«Πρόστιμο»: Το νέο κύμα του ελληνικού crime είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει το εγχώριο σινεμά

0

Το νουάρ του Φωκίωνα Μπόγρη αντλεί επιρροές από το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη αλλά δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα της αντίγραφης. 

Έχουμε μιλήσει για το πόσο καλός είναι ο Γιάννης Οικονομίδης. Για την ακρίβεια δεν είναι από τους καλύτερους Έλληνες σκηνοθέτες εδώ και χρόνια, μόνο για την ποιότητα των ταινιών του. Είναι γιάτι έχει φτιάξει μια σχολή που τόσο έλειπε από το ελληνικό σινεμά. Φυσικα δεν είναι ο πρώτος που καταπιάστηκε με το περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας αλλά είναι σίγουρα αυτός που το έκανε ποπ, με το ξεχωριστό στυλ του να εμφανίζεται σε νεότερες δημιουργίες, όπως στη τρίτη σεζόν του ”Έτερος Εγώ”.

Ένας άξιος απόφοιτος της σχολής Οικονομίδη είναι ο Φωκίων Μπόγρης. Η πρώτη του ταινία θεωρείται η Κάθαρση του 2009, αν και στους underground κύκλους ήταν ήδη γνωστός με την ”Επιστροφή των Καθαρμάτων” και τα ”Ρεμάλια”, δύο ταινίες που έχουν μείνει για τις υπερκάλτ στιγμές τους. Στην Κάθαρση φάνηκε ότι πρόκειται για έναν δημιουργό που θαυμάζει το σινεμά που εισήγαγε το ”Σπιρτόκουτο” και η ”Ψυχή στο Στόμα” αλλά ταυτόχρονα διαθέτει το δικό του ξεχωριστό ύφος. Όπως και ο Οικονομίδης, έτσι και ο Μπόγρης επικεντρώνεται στο λούμπεν στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας και καθόλου τυχαία χρησιμοποιεί το ίδιο καστ, που πλέον έχει ταυτιστεί με αυτό το κινηματογραφικό είδος. Αν η Κάθαρση ήταν μία φιλότιμη αλλά άγουρη προσπάθεια, το Πρόστιμο είναι η εξέλιξη ενός συνειδητοποιημένου δημιουργού, ο οποίος τιμάει τις επιρροές του αλλά την ίδια στιγμή φέρνει την δική του πρόταση στο ελληνικό σινεμά.

Ο Βαγγέλης βγάζει τα λεφτά του ως ντίλερ κάνναβης. Αφού έρχεται σε σύγκρουση με τους ένοικους της πολυκατοικίας του, φεύγει από το σπίτι και προσπαθεί να βρει μία καθημερινή δουλειά, ώστε να ορθοποδήσει. Στο μεταξύ φιλοξενείται σπίτι της αδερφής του, μέσω της οποίας γνωρίζει τον σύντροφό της, έναν μπράβο της νύχτας, και σταδιακά αναπτύσσει σχέση μαζί του, η οποία όμως θα τον οδηγήσει σε βίαιες καταστάσεις.

Η ταινία γνωρίζει το αντικείμενό της, πιάνοντας απόλυτα τον παλμό του ελληνικού περιθωρίου, μέσω των χαρακτήρων και των διαλόγων της. Ο πρωταγωνιστής είναι τέκνο της εποχής των 90ς των μεγάλων clubs και των ξέφρενων πάρτι και βρίσκεται πλέον σε μία ηλικία που θέλει να τα αφήσει πίσω του. Το παρέλθον του και το περιβάλλον του όμως δεν τον αφήνουν να αρχίσει μία φυσιολογική ζωή και έτσι είναι καταδικασμένος να συνεχίσει τον παράνομο βίο του, για να καταφέρει να τα βγάλει πέρα. Αν και πρόκειται για προσωπική ιστορία, οι κοινωνικές συνθήκες υπογραμμίζονται, υπενθυμίζοντας μας πως διαμορφώνουν τις ζωές μας.

Ο κόσμος της νύχτας παρουσιάζεται σε όλες τις εκφάνσεις του. Από την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά των απόκληρων της ελληνικής κοινωνίας εώς τις εξάρσεις τοξικής αρρενωπότητας και ακραίας βιαιότητας. Το Πρόστιμο καταγράφει τον τρόπο λειτουργίας του περιθωρίου, χωρίς ποτέ να πέφτει στην παγίδα του διδακτισμού και ταυτόχρονα βρίσκει χρόνο να αποδομεί την ελληνική οικογένεια και την ματσίλα που διέπει την εγχώρια κουλτούρα.

Ο Βαγγέλης Ευαγγελινός είναι πολύ καλος στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποτελώντας μία πειστική ενσάρκωση του πραγματικού χαρακτήρα που υποδύεται. Αυτός όμως που κλέβει την παράσταση είναι ο Στάθης Σταμουλακάτος. Ηγεμονεύει σχεδόν σε κάθε σκηνή που εμφανίζεται και κατορθώνει να βγάλει τόσο μία τρομακτική φιγούρα όσο και να αυτοπαρωδείται, χωρίς όμως ποτέ να ξεφεύγει από τα όρια. Αν έβγαινε ποτέ ελληνική εκδοχή των Sopranos, σίγουρα θα του άξιζε ο ρόλος του αντίστοιχου Tony Soprano.

Όπως γράψαμε στην αρχή, ο Μπόγρης δεν πέφτει στην παγίδα της αντιγραφής αλλά τιμάει τις επιρροές του, με τις εμφανίσεις των ιερών τεράτων του σινεμά του Οικονομίδη, όπως του  Βαγγέλη Μουρίκη, Βασίλη Μπισμπίκη και φυσικά του ίδιου του Οικονομίδη. Επίσης στους διαλόγους του είναι εμφανείς οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών, σήμα κατατεθέν του Κύπριου σκηνοθέτη, με τα στοιχεία αυτά να λειτουργούν σαν φόρος τιμής περισσότερο, παρά σαν ξεδιάντροπο κλέψιμο.

Η υπέροχη νουάρ αισθητική της ταινίας συμπληρώνεται ιδανικά από το ”μέταλ σκυλάδικο” soundtrack που αποτυπώνει στην εντέλεια την νυχτερινή ζωή των νοτίων προαστίων και δένει απόλυτα με τον τόνο της ταινίας. Οι δόσεις χιούμορ είναι αρκετές και εναρμονίζονται με τις πιο σκοτεινές στιγμές της ταινίας, με κάποιες (λιγοστές) φορές να παρατηρείται μία ανισορροπία μεταξύ τους αλλά ποτέ σε σημείο να υποβαθμίζει το περιεχόμενο.

Με την επιτυχία που σημειώνει η ταινία αυτή τη στιγμή που γράφεται το κείμενο, νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι οι ελληνικές crime ταινίες είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ο ελληνικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Ελπίζουμε οι ταινίες των Μπόγρη και Οικονομίδη να είναι η αρχή για ένα νέο κύμα που να εξερεύνα το ίδιο ευρηματικά τον αφανή κόσμο του περιθωρίου.