«Sorry to Bother You»: Ο φιλμικός δυναμίτης του Μπουτς Ρίλεϊ είναι ένας «ακτιβισμός υπό μορφή ταινίας»

Τον Ιανουάριο του 2018, στα πλαίσια του διάσημου κινηματογραφικού φεστιβάλ «Sundance», ντεμπούταρε μια ταινία που δεν περίμενε άνθρωπος την άφιξη της, δεν είχε διαφημιστεί ούτε στο ελάχιστο και θα στοιχημάτιζε κανείς πως είναι καταδικασμένη να χαθεί απαρατήρητη μέσα στον πληθωρισμό των δεκάδων ταινιών που κάνουν πρεμιέρα στα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Παρά την έλλειψη φήμης και hype ωστόσο, το «Sorry to Bother You» υπήρξε μια πραγματική αποκάλυψη: οι ανταποκριτές και οι κριτικοί έμειναν εκστασιασμένοι με την πάρτη του, το κοινό του «Sundance» μίλησε για μια ταινία-σοκ, από το πουθενά το σκηνοθετικό ντεμπούτο του (ράπερ κατά τα άλλα) Μπουτς Ρίλεϊ απέκτησε ένα φανατικό κοινό. Πολλοί μίλησαν για μια αληθινά επαναστατική ταινία, η ταξική οπτική της οποίας έσπαγε κόκαλα. Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά review για αυτό, το «Sorry tο Bother You» χαρακτηρίστηκε «ένας ριζοσπαστικός ακτιβισμός υπό μορφή ταινίας».

Φυσικά, το να προκαλεί ενθουσιασμό στα μεγάλα, διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ μια ταινία με ταξική οπτική των πραγμάτων δεν είναι και κάτι ιδιαιτέρως πρωτότυπο. Για την ακρίβεια, πολλές φορές είναι και κομματάκι ενοχλητικοί οι όροι με τους οποίους τα φεστιβάλ αντιλαμβάνονται τις δημιουργίες με τέτοιου τύπου περιεχόμενα, διότι έχουν την τάση να διακατέχονται από μια αστική και ταυτόχρονα, προοδευτική συμπάθεια απέναντι στην εργατική τάξη. Ανάλογη είναι (τις περισσότερες φορές) και η αφήγηση των ταινιών που στα πλαίσια των μεγάλων κινηματογραφικών φεστιβάλ προκαλούν ντόρο με άξονα το «ταξικό περιεχόμενό» τους. Αν σε ενδιαφέρει η αποτύπωση της ταξικής πάλης στον κινηματογράφο, κράτα μικρό καλάθι όταν ακούς περί φεστιβαλικών θαυμασμών: το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για ταινίες που παρουσιάζουν με ιδιαιτέρως μοιρολατρικό και μίζερο τρόπο την εργατική τάξη και επιδιώκουν να προκαλέσουν συμπάθεια για αυτή μέσα από την λύπηση. Όχι όμως το «Sorry to Bother You»: αυτή η δημιουργία υπήρξε μια τρανταχτή, αυθάδικη εξαίρεση.

Και αν το «Sorry to Bother You», ακριβώς μετά τη φασαρία που προκάλεσε στο «Sundance», πάτωσε εμπορικά κατά την προβολή της στα σινεμά παγκοσμίως και -σε αντιδιαστολή με την αρχική, φεστιβαλική υποδοχή της- πέρασε σχετικά απαρατήρητη (να φανταστεί κανείς πως στην Ελλάδα δεν πήρε καν διανομή), η σταδιακή της ανακάλυψη μέσα από το ίντερνετ και η ολοένα και πιο αυξανόμενη φήμη της στους underground και εναλλακτικούς κινηματογραφικούς κύκλους, την μετουσιώνει σταδιακά σε επίπεδο πρόσληψης και αποδοχής στην τέλεια κινηματογραφική αντανάκλαση των σύγχρονων όρων με τους οποίους διεξάγεται η ταξική πάλη. Αυθάδικο, απείρως διασκεδαστικό, τρομακτικά αυτοσαρκαστικό (μεγάλο προσόν ο αυτοσαρκασμός στις πολιτικές ταινίες), απαλλαγμένο από όλα τα αυτοαναφορικά κουσούρια που κουβαλάει το λεγόμενο «στρατευμένο σινεμά» αλλά ταυτόχρονα, ουσιωδώς στρατευμένο και συμπεριληπτικό ως προς την αφήγησή του, το «Sorry to Bother You» είναι ένας αληθινός ταξικός δυναμίτης.

Το στόρι πάει κάπως έτσι: ο πρωταγωνιστής είναι ένας μαύρος άντρας ονόματι Κας, ο οποίος είναι μονίμως προβληματισμένος αναφορικά με την «θέση του σε αυτόν τον κόσμο». Άφραγκος, αναγκασμένος να ζει στο γκαράζ του θείου του και να κάνει αδιάφορες δουλειές της πλάκας από εδώ και από εκεί, διακατέχεται διαρκώς από μια υπαρξιακή αγωνία: θα κάνω άραγε τίποτα πραγματικά ενδιαφέρον στη ζωή μου ή για πάντα θα με απασχολεί το πως θα βγάλω τον μήνα; Ο Κας θα πιάσει δουλειά στο τηλεφωνικό κέντρο μιας telemarketing εταιρίας. Βαριεστημένος αναγκάζεται κάθε μέρα να την βγάζει στο μίζερο περιβάλλον ενός αληθινού εργασιακού κάτεργου, να παίρνει μηχανικά τηλέφωνα επίδοξους πελάτες και αφού τους ζητάει «συγγνώμη για την ενόχληση» να τους πλασάρει βαρετά και αδιάφορα προϊόντα. Και παρά το γεγονός πως πλέον έχει έναν μισθό, αυτή η βαρετή ρουτίνα ενισχύει όλο και περισσότερο τις υπαρξιακές του αγωνίες.

Ο Κας ωστόσο αποδεικνύεται μεγάλο ταλέντο όσον αφορά τις πωλήσεις. Τελειοποιώντας μια προσωπική δυνατότητα που δεν ήξερε ότι έχει, να κάνει τη φωνή του δηλαδή να ακούγεται «λευκή» με αποτέλεσμα όχι απλά να μην του το κλείνουν στη μάπα οι επίδοξοι (λευκοί) μεσοαστοί πελάτες του αλλά να τους πείθει πως είναι «ένας από αυτούς» (στην πιο χαρακτηριστική από τις πολλές σουρεαλιστικές στροφές της πλοκής), ο Κας βλέπει την προοπτική της ταξικής ανέλιξης να ανοίγεται μπροστά του. Σύντομα έχει την δυνατότητα να ξεφύγει από το μαζικό τηλεφωνικό κάτεργο όπου στριμώχνεται κάθε μέρα, να ανέβει στην ιεραρχία της εταιρείας, να παίξει μπάλα σε άλλα επίπεδα όσον αφορά το μάρκετινγκ, να γίνει στέλεχος. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Κας εξιτάρεται αντί να καταθλίβεται από την καθημερινότητά του, γουστάρει με την προοπτική της κοινωνικής αναρρίχησης. Όμως ταυτόχρονα με τον ατομικό δρόμο που ανοίγεται μπροστά του, μια παράλληλη διαδικασία ξεκινάει μέσα στην εταιρία: οι συνάδελφοί του φτιάχνουν ένα κλαδικό σωματείο, συγκρούονται με την διοίκηση, διεκδικούν μέσω συνεχόμενων απεργιών αυξήσεις και καλύτερες συνθήκες. Ο Κας καταλήγει διχασμένος: από την μια, συναισθηματικά συμπάσχει με τους συναδέλφους του και συμφωνεί με τα δίκαια αιτήματά τους και από την άλλη, βλέπει επιτέλους την προοπτική να ξεφύγει από την εργατική του μιζέρια να ανοίγεται μπροστά του. Δυστυχώς για τον Κας, μέσος δρόμος δεν υπάρχει: ή θα διαλέξει τον καριερισμό ή θα αγωνιστεί με τους συναδέλφους του. Και η μια πιθανότητα συγκρούεται αδιάλλακτα με την άλλη.

Το δίλημμα του Κας είναι το συναισθηματικό επίκεντρο της ταινίας, η βασική κινητήριος δύναμη ολόκληρης της πλοκής αλλά επί της ουσίας, η μεγάλη δυναμική της είναι το σουρεαλιστικό και παράδοξα επίκαιρο δυστοπικό σύμπαν που στήνει ο δημιουργός της. Στο φόντο όλων των τεκταινόμενων συνυπάρχουν:

-μια εταιρία που έχει επιβάλλει μια νέα μορφή εργασίας, σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι δεν αμείβονται με μισθό αλλά με την δυνατότητα να ζουν σε μαζικούς θαλάμους μέσα στις εγκαταστάσεις της και να τρώνε τσάμπα.

-μια επαναστατική, συνωμοτική οργάνωση με το όνομα «Αριστερό Μάτι» που έχει ανοίξει ακτιβιστικό πόλεμο στην παραπάνω εταιρία.

-ένα τηλεπαιχνίδι υψηλής ακροαματικότητας όπου οι συμμετέχοντες προσφέρονται να φάνε άγριο ξύλο μπροστά στην κάμερα και στη συνέχεια να τους πετάξουν σε ένα κουβά με σκατά προκειμένου να πάρουν ένα χρηματικό έπαθλο.

-η δυνατότητα των μαύρων καριεριστών να μιλάνε με «λευκές φωνές» (όπως προαναφέρθηκε) ως προϋπόθεση καριέρας.

-κάτι ανθρωπόμορφα άλογα (!) που αποτελούν τον τέλειο σύγχρονο εργαζόμενο (μιλάμε για τρελές και παλαβές καταστάσεις).

Ο Μπουτς Ρίλεϊ γνωρίζει πολύ καλά πως η δόμηση ενός σύμπαντος με τους δικούς του εσωτερικούς κανόνες είναι αναγκαία προκειμένου η πλοκή να εξελίσσεται μέσα σε ένα ταιριαστό για αυτήν περιβάλλον και αποδεικνύεται τεράστιος μάστορας ως προς αυτό: εξόφθαλμα επηρεασμένος από το σουρεαλιστικό ύφος του Τέρι Γκίλιαμ (και κυρίως, από το δυστοπικό «Brazil») και λίγο πιο υπόγεια από την κοινωνική οπτική του Μισέλ Γκοντρί (και κυρίως, από την διακριτική κοινωνική ματιά του «Η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού»), ο Ρίλεϊ συνδυάζει με θαυμαστό τρόπο όλα τα στοιχεία που θέλει να έχει το σύμπαν του προκειμένου να «συμπρωταγωνιστεί» αποτελεσματικά, χωρίς ποτέ να καπελώνει την βασική πλοκή. Μετά τη μουσική του πορεία με τους «The Coup» (που έχουν μεγάλο σεβασμό από τους οπαδούς του hip hop) και με το καταπληκτικό πρότζεκτ «Street Sweeper Social Club» που «έτρεχε» για ένα φεγγάρι με τον Τομ Μορέλο, ο Μπουτς Ρίλεϊ δείχνει μέσα από το σκηνοθετικό του ντεμπούτο πως έχει τα φόντα να εξελιχθεί στο πολύ σύντομο μέλλον σε έναν αψεγάδιαστο πολιτικό σκηνοθέτη.

Πάνω από όλα όμως, το «Sorry to Bother You», χωρίς να εμπεριέχει μεγαλοστομίες και ύφος προκήρυξης, αποτελεί την υπενθύμιση μιας αντίληψης που τρομακτικά μεγάλες μερίδες των αντικαπιταλιστικών κύκλων μοιάζουν να έχουν ξεχάσει εδώ και καιρό (ή -ακόμα χειρότερα- μιας αντίληψης που δεν υπήρξε ποτέ τμήμα των παραδόσεών τους). Κόντρα σε μια κακογερασμένη αφήγηση αναφορικά με την ταξική πάλη που θέλει την ενεργή συμμετοχή στην τελευταία να αποτελεί κάτι σαν ιερό καθήκον και να κουβαλάει ως προϋπόθεση τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση, το «Sorry to Bother You» έρχεται για να θυμίσει πως η διαδικασία της κοινωνικής απελευθέρωσης και όλα αυτά αποτελούν δυο διαφορετικούς κόσμους. Πως η συλλογικοποίηση και η αλληλεγγύη δεν προϋποθέτουν καμία «στέρηση», καμία «θυσία», καμία «αίσθηση καθήκοντος», παρά μόνο όρεξη, χαρά, δίψα για συνύπαρξη.

Πως ο αγώνας για έναν άλλο κόσμο κουβαλάει στο εσωτερικό του τα στοιχεία του μέλλοντος που επιδιώκει και αυτό είναι από μόνο του κίνητρο για να συμμετάσχεις σε αυτόν. Πως η άρνηση του ατομικού δρόμου δεν είναι κάποιο μεταφυσικό είδος άρνησης της ευτυχίας, πως δεν αρνούμαστε τους καριερισμούς και την εξατομίκευση επειδή το λέει κάποια κομμουνιστική θρησκεία αλλά διότι ακριβώς δεν αποτελούν δρόμο προς την ευτυχία, δεν συμβάλουν στην αυτοπραγμάτωση.

Για να το πούμε απλά: το «Sorry to Bother You» αποδομεί την κουλτούρα μιας ταξικής πάλης που τσαλαβουτάει στη μιζέρια, την ηττοπάθεια και τη θυματοποίηση. Αυτό θα σου πει η ταινία του Μπουτς Ρίλεϊ, ανώνυμε αναγνώστη αυτού του κειμένου και υποψήφιου θεατή του «Sorry to Bother You»: αν η συμμετοχή σου στην οργανωμένη ταξική πάλη έρχεται σετ με ένα αίσθημα θυσίας, ασ’ το καλύτερα. Θα πρέπει να αλλάξει είτε η ίδια η μορφή της ταξικής πάλης είτε η οπτική σου ως προς αυτή (είτε -καθόλου απίθανο- και τα δύο). Αν πάλι κάθε μικρή στιγμή αντίστασης παρέα με άλλους απλούς και καθημερινούς τυπάκους όπως εσύ είναι λόγος συναισθηματικής πληρότητας, καλωσόρισες στην πιο όμορφη ιστορία της Ιστορίας: αυτή της αλλαγής του κόσμου.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Galopar.