Η Maggie Gyllenhaal στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα σε ταινία μεγάλου μήκους αποφασίζει να ασχοληθεί με ένα θέμα που δεν έχουμε συνηθίσει να απεικονίζεται στη μεγάλη οθόνη, ειδικά από χολιγουντιανές ταινίες, τη μητρότητα. Όχι όμως την υστερικά τέλεια ή την σατανική εκδοχή της μητρότητας που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε! Στην πραγματικότητα η Gyllenhaal, μέσα από το «The Lost Daughter», απαντάει σε μια απόλυτα λογική ερώτηση που όλοι φοβόμαστε να κάνουμε: «Είναι αλήθεια τόσο ευχάριστη η μητρότητα για τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν;».
Η ιστορία της Leda (Olivia Colman), μιας 48χρονης καθηγήτριας από την Αμερική εξελίσσεται σε ένα μοναχικό νησί της Ελλάδας, όπου επέλεξε να πάει μόνη της διακοπές. Η ίδια φαίνεται να απολαμβάνει ιδιαίτερα τη μοναξιά της, σύντομα όμως τη διαταράσσει μια ελληνοαμερικάνικη οικογένεια με πολλά παιδιά, που φέρεται σαν να της ανήκει το νησί. Η Leda είναι μια γυναίκα μορφωμένη, ανεξάρτητη, ευγενής αλλά όχι παραχωρητική, που δεν φοβάται να συγκρουστεί ή να δείξει ενοχλημένη και να θέσει τα όρια της σε έναν κόσμο που μαθαίνει στις γυναίκες να κινούνται ανάμεσα στα όρια που άλλοι έχουν θέσει για αυτές. Εκ πρώτης όψεως δεν έχει τίποτα κοινό με κανέναν από αυτή τη λαϊκή οικογένεια, παρόλα αυτά τη βλέπουμε να δένεται βαθιά με τη νεαρή μητέρα Nina (Dakota Johnson) σχεδόν αμέσως, σε εκείνη βλέπει τον εαυτό της όταν και η ίδια προσπαθούσε να μεγαλώσει ουσιαστικά μόνη της τα παιδιά της, κι ας ήταν σε άλλη εποχή, κι ας αναπτύσσονται οι ιστορίες τους σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα. Οι δυο γυναίκες μοιράζονται σιωπηλά μια τεράστια αλήθεια: η μητρότητα τις πνίγει. Αν και η Leda φαίνεται να έχει αποδεχτεί αυτή την αλήθεια, δεν έχει καταφέρει ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, να ξεφορτωθεί τις τύψεις της που «απέτυχε» να μπει στο καλούπι που η κοινωνία ορίζει ως προορισμό για τις γυναίκες.
Η ταινία δεν κουράζει με λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή των δύο γυναικών προτού αυτές γίνουν μητέρες. Δεν ψάχνει τρόπο να τις δικαιολογήσει, για τη θεωρητικά, «επιλογή τους», ούτε μας φέρνει αντιμέτωπους με ακραίες αδιέξοδες καταστάσεις που τις ανάγκασε να κάνουν πράγματα που δεν ήθελαν γιατί τις περισσότερες φορές οι επιταγές της πατριαρχίας δεν κάνουν τόσο θόρυβο. Η ταινία αποτυπώνει πιστά το βάρος της μητρότητας, γυμνό από ρομαντικές αφηγήσεις. Ένα βάρος που συνθλιβεί τον πατέρα όταν ο ίδιος προσπαθεί να το σηκώσει μόνος και ως συνήθως καταλήγει να μεταθέτει την ευθύνη σε μια άλλη γυναίκα. Ο τρόπος της Gyllenhaal να θίγει πτυχές της γυναικείας πραγματικότητας χωρίς να τις τραβάει από τα μαλλιά είναι αριστουργηματικός. Ο φόβος, οι ενοχές, η επιθετικότητα, ο ερωτισμός είναι όλα εκεί, αλλά παρουσιάζονται στην ταινία με μια απίστευτη λεπτότητα, δημιουργώντας έτσι ολοκληρωμένους γυναικείους χαρακτήρες που σπανίως βλέπουμε. Επιπλέον, η δημιουργός δείχνει να μην ενδιαφέρεται καθόλου για το αν θα συμπαθήσουμε ή όχι τις πρωταγωνίστριες της, δεν καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια να τις κάνει αρεστές.
Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία της ταινίας θυμίζουν περισσότερο ευρωπαϊκό κινηματογράφο ως προς την αισθητική τους. Καταπληκτικές ερμηνείες και από τις τρεις γυναίκες Olivia Colman, Dakota Johnson και τη Jessie Buckley που ενσαρκώνει τη νεαρή Leda αλλά και από τον Ed Harris που καταφέρνει να κάνει τον ρόλο του να φανεί σημαντικότερος από ότι πραγματικά είναι.
Στο σύμπαν της Maggie Gyllenhaal οι γυναίκες φαίνεται να έχουν μια ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ τους, να μοιράζονται πολλά περισσότερα από αυτά που τις χωρίζουν, στο τέλος της ημέρας τις ενώνει με μια κραυγή. Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας η δημιουργός μας κλείνει το μάτι συνωμοτικά και μας ρωτάει: «Έχουν όντως αλλάξει τόσο πολύ τα πράγματα για τις γυναίκες;». Μπορεί λοιπόν η ταινία να μην είναι για όλους, αλλά όσες/οι την καταλάβουν σίγουρα θα εκτιμήσουν το φρέσκο σινεμά της Gyllenhaal και είτε συμφωνούν είτε όχι με την οπτική της, θα θέλουν κι άλλο! Να θυμάστε πως όταν μιλάμε για γυναικεία ματιά, εννοούμε ακριβώς αυτό.