«The Rise of Skywalker»: Ωδή στην «Επιστροφή των Τζεντάι» των millenials

Είναι πολλά τα 42 χρόνια χολιγουντιανής παράδοσης που κουβαλάει στην πλάτη του το franchise με το όνομα «Star Wars». Είναι τόσα πολλά που περίπου τέσσερις γενιές θεατών, κουβαλιούνται στα σινεμά με μπερδεμένες τις διαφορετικές τους απαιτήσεις από κάθε νέο κεφάλαιο αυτής της ιστορίας. Αυτό άλλωστε είναι λογικό: κάθε μία από αυτές τις γενιές, αναπόφευκτα να κουβαλάει τις δικές της εμπειρίες και τα δικά της στάνταρ αναφορικά με τη βαθιά ουσία αυτού του γοητευτικού μύθου. Χαοτική κατάσταση, γενικά.

Το «The Rise of Skywalker» ή πιο σύντομα, το «Επεισόδιο 9» κλείνει οριστικά και αμετάκλητα μια ολόκληρη εποχή για το franchise, το οποίο με τη σειρά του έχει ήδη αρχίσει να ξεδιπλώνεται προς την επόμενη. Στο περιθώριο των τριών τριλογιών άλλωστε, των άμεσα συνδεδεμένων με την οικογένεια Σκαϊγουόκερ, έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται spin off ιστορίες από αυτόν τον μακρινό γαλαξία τόσο σε επίπεδο ταινιών (Rogue One, Solo) όσο και σε επίπεδο τηλεοπτικών σειρών (The Mandalorian). Το «The Rise of Skywalker» είναι, με άλλα λόγια, η τελευταία ταινία του Star Wars έτσι όπως το γνωρίζαμε κυρίαρχα μέχρι τώρα. Μέχρι ένα σημείο, απόλυτα λογικά: ο γαλαξίας αυτός είναι ένα τεράστιο μέρος και είναι κρίμα να μένει ανεξερεύνητος. Ορθώς, οδεύουμε στην περεταίρω εξερεύνησή του και μέσω αυτής, σε νέες ιστορίες, σε νέα διακυβεύματα.

Όμως αυτό ακριβώς το φινάλε μιας ολόκληρης εποχής που συνοδεύει το «The Rise of Skywalker», θα έπρεπε να σηματοδοτεί και έναν λόγο μαζικής συσπείρωσης του κοινού του franchise. Η λογική θα έλεγε πως η κυκλοφορία του «Επεισοδίου 9» θα συνοδευόταν από ένα μείγμα μαζικής μελαγχολίας και μεγάλης γιορτής. Μελαγχολίας γιατί το Star Wars αλλάζει για πάντα και για τελευταία φορά θα το βλέπαμε με την παραδοσιακή του μορφή. Γιορτής για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Και όμως, η Disney κατάφερε να τα κάνει τόσο σαλάτα με το «The Last Jedi» (δηλαδή το 8ο επεισόδιο) που διχασμένοι οι οπαδοί περίμεναν στη γωνία το «Επεισόδιο 9»: αν αυτό επιχειρούσε να διορθώσει τα κακώς κείμενα του προκατόχου του θα τα άκουγε από εκείνους που γούσταραν την αλλαγή ύφους του τελευταίου, αν από την άλλη συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο θα έβρισκε μπροστά του τους haters του «The Last Jedi». Lose-lose situation με άλλα λόγια.

Μέσα σε αυτό το τοξικό κλίμα, η πρεμιέρα του «The Rise of Skywalker» έγινε κάτω από τόνους επιφυλακτικότητας. Ο Τζέι Τζέι Άμπραμς, που επέστρεψε στην σκηνοθετική καρέκλα μετά το «Επεισόδιο 7», είναι ένας σκηνοθέτης με πολύ λιγότερο ενδιαφέρον από τον Ράιαν Τζόνσον του «The Last Jedi». Αλλά με τη σειρά του, ο τελευταίος φάνηκε πολύ λίγος να ανταποκριθεί στις συνθήκες μετάβασης από τις ανεξάρτητες ταινίες είδους σε ένα μεγάλο blockbuster: underground αριστουργήματα όπως το «Brick» και το «Looper» αναδεικνύουν ένα δημιουργικό ταλέντο από χρυσάφι αλλά όταν έχεις ενδιαφέρουσες ιδέες και πας να συνεργαστείς με την Disney μάλλον πρέπει να διακατέχεσαι και από μια ακόμα ικανότητα: να μπορείς να ισορροπείς ανάμεσα στην «άποψη» και τη «μαζική διασκέδαση». Και ο Τζέι Τζέι Άμπραμς μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη σκηνοθετική άποψη αλλά από «μαζική διασκέδαση» ξέρει πολύ καλά.

Αυτό δεν σημαίνει πως το «The Rise of Skywalker», που σε γενικές γραμμές είναι ένας αληθινός θρίαμβος του franchise και μια ταινία που αποτελεί εξέχων μέλος της μυθολογίας, είναι μια ρηχή ταινία. Και τούτο διότι, μέσα στην τεράστια αφέλειά του και την παιδική του αισθητική, το Star Wars είναι δομικά μπολιασμένο με μια σειρά προβληματισμών που αρκεί απλά το ξεδίπλωμά τους για να μην έχουμε «ρηχές ταινίες». Το Star Wars είναι καταρχάς η ιστορία της σύγκρουσης ανάμεσα σε μια μεγάλη δύναμη αυταρχισμού και υποδούλωσης (την Αυτοκρατορία και τις διάφορες εκδοχές της) και μια φωτεινή δύναμη απελευθέρωσης (την Αντίσταση). Και αν, παρά τα 42 χρόνια ύπαρξης του Star Wars, ακόμα δεν έχουν διευκρινιστεί οι διαφορές σε επίπεδο πολιτεύματος ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, το δίπολο υποδούλωσης και ελευθερίας που βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του παραμυθιού το κάνει μια σχετικά πολιτική αλληγορία.

Το δεύτερο δομικό στοιχείο του Star Wars που το απομακρύνει από την ρηχότητα είναι η διάθεσή του να σχετικοποιήσει τα όρια ανάμεσα στο Καλό και το Κακό (τους Τζεντάι και τους Σιθ, την Δύναμη και τη Σκοτεινή Πλευρά) που φαινομενικά έχουν χωριστεί μαζί με τα προαναφερθέντα στρατόπεδα. Από το σοκαριστικό plot twist του ανυπέρβλητου «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» και έπειτα, το κοινό των Star Wars εκπαιδεύτηκε στην αντίληψη πως το Καλό και το Κακό είναι σχετικά, πως όλοι μέσα μας κουβαλάμε λιγάκι και από τα δυο και το πραγματικό ερώτημα είναι ποια μεριά μας θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης των αντιτιθέμενων δυνάμεων.

Τι θέλουμε να πούμε με όλα αυτά; Πολύ απλά πως τα βαθύτερα στοιχεία πίσω από το μεγάλο blocbuster θέαμα, που μας κάνουν να δακρύζουμε, να ανατριχιάζουμε, να αγωνιούμε, να θέλουμε να χειροκροτήσουμε στα Star Wars εμπεριέχονται στην καρδιά του franchise και το γουστάρουμε ακριβώς για αυτό: να τι δεν κατάλαβε ο Ράιαν Τζόνσον. Ο Άμπραμς το ξέρει πολύ καλά και έτσι, στο «The Rise of Skywalker» όλα αυτά τα στοιχεία τα αγκαλιάζει με στοργή, τα επεκτείνει με ευλάβεια, προσθέτει και τον κρίσιμο παράγοντα της δράσης και των επικών μονομαχιών και το μείγμα του φυσάει.

Μπορεί κανείς να φέρει μια δικαιολογημένη αντίρρηση για μια μεγάλη αποκάλυψη που χαρακτηρίζει την πλοκή του «The Rise of Skywalker». Όμως -αν μας ρωτάτε- οι επιμέρους σεναριακές ευστοχίες και αστοχίες δεν αρκούν για να υπερκεράσουν το γεγονός ότι το «Επεισόδιο 9» καταφέρνει να είναι στο σύνολό του μια αποθέωση της φιλοσοφίας του Star Wars. Καταρχήν, μέσα από το σύγχρονο δίπολο Καλού-Κακού (ή Δύναμης-Σκοτεινής Πλευράς ή Τζεντάι-Σιθ) που προσωποποιείται αφενός στην Ρέι, το γενναίο κορίτσι χωρίς ρίζες, και τον Κάιλο Ρεν ή (κατά μια εκδοχή του εαυτού του, που ο ίδιος μισεί και έχει απορρίψει) Μπεν Σόλο.

Η χημεία ανάμεσά τους είναι τόσο θαυμαστή που κάνει τον κεντρικό σκελετό του «The Rise of Skywalker» (δηλαδή την ιστορία της σύγκρουσής τους) να εξελίσσεται με απολαυστικούς και γοργούς ρυθμούς. Και η χημεία αυτή δεν έχει να κάνει (μόνο) με τις ερμηνείες των δυο ηθοποιών αλλά κατά βάση με το σεναριακό γράψιμο που θριαμβευτικά καλύπτει την αδικαιολόγητα χαμένη ευκαιρία που πέταξε στα σκουπίδια με αυτούς τους δυο χαρακτήρες το «The Last Jedi».

Εκείνη και εκείνος, ψυχικά τραυματισμένα και εγκαταλελειμμένα παιδιά που ψάχνουν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο, παιδιά που νιώθουν πως αυτά που τους χωρίζουν είναι τόσο βαθιά που μπορεί να αποβούν μοιραία δολοφονικά αλλά και πως αυτά που τους ενώνουν είναι τόσο σημαντικά που μπορούν να είναι δυνάμει ερωτικά, παιδιά που ψάχνουν να βρουν τη θέση τους σε αυτό τον κόσμο, παιδιά που φοβούνται να αμφισβητούν τις βεβαιότητές τους αλλά τελικά το κάνουν, δυο πολεμιστές που σε ισόποσες δόσεις συγκρούονται και ταυτόχρονα, προσπαθούν να έρθουν κοντά: η κοινή ιστορία της Ρέι και του Μπεν είναι η καρδιά του «The Rise of Skywalker» και παράγει επικότητα και συγκίνηση ξανά και ξανά.

Το δεύτερο στοιχείο που κάνει το «The Rise of Skywalker» μια πέρα για πέρα συγκινητική ταινία και -ας το ξαναπούμε- ένα υπέροχο δείγμα Star Wars κουλτούρας, είναι ο τρόπος που επιμένει να παρουσιάζει την εσωτερική ζωή της Αντίστασης. Απαλλαγμένη από την οπτική της στρατιωτικής πειθαρχίας (που βλέπουμε σε άλλες ταινίες του franchise), η Αντίσταση, προσωποποιημένη κατά βάση στους δευτερεύοντες αλλά τόσο γαμάτους χαρακτήρες (σε αυτή την ταινία…) του Πο Ντάμερον και του Φιν (και του bromance που σταδιακά χτίζουν), είναι μια μεγάλη συλλογικοποίηση ανθρώπων που απολαμβάνει ακριβώς το γεγονός ότι είναι συλλογικοποίηση.

Και ακριβώς αυτή είναι η μεγάλη νίκη της Αντίστασης σε σχέση με τους ανθρώπους της υπό επανασυγκρότησης Αυτοκρατορίας – και τούτο ανεξάρτητα από την όποια κατάληψη της αμιγώς στρατιωτικής τους αντιπαράθεσης: στον αντίποδα των εσωτερικών συγκρούσεων και των πισώπλατων μαχαιρωμάτων που επικρατεί στο αντίπαλο στρατόπεδο, η Αντίσταση είναι μια μάζα ανθρώπων απαλλαγμένη από τακτικισμούς. Η βαθιά ζεστασιά του «μαζί» που βγάζει η αποτύπωσή της στο «The Rise of Skywalker», η χαρά του αγώνα για τον ίδιο τον αγώνα που απορρέει από τις πράξεις αυτής της ρομαντικής συνομοταξίας, σε κάνει να ταυτίζεσαι τόσο συγκινητικά μαζί της που εν τέλει, θυμάσαι τους αληθινούς λόγους που αγάπησες κάποτε το στρατόπεδο των Τζεντάι πριν καν κλείσεις τα δέκα σου χρόνια.

Αν σε όλα αυτά προστεθεί η άψογα αποτυπωμένη δράση και οι ισόποσες πινελιές ελαφρότητας και σκοτεινών, ενήλικων στιγμών, δεν θέλει και πολύ: η γενιά των millenials δεν κατάφερε να βρει το δικό της «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» αλλά μέσα από το «The Rise of Skywalker», βρήκε το δικό της «Η Επιστροφή των Τζεντάι». Και όταν οι παθιασμένες, οπαδικές κόντρες αναφορικά με το «Επεισόδιο 9» καταλαγιάσουν, αυτό θα γίνει κατανοητό και η αξία της τελευταία παραδοσιακής Star Wars ταινίας, πριν το άνοιγμα του γαλαξία σε νέους πλανήτες, θα θεωρηθεί αναντίρρητη.