«The Lighthouse»: Κάτι σαράβαλες καρδιές…

Από τη μία, ένας μονόχνοτος και στριμμένος φαροφύλακας. Κουτσός για αδιευκρίνιστους λόγους, γερασμένος μέσα στην σκληρή δουλειά και τη μοναξιά. Από την άλλη, ένας ψαρωμένος νεαρός που έρχεται ως βοηθός στον φάρο που φροντίζει ο πρώτος. Ντροπαλός μπροστά στον νέο προϊστάμενό του, υπάκουος, υπομονετικός και εργατικός αλλά ξεκάθαρα πληγωμένος από το δικό του δύσκολο παρελθόν – μιλάμε για εργάτες στα τέλη του 19ου αιώνα: η κακουχία είναι συνώνυμο της ζωής τους.

Οι δυο άντρες κουβαλάνε μεταξύ τους ομοιότητες που δύσκολα μπορούν οι ίδιοι να κατανοήσουν αλλά είναι οφθαλμοφανείς στο κοινό που τους παρακολουθεί. Η κοινή τους ταξική καταβολή, που τους ωθεί να ιεραρχούν με την ίδια ένταση το ζήτημα της επιβίωσης, είναι μια από αυτές. Μια άλλη είναι -φυσικά- το φύλο τους, που αναπόφευκτα διαμορφώνει ανάμεσά τους έναν κοινό κώδικα αναφορικά με τις έννοιες της τιμής και της ιεραρχίας (και ας είναι ταυτόχρονα, ο βασικός λόγος σύγκρουσής τους αυτός ο κώδικας). Και βεβαίως, υπάρχει και η κοινή ελπίδα τους πως καλύτερες μέρες θα έρθουν αλλά και ένα παρόμοια βασανισμένο παρελθόν που έχει κάνει σαράβαλες τις καρδιές τους.

Οι ρόλοι ανάμεσά τους μοιάζουν αρχικά ξεκάθαροι και ακλόνητοι: σε αυτόν τον άχαρο και μίζερο βράχο που η μοίρα τους έφερε να συνυπάρξουν, ο παλιός είναι το αφεντικό και η πειθαρχία στην ιεραρχία είναι βασικό προαπαιτούμενο για να βγει η σκληρή δουλειά. Όμως, όσο οι μέρες περνούν τα πράγματα μπερδεύονται. Η αμοιβαία αντιπάθεια θα γίνει κάτι σαν φιλία πριν μετατραπεί εκ νέου σε μίσος, η αυστηρή ιεραρχία θα πάει περίπατο και σε πολλές περιπτώσεις θα αναποδογυρίσει εμφατικά, η πειθαρχία θα ηττηθεί από την δίψα για αλκοόλ και μεθύσι, η straight ψυχοσύνθεση των δυο ηρώων θα αμφισβητηθεί καθώς ένας ερωτισμός υποβόσκει που και που ανάμεσά τους.

Σε αυτό το horror σκηνικό που στήνει ο Ρομπέρ Έγκερς, τέσσερα χρόνια μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στο genre με το «The Witch», η διαρκής διαδικασία δόμησης και στη συνέχεια αποδόμησης των ταυτοτήτων που συσσωρεύονται σε αυτό το αρχετυπικό ανδρικό δίπολο, είναι η βασική αφετηρία κίνησης της δράσης και ως εκ τούτου παραγωγής τρόμου. Είτε το δει κανείς εντελώς ρηχά -σε πρώτο επίπεδο, το «The Lighthouse» είναι μια ταινία τρόμου που έχει να κάνει με το πόσο τρομακτικό είναι να βρίσκεται σε ένα έρημο νησί με μοναδική παρέα κάποιον που δεν αντέχεις…- είτε το κοιτάξει μέσα από το πρίσμα έμφυλου σχολιασμού που ξεκάθαρα θέλει να κάνει ο Έγκερς -επεκτείνοντας την θεματική του «The Witch» και πηγαίνοντας από το ζήτημα της γυναικείας καταπίεσης σε αυτό της αντρικής ταυτότητας- είναι αυτή ακριβώς η αστάθεια σε επίπεδο ρόλων που διακατέχει τους δυο ήρωες, που κάνει το ασπρόμαυρο σκηνικό αυτής της ταινίας να είναι τρομακτικό.

Δυστυχώς ωστόσο, ο Έγκερς αδυνατεί να φτάσει το εύρημά του μέχρι τα άκρα, μέχρι τις δυνάμει δυνατότητές του, κάτι που είχε καταφέρει και με το παραπάνω με το «The Witch». Και αυτό, διότι σε αντίθεση με την ταινία-ντεμπούτο του 36χρονου σκηνοθέτη, η οποία έπαιζε μαζί μας με τόσο σαδισμό που από ένα σημείο και μετά ο θεατής έχανε τα αυγά και τα πασχάλια, εδώ δεν γίνεται ο θεατής το υποχείριο του τρόμου αλλά οι ίδιοι οι χαρακτήρες της ταινίας (και ο θεατής απλά ένας σαδιστής παρατηρητής). Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια αποστασιοποίηση από τον πυρήνα της δράσης, αποτέλεσμα ίσως του θεατρικού στησίματος πολλών διαλόγων και εν γένει πολλών σκηνών, που δεν καθιστά ικανό το να πιάσει η ταινία τον θεατή από τα μούτρα και να τον εισάγει στην ατμόσφαιρά της – και κάπως έτσι, ο τρόμος αδυνατίζει…

Η διαπίστωση είναι σκληρή για τον Έγκερς: η διάκριση ανάμεσα σε μια mindfuck ταινία και μια ταινία που αφορά χαρακτήρες σε mindfuck φάση, μπορεί να παράξει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Ο Έγκερς εδώ θέλει ξεκάθαρα να πετύχει το πρώτο (όπως το πέτυχε και στο άψογο ντεμπούτο του) αλλά εν τέλει, προκύπτει το δεύτερο. Και παρά τα αναρίθμητα θετικά του σεναρίου του, της σκηνοθεσίας του και των δυο ερμηνειών, αυτή ακριβώς η αδυναμία του να προσεγγίσει εκ νέου τις ισορροπίες του ντεμπούτου του, κάνει το «The Lighthouse» να είναι μια χαμένη ευκαιρία για κάτι πολύ πιο σημαντικό.

Είναι φυσικά, ένα φιλμ τρόμου με πολλά προτερήματα, δεν το συζητάμε. Το πιο ελκυστικό εξ’ αυτών είναι πως ο Έγκερς επιχειρεί να παρουσιάσει την ιστορία του ως ένα τρομακτικό λαϊκό μύθο, ως ένα σκοτεινό παραμύθι βγαλμένο από τις παραδόσεις και τις αφηγήσεις της αμερικάνικης, εργατικής επαρχίας: «Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν απομονωμένο βράχο, ζούσαν μόνοι τους δυο άντρες…». Αυτός είναι και ο λόγος που αν και η ταινία βρίθει συμβόλων και συμβολισμών -από τον φαλλικό Φάρο που δεσπόζει ανάμεσα στην αντιπαλότητα των δυο ανδρών μέχρι τις αναφορές στο μύθο του Πρωτέα και του Προμηθέα- αυτά δεν λειτουργούν ως μοχλοί της πλοκής αλλά ως στοιχεία δόμησης περιβάλλοντος: και εύκολα νιώθουμε ότι είμαστε σε ένα περιβάλλον μυθικό και ως εκ τούτου, συμβολικό.

Προφανέστατα, ο Έγκερς σε μεγάλο βαθμό εμπνέεται εδώ και από τον Κιούμπρικ. Ίσως και από τον Λιντς και τον Πολάνσκι σε πολλές στιγμές (γενικά, είναι αρμονικό κολάζ επιρροών το «The Lighthouse») αλλά κατά βάση από τον Κιούμπρικ. Προφανέστατα: όταν πας να κάνεις horror με επίκεντρο της πλοκής σου την καθημερινότητα δυο απομονωμένων φυλάκων ενός απομονωμένου μέρους, είναι αδύνατο να μην επηρεαστείς από την «Λάμψη». Και ένας από τους λόγους για να εκτιμά κανείς το «The Lighthouse» είναι πως η επιρροή από το αριστούργημα του Κιούμπρικ είναι τόσο εγκεφαλική και διακριτική, που μόνο όσοι έχουν καεί με την «Λάμψη» θα καταλάβουν το πόσο μεγάλο χώρο καταλαμβάνει η φιλοσοφία της σε αυτό το ασπρόμαυρο horror – ξεκάθαρα, ο Έγκερς έχει καεί μαζί της.

Κρίμα που παρά τα τόσα προτερήματά της, η δεύτερη ταινία του Έγκερς αφήνει ανεξερεύνητα τα όριά της. Το είπαμε και πριν: μάλλον η αποστασιοποίηση του θεατρικού στιλ της οδηγεί σε αρνητικά και όχι σε θετικά μονοπάτια. Από την άλλη, δεν πειράζει ακριβώς: το «The Lighthouse» μπορεί να χάνει σε mindfuck κλίμακα εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού του αλλά έτσι, «διαβάζεις» πιο ψύχραιμα το σκοτάδι στις καρδιές των δυο τύπων που παίζουν στην ταινία. Ίσως μειώνεται ο τρόμος αλλά αυξάνεται η συγκίνηση μπροστά σε αυτές τις δυο τσακισμένες αρρενωπότητες…