«The Northman»: Επικό, αιματοβαμμένο, άνισο…

0

800 μ.Χ.. Η βάρβαρη εποχή των Βίκινγκ είναι στο απώγειό της, η εποχή των σκανδιναβικών βασιλείων και των πολεμοχαρών πολεμιστών, ένας κόσμος δύσκολος ακόμα και για τους βασιλιάδες και τους πρίγκιπες, ένας κόσμος που οι άντρες επικυρώνουν την ταυτότητά τους πέφτοντας στα τέσσερα και γαυγίζοντας σαν σκυλιά προκειμένου να ενσωματώσουν το πνεύμα της άγριας φύσης και οι γυναίκες ζουν υπό την σκιά των συζύγων τους με μοναδικό πεπρωμένο να γεννήσουν τους γιους τους. Σε αυτόν τον κόσμο οι πολεμιστές δεν φοβούνται τον θάνατο και δεν σέβονται τη ζωή. Όχι για λόγους γενναιότητας ή απανθρωπιάς, μα γιατί η μετάβαση στον άλλο κόσμο είναι δεδομένη μέσα από τις πύλες της Βαλχάλα.

Σε αυτό το σκηνικό στήνει την τελευταία του ταινία ο Ρόμπερτ Έγκερς: το «The Northman» μπορεί να είναι η απομάκρυνση του σκηνοθέτη από το είδος του horror που τον καθιέρωσε στις δυο πρώτες ταινίες του αλλά υπό μια άλλη έννοια είναι ο ολοκληρωτικός εναγκαλισμός του με ένα άλλο μεγάλο πάθος του, αυτό της μυθολογίας, που άλλωστε τίμησε και με το παραπάνω στα δυο προηγούμενα φιλμ του. To «The Witch» άλλωστε με το οποίο ο Έγκερς συστήθηκε στο κινηματογραφικό κοινό (και το οποίο παραμένει η καλύτερη ταινία του…) είχε ως υπότιτλο να συνοδεύει τον τίτλο του την φράση «A New-England Folktale» ενώ, όπως είχαμε επισημάνει και στο παρελθόν, το «The Lighthouse», πέρα από την πληθώρα αναφορών σε κλασικούς μύθους, ήταν στημένο «ως ένας τρομακτικό λαϊκός μύθο, ως ένα σκοτεινό παραμύθι βγαλμένο από τις παραδόσεις και τις αφηγήσεις της αμερικάνικης, εργατικής επαρχίας».

Στο «The Northman» τη σκυτάλη παίρνει η σκανδιναβική μυθολογία και το πάθος του Έγκερς να οπτικοποιήσει με κινηματογραφικούς όρους την πιο βαθιά ουσία της μυθολογία αυτού του τύπου προσδίδει στη νέα του δημιουργία μια σειρά εντυπωσιακών προτερημάτων: ο συνδυασμός arthouse αισθητικής και epic fantasy είναι αληθινά εντυπωσιακός, ορισμένες σκηνές μάχης δε αποτελούν αισθητικά επιτεύγματα, σκηνές αληθινής ανθολογίας. Όμως υπάρχουν και ορισμένες αδυναμίες στην προσπάθεια του Έγκερς που δεν αφήνουν το «The Northman» να απογειωθεί και να πάρει θέση δίπλα σε αληθινά ιστορικές δημιουργίες του είδους όπως το «Κόναν, ο Βάρβαρος» ή το «Excalibur» αν και είχε όλα τα φόντα για κάτι τέτοιο. Και αυτό οφείλεται σε μια πολύ συγκεκριμένη σεναριακή επιλογή του Έγκερς, που προσδίδει ανισότητα στην ταινία του.

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, το «The Northman» είναι η επί της οθόνης μεταφορά του μύθου του Ισλανδού πρίγκηπα Αμλεδ, που είδε τον πατέρα του να δολοφονείται από τον ίδιο του τον αδερφό, ο οποίος έκλεψε το βασίλειο «έκλεψε» τη γυναίκα του βασιλιά και μητέρα του Άμλεδ. Ο μικρός πρίγκηπας αυτοεξορίζεται ενώ άπαντες τον θεωρούν νεκρό, ορκίζεται εκδίκηση και πολλά χρόνια αργότερα, όντας πλέον ένας δυναμικός και αμείλικτος πολεμιστής, επιστρέφει για να την πάρει έχοντας τη βοήθεια μιας νεαρής μάγισσας που βρίσκεται στο πλάι του.

Αυτός ο σκανδιναβικός μύθος είναι που ενέπνευσε και τον Σέξπιρ να δημιουργήσει τον κλασσικό Άμλετ. Μόνο που σε αντίθεση με τον (Δανό στην εκδοχή του Σέξπιρ) πρίγκιπα, η πρώιμη ισλανδική εκδοχή του δεν εμπεριέχει κανέναν από τους σεξπιρικούς, φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Είναι μια αγνή ιστορία αιμοτοκυλίσματος και εκδίκησης γεμάτη από τις θρησκευτικές δεισιδεμονίες του καιρού. Ως εκ τούτου, μια ιστορία γεμάτη από χαρακτήρες που λειτουργούν περισσότερο ως αρχέτυπα που εμπλουτίζουν το συνολικότερο περιβάλλον του μύθου, πολύ μακριά από τους περίπλοκους χαρακτήρες του Σέξπιρ και το βάθος τους. Ο Έγκερς γοητεύεται από την αρχική, «στεγνή» εκδοχή αυτής της ιστορίας και από το πρώτο λεπτό την στήνει με αυτόν τον τρόπο – και το κάνει υπέροχα.

Ωστόσο δεν στηρίζει αυτή την αφετηριακή του επιλογή μέχρι τέλους. Αποφασίζει τελικά να εμπλουτίσει τον βάρβαρο, απόλυτα εκδικητικής υφής μύθο με προβληματισμούς που -με βάση το αρχικό στήσιμο πάντα- δεν του αναλογούν και έχουν να κάνουν με τις αντιθέσεις της μοίρας και της επιλογής, του πεπρωμένου και της ελεύθερης βούλησης και τους ανθρώπινους προβληματισμούς που ξεπηδούν αυτονόητα σε ένα αληθινό μυαλό εκείνης της εποχής. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα επιλογή αν συμβάδιζε με την εσωτερική συνοχή και το ύφος της ιστορίας.

Το «The Northman» θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τα «Κόναν, ο Βάρβαρος» και το «Excalibur» με διαφορετικό τρόπο το καθένα. Σε επίπεδο βασικού στόρι φέρνει στο πρώτο. Σε επίπεδο ύφους, στο δεύτερο. Δεν καταφέρνει όμως να είναι κάτι ισάξιο ούτε του ένα ούτε του άλλου, διότι του λείπει ο αποφασισμένος προσανατολισμός. Στον «Κόναν, ο Βάρβαρος» για παράδειγμα (αν και αισθητικά είναι αληθινό B-Movie σε σχέση με το «The Northman»), ο Τζον Μίλιους κοιτάζει με δέος τους χαρακτήρες του και αυτό αναδεικνύει μια πέρα για πέρα ψυχωμένη ιστορία. Στο «Excalibur» από την άλλη, ο Τζον Μπούρμαν δεν αγαπάει τους χαρακτήρες αλλά τον μύθο και έτσι, τους συμπεριφέρεται με κυνισμό και εργαλειακότητα για να αναδείξει την άπειρη σκοτεινιά του τελευταίου.

Ο Έγκερς δεν κάνει ούτε ακριβώς το πρώτο ούτε ακριβώς το δεύτερο, αλλά κάτι ενδιάμεσο: όταν τελικά αποφασίζει να μεταλλάξει τον ήρωά του από αρχέτυπο που βρίσκεται στην υπηρεσία μιας μυθολογικής γιγάντωσης σε αληθινό άνθρωπο που έχει να διαχειριστεί αληθινά διακυβεύματα είναι ήδη αργά. Δεν πείθει και εν τέλει η προσπάθειά του λειτουργεί αυτο-υπονομευτικά. Εν τέλει, παρά το άπειρο δέος που σε γεμίζουν οι εικόνες που φτιάχνει το αποτέλεσμα σε αφήνει με το «αχ» μιας μεγάλης χαμένης ευκαιρίας…