετυχαίνει θριαμβευτικά.
Θα ήταν ακόμα πιο απολαυστικά αυτά τα στοιχεία αν δεν υπήρχαν τα βαρίδια των αρνητικών στοιχείων της ταινίας που προαναφέρθηκαν. Αν δηλαδή δεν έπρεπε να υπομείνουμε ένα βαρετό μεσαίο κομμάτι πριν απολαύσουμε την καλοδομημένη κλιμάκωση και αν η χημεία της ομάδας ήταν πιο στιβαρή με αποτέλεσμα να μην εκτιμάμε όσο τους αξίζει τις αλληλεπιδράσεις του τελευταίου 40λεπτου. Βέβαια, δεν χρειάζεται να είμαστε υπερβολικοί: ξέρουμε πολύ καλά πριν καν τις δούμε ποιες ταινίες του υπερηρωικού σινεμά πρέπει να τις βλέπουμε χωρίς τεράστιες απαιτήσεις και από ποιες πρέπει να περιμένουμε το κάτι παραπάνω. Γνωρίζαμε εξαρχής πως το «The Suicide Squad» ανήκει στην πρώτη κατηγορία, συνεπώς ας το εκτιμήσουμε για αυτό που είναι: πρόκειται για το «Deadpool» της DC και αυτό έχει την αξία του παρά τα διάφορα μειονεκτήματα.