Η τελευταία ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε ήταν όλα όσα περιμέναμε και ακόμα παραπάνω.
Η κάμερα περιηγείται μέσα από ένα αργόσυρτο μονόπλανο στις αίθουσες ενός γηροκομείου για να καταλήξει σε έναν γερασμένο τύπο. Ο καταβεβλημένος από τα γηρατειά τύπος θα ξεκινήσει σύντομα να αφηγείται την ιστορία του. Σχεδόν αμέσως συνειδητοποιείς ότι βλέπεις μια ταινία του Σκορσέζε στο είδος που ο ίδιος ανέδειξε και αποτελεί πλέον πρότυπο για τους υπόλοιπους δημιουργούς που θέλουν να καταπιαστούν με αυτό. Το «The Irishman» θα μπορούσε να είναι η τελευταία ταινία μιας τριλογίας που ξεκίνησε με τα έτερα μαφιόζικα διαμάντια του Ιταλοαμερικάνου σκηνοθέτη, «Goodfellas» και «Casino». Άλλωστε, η χρήση του ίδιου καστ και η χαρακτηριστική αφήγηση του δημιουργού τους παραπέμπει προς τα εκεί. Εδώ όμως υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Από την αρχή ως το τέλος των συνολικά 210 λεπτών που διαρκεί η ταινία, υπάρχει μια διάχυτη νοσταλγία. Όχι η επιβεβλημένη νοσταλγία που χαρακτηρίζει πλέον την εποχή της σύγχρονης ποπ κουλτούρας, αλλά μια νοσταλγία που πηγάζει από τον κεντρικό χαρακτήρα. Ναι, βλέπουμε μια ταινία του Σκορσέζε με soundtrack από κλασσικά rock n’ roll κομμάτια, μαύρο χιούμορ και απότομα ξεσπάσματα βίας αλλά ταυτόχρονα βιώνουμε μία αίσθηση ενός επερχόμενου τέλους, μιας τελεσίδικης κατάστασης που δεν έχει γυρισμό.
Ο Σκορσέζε τον τελευταίο καιρό αποτέλεσε το κεντρικό πρόσωπο μιας διαμάχης που ξέσπασε στον καλλιτεχνικό χώρο, εξαιτίας των δηλώσεων του για τις ταινίες της Marvel, λέγοντας πως είναι περισσότερο θεματικά πάρκα παρά αληθινό σινεμά. Κατά περίεργη σύμπτωση, ο ίδιος φρόντισε να συγκεντρώσει τους δικούς του «Εκδικητές», μαζεύοντας σε μια ταινία τους βετεράνους ηθοποιούς του είδους. Robert De Niro, Al Pacino, Joe Pesci, Harvey Keitel έχουν αποτυπώθει στις μνήμες μας ως οι ιδανικοί ενσαρκωτές των ανθρώπων του οργανωμένου εγκλήματος και ο Σκορσέζε τους βάζει όλους μαζί σε ένα γκαγνκστερικό έπος, το οποίο αποτελεί το αμάλγαμα της φιλμογραφίας του, συνδυάζοντας άψογα όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της γενιάς του. Το «The Irishman» έχει όλα τα συστατικά των «Goodfellas» και «Casino», τους γοητευτικούς αντιήρωες – καθάρματα, την φιλική αλλά και την απίστευτα τρομακτική πλευρά τους. Όμως εδώ τους εμπλουτίζει με τις υπαρξιακές ανησυχίες του όπως στο «Silence», κάνοντας σίγουρα όχι την καλύτερη του αλλά ίσως την πιο ώριμη και προσωπική ταινία του.
Το «The Irishman» βασίστηκε στο βιβλίο του Charles Brandt, «I Heard you Paint Houses», το οποίο αφηγείται την ιστορία του Frank Sheeran, ενός επαγγελματία εκτελεστή της μαφίας και στενού συνεργάτη του πιο διάσημου συνδικαλιστή στις ΗΠΑ, του Jimmy Hoffa. Γινόμαστε μάρτυρες της πορείας του από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην τυχαία γνωριμία του με έναν από τους αρχηγούς της μαφίας της Πενσυλβάνια, Russell Bufalino και από εκεί στην άνοδο του στον υπόκοσμο, μία άνοδο γεμάτη από ίντριγκα, συνωμοσίες και πολλές δολοφονίες.
Ο Robert De Niro έπειτα από πολύ καιρό επιστρέφει με μία ερμηνεία αντάξια του ονόματός του. Χωρίς να πιάσει τα επίπεδα των «Ταξιτζή», «King of Comedy» και των παλιότερων επιτυχιών του, δίνει μια μεστή ερμηνεία, αποτυπώνοντας στο πρόσωπό του την περίπλοκη ψυχοσύνθεση του Sheeran, ενός ανθρώπου που εκτελούσε δίχως δισταγμό αλλά ταυτόχρονα ήταν ακέραιος και πιστός στους κανόνες του κόσμου που υπηρετούσε. Ο Frank Sheeran είναι ο τύπος που θες να έχεις δίπλα σου όταν έχεις πρόβλημα αλλά και ένας άνθρωπος συναισθηματικά ανάπηρος, μία τραγική φιγούρα σε έναν βρώμικο κόσμο.
Την παράσταση όμως κλέβουν με ευκολία τα άλλα δύο κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας. Ο Al Pacino είναι εκρηκτικός ως Jimmy Hoffa, θυμίζοντας μας τις παλαιότερες μεγαλειώδεις ερμηνείες του και θα είναι άδικο να μην έχει μία υποψηφιότητα στα φετινά Όσκαρ. Ο Joe Pesci από την άλλη αποτελεί την ήρεμη δύναμη της ταινίας, ενσαρκώνοντας ιδανικά τον Russell Bufelino, έναν σοφό, μετρημένο και υπόγεια απειλητικό αφεντικό της μαφίας, σε αντίθεση με τους φωνακλάδικους ρόλους του στα «Goodfellas» και «Casino». Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο από ηθοποιούς αυτού του βεληνεκούς αλλά παρακολουθώντας τους όλους μαζί, δεν είναι εύκολο να συγκρατήσεις τον θαυμασμό σου.
Το «The Irishman» χωρίζεται σε τρία κομμάτια. Το πρώτο είναι η εισαγωγή του κόσμου κατά τα σκορσεζικά πρότυπα των «Goodfellas» και «Casino». Η αφήγηση αποτελείται κυρίως από flashbacks, τα οποία εξιστορούν την πορεία του Sheeran και μέσα από τα μάτια του ξεδιπλώνεται ο κόσμος της μαφίας και οι χαρακτήρες που είναι μέρος του. Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στην προσωπική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του Sheeran και του Hoffa και κυρίως στην έντονη προσωπικότητα του δεύτερου με τους De Niro και Pacino να επιδίδονται σε απολαυστικές σκηνές αυτοσχεδιασμού, υπενθυμίζοντας μας την υπέροχη αίσθηση να βλέπεις αυτά τα δύο μεγαθήρια να μοιράζονται τις ίδιες σκηνές. Το τρίτο μέρος αποτελεί την ουσία της ιστορίας που είχε στο μυαλό του o Σκορσέζε, καταλήγοντας σε ένα υπαρξιακό δράμα, γεμάτο ενοχές, μετάνοια και μία αίσθηση ενός αναπόφευκτου τέλους, μία ελεγεία πάνω στο πέρασμα του χρόνου. Αν στις παλιότερες ταινίες του ο Σκορσέζε έκανε την δικιά του αντιπρόταση στο μαφιόζικο σινεμά που έχει καθιερώσει ο Νονός, εδώ αποτίει έναν φόρο τιμής στο αριστούργημα του Κόπολα, ειδικά στον Νονό 2 και αγκαλιάζει την κληρονομιά που έχει αφήσει ο καλλιτεχνικός ανταγωνιστής του.
Αν μπορούσαμε να προσάψουμε κάτι αρνητικό στο τελευταίο πόνημα του Σκορσέζε, αυτό θα ήταν η χρήση των εφέ αντιγήρανσης που στην αρχή προκαλούν μία αποξένωση και η ντοκιμαντερίστικη αισθητική σε κάποια σημεία του δεύτερου μέρους που σε αποσπά από την κεντρική αφήγηση. Και στις δύο περιπτώσεις βέβαια μιλάμε για πταίσματα που επ’ ουδενί δεν χαλάνε την συνολική αξία του έργου. Ο Σκορσέζε παραδίδει ένα έπος τρεισήμισι ωρών και καθ’ όλη την διάρκειά του δεν αφήνει λεπτό να πάει χαμένο. Τo The Irishman έχει κερδίσει επάξια την θέση του στις ταινίες της χρονιάς και άλλη μία στα μεγάλα γκανγκστερικά έπη όλων των εποχών.