Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του νέου Halloween ταξιδεύουμε 10+ χρόνια πριν για να κάνουμε μια ακόμη ανασκόπηση στην εκδοχή του Rob Zombie που αν μη τι άλλο οι εντυπώσεις που άφησε στον κόσμο ήταν ανάμικτες, με κάποιους να βρίσκουν ευφυέστατη την προσέγγιση του σκηνοθέτη και άλλοι να λένε ότι ουσιαστικά χάλασε την όλη μαγεία και οτιδήποτε άλλο θέλει κανείς να φανταστεί.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους και ας προσπαθήσουμε να θέσουμε κάποια ερωτήματα που οι απαντήσεις σε αυτά ίσως βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα το εγχείρημα του Rob Zombie.
1. To remake or not to remake
Η λέξη “remake” και μόνο στο άκουσμα της προκαλεί μια σειρά από συναισθηματικές αντιδράσεις. Εξάλλου δεν είναι λίγες οι φορές και ειδικά τα τελευταία χρόνια που ακούσαμε τη συγκεκριμένη λέξη, έστω και για μία αγαπημένη μας ταινία. Με το remake να αποτελεί μονόδρομο τα τελευταία χρόνια για τα περισσότερα studios (στην προσπάθεια τους να αναβιώσουν παλιές δόξες), δε θα έλειπε η κριτική ως προς την παραγωγικότητα της σημερινής εποχής. Όμως το remake δεν είναι κάτι καινούργιο για τον κόσμο του κινηματογράφου. Από τις απαρχές του κιόλας υπήρξαν ταινίες που μετά από κάποια χρόνια γινόντουσαν remakes, με τους λόγους να ποικίλουν. Κάποιες ταινίες ήταν σαν σύλληψη φοβερές άλλα δεν είχαν το σωστό σενάριο, κάποιες άλλες είχαν και τα 2 παραπάνω άλλα τα τεχνολογικά μέσα ήταν αρκετά περιορισμένα ώστε να αποδοθεί το όραμα του σκηνοθέτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια κινηματογραφική 10ετία να απέχει τεχνολογικά –και όχι μόνο– αρκετά από την επομένη, δίνοντας έτσι την ευκαιρία να αναδειχθούν πράγματα που πριν δεν ήταν εφικτά.
Με τα χρόνια να περνάνε, το remake απέκτησε περισσότερους λόγους ύπαρξης (εκτός του αρμέγματος) και ένας από αυτούς ήταν να δει η νέα γενιά το «παλιό».
Πάμε λοιπόν σε ένα από τα πιο κλασικά horror franchise των 80’s, με το πρώτο βέβαια να βγαίνει το ’78: John Carpenter’s Halloween. Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή: τα αγνά δολοφονικά ένστικτα του Michael Myers από τα γεννοφάσκια του και η εν ψυχρώ δολοφονία της αδερφής του στην ηλικία των 6 ετών, τον οδηγούν σε 15 χρόνια εγκλεισμό στο ψυχιατρείο, απ’ όπου δραπετεύει για να συνεχίσει το μακελειό του.
Αυτό που μας παρουσίασε ο John Carpenter παρέα με την Debra Hill που συνυπογράφει σεναριακά, ήταν ένα τρίπτυχο τρόμου, αγωνία και έντασης. Σκηνές με τον Michael να κάθεται απλά ακίνητος και να κοιτάζει μέσα από τα μαύρα κενά της μάσκας του και άλλες να περπατάει αργά και σταθερά καθώς το υποψήφιο θύμα του πασχίζει να γλυτώσει, και όλα αυτά με απότομα ηχητικά εφέ που εκσφενδονίζονται στο ξεκάρφωτο απλά για να σε ταρακουνήσουν λίγο μη και ξεχαστείς. Εξάλλου, εκτός από τα σκηνοθετικά και σεναριακά καθήκοντα, ο Carpenter, όντας μουσικός ο ίδιος, αναλαμβάνει επίσης χρέη ηχητικών εφέ και μουσικής επένδυσης, με το κλασικό Halloween Theme να μένει ανεξίτηλα χαραγμένο στο κεφάλι μας.
Αυτά ήταν τα βασικά συστατικά που μετέτρεψαν τη φθηνή παράγωγη του Halloween σε εμπορική επιτυχία, με το κόστος παραγωγής να ανέρχεται στις $300,000 και το παγκόσμιο κέρδος να φτάνει τα $70 εκατομμύρια. Αυτή λοιπόν η συνταγή οδήγησε σε 7 ακόμα sequels. Mε τη σειρά του ο αγαπητός Rob Zombie γυρίζει δυό ακόμα ταινίες, που δε θα ήταν όμως sequels, αλλά reimagined εκδοχές της αρχικής ιστορίας.
2. Ήταν ο Rob Zombie ο κατάλληλος;
Αυτή είναι μια ερώτηση που παρόλο που η απάντηση της φαντάζει εύκολη, στην πραγματικότητα είναι λίγο πιο περίπλοκη.
Για τον Rob Zombie δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις: Η αγάπη του για το horror από τα παιδικά του χρόνια έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα καλλιτεχνική του θεματολογία. Με μια σύντομη σύνοψη μετράμε τέσσερα albums με τους White Zombie, έξι solo σαν Rob Zombie και εικοσιέναν τίτλους συμπεριλαμβάνοντας short films, video clips, animations κλπ. από την καρέκλα του σκηνοθέτη.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έγινε το 2003 με το House of 1000 Corpses και δύο χρόνια μετά ήρθε το Sequel The Devil’s Rejects. Δύο ταινίες που μπορεί να μην ήταν σκηνοθετικά κατορθώματα, με πολλές σκηνοθετικές και σεναριακες αδυναμίες (ειδικά στο πρώτο), έδειξαν εξαρχής ότι ο Rob Zombie είχε ένα ξεχωριστό όραμα που απλώς περίμενε να βρει τα πατήματά του.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Rob Zombie αναλαμβάνει χρέη σκηνοθέτη, παραγωγού και κατά μια έννοια συγγραφέα για το Halloween του John Carpenter.
Εδώ λοιπόν ξεκινάει η περιπλοκότητα της απάντησης στο ερώτημα της σκηνοθετικής και οχι μόνο καταλληλότητας. Το ότι το Halloween πίσω στο 1978 ήταν μια φθηνή παραγωγή χωρίς πολλά-πολλά, με ένα σενάριο σχετικά απλοϊκό (βλ. μανιακός δολοφόνος σκοτώνει και όλα οκ), δε σημαίνει ότι δεν είχε όραμα ο Carpenter. Αν μη τι άλλο ήταν μια ταινία αρκετά προσεγμένη και σωστά μελετημένη στη κάθε λεπτομέρειά της, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στο classic horror και δημιουργώντας νέα τάση που πολλοί ακολούθησαν αργότερα. Μιλάμε εξάλλου για την εποχή της επανεφεύρεσης του horror, με τους Carpenter και Craven να δίνουν ρεσιτάλ. Έτσι λοιπόν φτάνουμε σχεδόν 30 χρόνια μετά στην απόπειρα του Rob Zombie, αντιλαμβανόμενοι ότι δεν είναι ένα απλό ταινιάκι που θα πεις «έλα μωρέ δε βαριέσαι». Ο Rob Zombie θέλει διακαώς να αφήσει και αυτός το στίγμα του μέσα από το όραμά του, διαλέγοντας ένα δύσκολο «κομμάτι» αυτή τη φορά.
Με μοναδικό εφόδιο τη συμβουλή του John Carpenter «κάνε την με τον δικό σου τρόπο, είναι δική σου ταινία τώρα, μην ανησυχείς για μένα» ο Rob Zombie παρουσίασε ένα remake καθαρά από τη δική του πλευρά, διατηρώντας σαφώς τη βασική αρτηρία της ιστορίας.
Σε αντίθεση λοιπόν με το Halloween του Carpenter, που επικεντρωνόταν κυρίως στο πώς βιώνει την κατάσταση η Laurie Strode, ο Rob Zombie επιλέγει να μας αφηγηθεί πρωτίστως την ιστορία του Michael Myers: ένα ψυχογράφημα ουσιαστικά, που προσπαθεί να αναλύσει το κίνητρο (εάν υπήρξε) πίσω από τις πράξεις του μικρού Michael. Με αυτό το ψυχογράφημα βλέπουμε πτυχές του χαρακτήρα του που δεν είχαμε ξαναδεί, όπως η σχέση με τη μητέρα του, η αγάπη προς τη μικρή του αδερφή, τα βίαια συναισθήματα, η αποπροσωποποίηση, η αποσύνδεση από την πραγματικότητα, συνθήκες που ουσιαστικά διαμόρφωσαν το προφίλ ενός ψυχοπαθή. Ο Rob Zombie θέτει ερωτήματα ως προς τη φύση του χαρακτήρα, μέσα από διάφορους παράγοντες όπως η ενδοοικογενειακή βία, το σχολικό bullying και η συναισθηματική απουσία, τα οποία συνθέτουν ένα παζλ, με το αποτέλεσμα λίγο-πολύ γνωστό. Με αυτόν τον τρόπο προβληματίζει τον θεατή και ίσως τον φέρνει στη θέση να πει «τι πέρασε αυτός ο μικρούλης, λογικό να γίνει έτσι».
Μήπως αυτό μας απομακρύνει από την ουσία του Michael Myers;
Ο Michael Myers δεν έχει ανάγκη από origin. Αυτό το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει την ψυχωτική του υπόσταση είναι αρκετό για να σε βυθίσει στο τρόμο. Δεν έχεις ανάγκη να ξέρεις γιατί είναι έτσι ή γιατί έγινε έτσι. Η μαγεία του συγκεκριμένου χαρακτήρα είναι ότι δε χρειάζεται τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό που βλέπεις.
Μια ακόμα διαφορετική προσέγγιση, αμελητέα για κάποιους αλλά σημαντική κατά μεγάλο ποσοστό, ήταν το μέγεθος του Michael (δυο μέτρα και βάλε), με αρκετή μερίδα του κοινού να υποστηρίζει δικαιολογημένα ότι αυτή η μόδα με τα γομάρια παραπάει. Η ουσία είναι ότι αυτοί οι χαρακτήρες δε χρειάστηκαν ποτέ το μέγεθος για να είναι τρομακτικοί·, τρομακτική ήταν η παρουσία τους και μόνο –βλ. Leatherface (1974) και Freddy Krueger (1984). Το μόνο μέγεθος που μετρούσε τότε ήταν το μέγεθος του τρόμου που σου παρήγαγαν.
«ο Michael Myers ήταν μια απόκοσμη παγωμένη φιγούρα
που μόνο το αίσθημα ότι σε κοιτάει ήταν πιο τρομακτικό
από οποιαδήποτε Gore εκδοχή»
Επίσης στην δική του εκδοχή ο Rob Zombie κάνει υπέρμετρη χρήση του gore –πολύ gore όμως– και αυτό είναι ένα ακόμα ερώτημα για το αν έχει ανάγκη μια τέτοια ταινία τόσο gore. Η απάντηση εδώ είναι λίγο πιο εύκολη: Όχι, δε χρειάζεται. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο σκοπός της ταινίας ήταν να δημιουργήσει αισθήματα τρόμου, όχι όμως με την έννοια του αν με πιάσει θα με κοπανάει μέχρι να γίνω κιμάς. Το θέμα είναι ότι πραγματικά δεν ήξερες τι θα σου κάνει αν σε πιάσει. Σίγουρα σε έκανε να σκέφτεσαι όλα τα παραπάνω και πολλά περισσότερα, αλλά στη τελική σε έκανε να σκέφτεσαι ότι δε μπορείς να ξεφύγεις, ότι όπου και να πας θα τον βρεις μπροστά σου. Ουσιαστικά δεν υπάρχει τρόπος να μεταπείσεις ή έστω να επικοινωνήσεις με αυτόν τον τύπο που φοράει την παγωμένη λευκή μάσκα με τα κενά μάτια, γιατί πολύ απλά δεν έβγαζε άχνα! Και αυτό το έκανε ακόμα πιο τρομακτικό. Εν κατακλείδι, ο Michael Myers ήταν μια απόκοσμη παγωμένη φιγούρα που μόνο το αίσθημα ότι σε κοιτάει ήταν πιο τρομακτικό από οποιαδήποτε Gore εκδοχή.
Σε αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι η έντονη σύγκριση με το πρωτότυπο Halloween είναι αναπόφευκτη και δημιουργεί ένα κλίμα απαξίωσης στο εγχείρημα του Rob Zombie, που σίγουρα δεν είναι αυτή η πρόθεση. Οπότε μια σύντομη αναδρομή στο ποιος ήταν και είναι ο John Carpenter και πόσο σημαντική είναι η παρουσία του κινηματογραφικά κρίνεται απαραίτητη.
3. John Carpenter
Ο John Carpenter αδιαμφισβήτητα ανήκει στους Masters Of Horror, σε μια γενιά όπου ο κινηματογράφος και το είδος του horror επαναπροσδιορίστηκε και χάραξε μια νέα πορεία, με τεχνικές που μέχρι και σήμερα κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Είχε ξεκάθαρα ένα όραμα και παρόλο που οι ταινίες του στην αρχή θεωρηθήκαν εμπορικές αποτυχίες, σήμερα έχουν καταφέρει να είναι κλασικές και αυτό μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία. Ίσως οι πρωτοποριακές για εκείνη την εποχή τεχνικές να μην έβρισκαν απευθείας την ανταπόκριση που τους άξιζε, διότι κάθε τι νέο δε χωνεύεται εύκολα και θέλει το χρόνο του για να φανεί το αποτύπωμά του.
Τον διέκριναν πολλά ξεχωριστά χαρακτηριστικά στον τρόπο που κινηματογραφούσε. Δύο λεπτά από μια εισαγωγή είναι ικανά για να καταλάβεις ότι επρόκειτο για ταινία του Carpenter. Ανέκαθεν αντισυμβατικός, ακολούθησε ένα πιο πειραματικό ύφος στις ταινίες του, ξεφεύγοντας από τα παραδοσιακά μοτίβα του μέχρι τότε κινηματογράφου. Εξάλλου μια από τις πιο κλασικές δηλώσεις του ήταν ότι αυτό που τον ενδιέφερε εξαρχής ήταν να πει μια ιστορία που την υπηρετούν οι εικόνες, και όχι το αντίθετο.
Ο τρόπος που σκηνοθετούσε εκείνα τα χρόνια ήταν μοναδικός. Πιστός πάντα στην αναμορφική ευρεία κινηματογράφηση με στατικά πλάνα, μινιμαλιστικό φωτισμό και φωτογραφία, που σε συνδυασμό με την αγάπη του για τη μουσική, συνέθεταν μια φοβερή ατμόσφαιρα.
O αντισυμβατικός John Carpenter δεν ένιωσε ποτέ την υποχρέωση να δώσει κάποια εξήγηση για το πώς τελειώνει μια ταινία του, με τρανταχτό παράδειγμα το The Thing, όπου αφήνεται στην προσωπική ερμηνεία του καθένα το τι πραγματικά συνέβη. Αν κανείς ψάχνει για εύκολες απαντήσεις, τόσο στο The Thing όσο και στις υπόλοιπες ταινίες του Carpenter, το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα τις βρει εύκολα.
Ας επιστρέψουμε όμως στην ουσία αυτού του άρθρου, που δεν είναι άλλη από το περίφημο Halloween και ας τονίσουμε δύο ακόμα σημαντικά σημεία που το έκανε τόσο ξεχωριστό. Μια καθοριστική διάφορα λοιπόν είναι η έλλειψη ενός παραδοσιακού soundtrack, που συνήθως συνοδεύει τις ταινίες με κάποιο συμφωνικό υπόβαθρο και τις ακολουθεί μέχρι να πέσουν οι τίτλοι του τέλους. Aντί αυτού ο Carpenter συνέθεσε σε ένα διάστημα τριών ημερών ολόκληρη την μουσική επένδυση της ταινίας, που ουσιαστικά βασίζεται στο Halloween theme. Το χαρακτηριστικό πιανάκι ακούγεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, με κάποιες στιγμές να είναι αργό και υποχθόνιο, ενώ σε κάποιες άλλες να ακούγονται διάσπαρτα τυχαίες νότες του συγκεκριμένου theme. Φυσικά πέρα απο το πιάνο υπάρχει μια πληθώρα ήχων από synthesizer, που έρχονται να δέσουν τέλεια με το δεύτερο σημαντικό σημείο της ταινίας, που έχει να κάνει με το πώς παράγεται η ατμόσφαιρα του τρόμου. Παρότι λοιπόν δε θα εντοπίσουμε το παραδοσιακό jump scare scene – με τον καταχρηστικό τρόπο που το συναντάμε σήμερα τουλάχιστον, θα δούμε ότι η ύπαρξή του στηρίζεται σε αυτούς τους απότομους ήχους, χωρίς όμως να είναι αυτό που πραγματικά δημιουργεί τον τρόμο. Σίγουρα συμβάλλει, αλλά η πραγματική απουσία ήχου και μουσικής σε πολλές σκηνές της ταινίας, είναι αυτή που συνθέτει ένα πιο τρομακτικό περιβάλλον και αποδεικνύει ότι ο ήχος δεν είναι το παν.
Όλα τα προαναφερθέντα αντιπαραβάλλονται με σκηνές απόλυτης ησυχίας, με ένα χέρι που πλησιάζει να ακουμπήσει έναν ώμο και σε κάνει να τρως τα νύχια σου από την αγωνία σου. Κοινώς, η ιστορία που συνοδεύεται τόσο «αρμονικά» από τις εικόνες, σε κάνει να πιστεύεις ότι ακόμα και αν κλείσεις τον ήχο της TV θα τρομάξεις εξίσου. Αυτά είναι από τα πιο βασικά συστατικά που ξεχωρίζουν και χαρακτηρίζουν το καλό horror. Είναι αυτά που μέχρι σήμερα διδάσκουν τι μπορείς να κάνεις ακόμα και με λίγα πράγματα και μικρό budget, αρκεί να έχεις ένα όραμα, μια ιδέα, ένα στόχο και ο John Carpenter είναι ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα για όλα τα παραπάνω.
4. Τι πήγε λάθος;
Στην πραγματικότητα αυτή η ερώτηση μπορεί να θεωρηθεί εντελώς άστοχη και ταυτόχρονα εύστοχη, ανάλογα από ποια πλευρά τίθεται το ερώτημα.
Αν μπούμε στη διαδικασία της σύγκρισης με κριτήριο αυτά που πρεσβεύει το όραμα του Carpenter, αυτόματα το remake θεωρείται αποτυχία και απομακρύνεται από την ουσία.
Γιατί όμως η σύγκριση το καθιστά αυτόματα αποτυχία; Δυο λέξεις δίνουν ξεκάθαρη απάντηση: νοσταλγία και προσδοκία.
Το νοσταλγικό κομμάτι είναι αυτό που σου φέρνει στη μνήμη την πρώτη φορά που είδες την ταινία, κρατώντας το συναίσθημα που σου δημιουργήθηκε. Σε αυτό το σημείο λοιπόν έρχεται το «δέσιμο». Το δέσιμο αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την ταινία, αλλά και με ολόκληρη την εποχή που είδες την ταινία. Αυτό αναπόφευκτα μετά από χρόνια φέρνει νοσταλγία, που με τη σειρά της σε κάνει αυστηρό κριτή σε οποιαδήποτε σύγχρονη προσπάθεια αναβίωσής της. Το συναισθηματικό κομμάτι είναι καταλυτικός παράγοντας και ουσιαστικά είναι αυτός που στο τέλος θα κρίνει πιο αυστηρά απ’ όλους την τύχη μιας ταινίας. «Άστον ρε αδερφέ τον Michael Myers έτσι όπως τον θυμάμαι, μη μου τον χαλάς» είναι μια από τις πιο κλασικές αντιδράσεις που θα ακούσεις από τον κόσμο, ξέροντας όμως ότι δεν είναι του χεριού σου και ότι η βιομηχανία προχωράει, και ο κάθε σκηνοθέτης έχει το δικαίωμα να δοκιμάσει αυτό που αγαπάει, πιθανόν όπως και συ.
Φτάνεις λοιπόν στο σημείο να δεχθείς ότι το remake θα γίνει και εκεί είναι το σημείο που μπαίνει η προσδοκία. Προσεύχεσαι να είναι τίμια προσέγγιση, με το σεβασμό που αρμόζει σε μια τόσο αγαπημένη ταινία και περιμένεις καρτερικά τα πρώτα trailer.
Το πρώτο trailer λοιπόν είναι το trailer του ενθουσιασμού: Ακούς μετά από χρόνια το Halloween Theme και είσαι έτοιμος να νιώσεις την υπέρτατη πώρωση, ξεχνώντας στιγμιαία την οποιαδήποτε καχυποψία και περιμένοντας πώς και πώς την ώρα που θα δεις τον Michael Myers ξανά στη μεγάλη οθόνη. Πιθανόν να μη τον έχεις δει και ποτέ, γιατί είναι και ταινία του ’78, οπότε αυτή η πρώτη φορά στο λευκό πανί δημιουργεί μεγαλύτερο hype. Εφόσον δεις την ταινία, βγαίνοντας από τον κινηματογράφο ξεκινάνε τα πρώτα στάδια της πέψης που λες «ουαου ήταν καλό και o Rob Zombie έδειξε σεβασμό στον θρύλο του Michael Myers χωρίς να απαξιώνει την μυθολογία της ταινίας» και μένεις ικανοποιημένος από αυτό που είδες.
Μετά την πέψη έρχεται η χώνεψη και προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι ήταν πραγματικά καλό, αλλά παρόλα αυτά κάτι δε σε γέμισε όσο θα ήθελες, κάτι πήγε λάθος και αναρωτιέσαι πού είναι το λάθος. Με μια ματιά πίσω στο συγκεκριμένο άρθρο, όμως, γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτή η αστοχία του ερωτήματος. Μιλάμε στην ουσία για δύο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, με εντελώς διαφορετική κινηματογραφική αντίληψη και προσέγγιση, με τον Carpenter να έχει το πλεονέκτημα της σύλληψης και με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά να οδηγεί σε αδιέξοδο η οποιαδήποτε σύγκριση. Συνηθίζουμε να λέμε «τα μήλα με τα μήλα και τα πορτοκάλια με τα πορτοκάλια»: δε μπορούμε να ζητάμε από τον Zombie να γίνει Carpenter, –δε θα μπορούσε εξάλλου, όπως και ο Nolan δεν μπορεί ποτέ να γίνει Burton. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι ατυχής η σύγκριση, εφόσον το Batman δεν ανήκει σε κανέναν από τους δύο, όμως η ουσία παραμένει ίδια: κάθε λίγα χρόνια θα έρχεται κάποιος να αναβιώσει κάτι παλιό και θα προσπαθήσει να το εκμοντερνίσει ή να του δώσει άλλες πτυχές (άλλες φορές επιτυχώς και άλλες όχι). Αλλά ακόμα και σε αυτές που θα υπάρξει επιτυχία (όπως το Dark Knight του Nolan), δεν αναιρείται η ύπαρξη μιας μεγάλης μερίδας κοινού που διαφωνεί και προτιμά να μείνει προσκολλημένο στο παλιό κάλο ταινιάκι, που έχει συνηθίσει και του αρέσει τόσο.
Θα περίμενε κανείς λοιπόν στην ερώτηση «τι πήγε λάθος» να έπαιρνε μια πιο τεχνική απάντηση, τόσο για τον τρόπο που κινηματογραφεί ο Zombie, όσο και για τις σεναριακές του ικανότητες, κάτι για το οποίο (κατά την ταπεινή μου άποψη) δεν υπάρχει κανένας λόγος ανάλυσης γιατί πολύ απλά, τεχνικά και σκηνοθετικά μόνο επιπόλαιος δεν ήταν και έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Η απάντηση ξεδιπλώνεται πιο εύκολα κάτω απο μια πιο συναισθηματική και φιλοσοφική προσέγγιση, και η ευστοχία της κρύβεται στο ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν πήγε λάθος.