Το 1993 ο Στίβεν Σπίλμπεργκ πέτυχε ένα θαύμα. Ενώ η «Λίστα του Σίντλερ» του σόκαρε και συγκινούσε κόσμο και κοσμάκη και εδραιωνόταν για πάντα στις σινεφίλ συνειδήσεις ως η καλύτερη ταινία που φτιάχτηκε ποτέ για το Ολοκαύτωμα, το «Jurassic Park» έσπαγε ταμεία, μια ολόκληρη γενιά μαγευόταν για πάντα από το νησί στο οποίο οι δεινόσαυροι έχουν επανέλθει στη Γη, η μουσική του Τζον Γουίλιαμς χαραζόταν για πάντα στις καρδιές των θεατών και κάπως έτσι, ο «μεγάλος παραμυθάς του Χόλιγουντ» έκανε επίδειξη πολυμορφίας όσον αφορά το ταλέντο του.
30 χρόνια (παρά ένα έτος) μετά, εκείνος ο κινηματογραφικός κόσμος έχει πλέον επεκταθεί κατά πέντε ακόμα ταινίες. Και όμως, αν και κάθε μια από αυτές καταφέρνει να είναι χειρότερη της προηγούμενης και αυτό να αποτελεί κοινή συμφωνία για όλους, μα όλους τους θεατές, το franchise συνεχίζει να επεκτείνεται. Υπό μια έννοια, αυτή η πραγματικότητα μάλλον αναδεικνύει το μέγεθος του κινηματογραφικού επιτεύγματος που συνιστούσε η ταινιάρα του 1993: το όνομά του είναι τόσο βαρύ που όχι απλά τροφοδοτεί ακόμα με συνέχειες ένα δημιουργικά νεκρό franchise αλλά ταυτόχρονα, για αδιευκρίνιστους λόγους, συνεχίζουμε και τις βλέπουμε. Μάλλον διότι ταινία με την ταινία προσδοκούμε πως ίσως ξαναζήσουμε κάτι από τα πρώτα συναισθήματα που μας προκάλεσε το αρχικό φίλμ.
Σε κάθε περίπτωση, το «Jurassic World: Dominion» όχι απλά κρίνεται παντελώς ανίκανο όσον αφορά την αποστολή της προαναφερθείσας αναζοπύρωσης συναισθημάτων αλλά επιβεβαίωνει και τον προαναφερθέντα κανόνα από το σύμπαν του Jurassic Park: κάθε προηγούμενη και καλύτερη, κάθε επόμενη και χειρότερη. Μάλιστα, εδώ φαίνεται πως ακόμα και η προσπάθεια να προκύψει κάτι αξιοπρεπές από αυτή την ιστορία έχει παρατηθεί: το «Jurassic World: Dominion» μοιάζει να είναι συνειδητά ένα μεγάλο πρόσχημα για να ξεζουμιστεί κι άλλο χρηματικά το βαρύ σαν ιστορία όνομα της ταινίας που τα ξεκίνησε όλα.
Η προηγούμενη ταινία, το «Jurassic World: Fallen Kingdom», τελείωσε αφήνοντας μας σε μια συνθήκη κατά την οποία οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να συνυπάρξουν με τους δεινόσαυρους σε ένα κοινό περιβάλλον, μια συνθήκη επικίνδυνη αλλά δυνητικά διαχειρίσιμη. Από εκεί πιάνει το νήμα αυτή η νέα ταινία και μας εισάγει σε μια πραγματικότητα όπου αυτή η παράδοξη συνύπαρξη ανθρώπων και δεινοσαύρων γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης τόσο από λαθρέμπορους – κυνηγούς δεινοσαύρων όσο και από μια μεγάλη (διαβολική) πολυεθνική εταιρία μιας ιδιοφυίας τύπου Στιβ Τζομπς, θέλει να χειριστεί για πάρτη της την πρωτόγνωρη φυσική κατάσταση του πλανήτη προκειμένου να βγάλει λεφτάρες. Φυσικά, τα σχέδια της πρέπει να μπλοκαριστούν.
Μέσα σε αυτό το φόντο μπλέκονται σε μια νέα περιπέτεια οι χαρακτήρες που μας συστήθηκαν στα δυο προηγούμενα φιλμ ως πρωταγωνιστές αυτής της επιμέρους τριλογίας, δηλαδή ο Όουεν του Κρις Πρατ, η Κλερ της Μπράις Ντάλας Χάουαρντ και η υιοθετημένη κόρη τους, Μέισι της Ιζαμπέλα Σέρμον, δηλαδή το κλωνοποιημένο παιδί της κόρης του σερ Μπέντζαμιν Λόκγουντ (υποτιθέμενος πρώην επιχειρηματικός συνεργάτης του Τζον Χάμοντ, του επικεφαλής του αρχικού Jurassic Park, τον οποίο κάποτε υποδυόταν ο Ρίτσαρντ Άτενμπορο).
Ένα από τα πιο δομικά προβλήματα αυτής της ταινίας είναι πως γενικά, δεν έχουμε κάποιο ιδιαίτερο δέσιμο ή ταύτιση με τους συγκεκριμένους χαρακτήρες. Και προφανώς, όταν αυτό δεν έχει γίνει εφικτό στις δυο προηγούμενες ταινίες δεν πρόκειται να αλλάξει ξαφνικά στην τρίτη. Αυτό οι δημιουργοί της φυσικά το ξέρουν και έτσι, για να το καμουφλάρουν κάπως, φέρνουν πίσω το καστ της πρώτης, ιστορικής ταινίας, δηλαδή τον Σαμ Νιλ (ως Άλαν), την Λόρα Ντερν (ως Έλι) και τον Τζεφ Γκόλντμπλουμ ως (ως Ίαν). Οι λόγοι που προκύπτει αυτό το ensemble είναι ελάχιστα δουλεμένοι σεναριακά αλλά αυτό δεν έχει σημασία: η νοσταλγία να πωλείται με το κουτάλι και όλα καλα.
Και επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που έχει βαλθεί να οικειοποιηθεί όλα τα στραβά και τα ανάποδα του σύγχρονου Χόλιγουντ, καλή αυτή η καινούρια παρέα (λέμε τώρα, ίχνος χημείας δεν παίζει ούτε για δείγμα) αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: είναι γεμάτη από λευκά άτομα. Έτσι, μπαίνουν από το παράθυρο άλλοι δυο χαρακτήρες που υπάρχουν με προφανή λόγο να παίζει και κάνας μαύρος στην ταινία: ο Μαμούντου Άθι και η Ντεβάντα Γουάιζ κυριολεκτικά περιφέρονται μέσα στην πλοκή απλά για λόγους πολιτικής ορθότητας και έτσι, η ταινία μας επιβαρύνει με άλλους δυο αδιάφορους και αχρείαστους χαρακτήρες μπουχτίζοντας ακόμα παραπάνω αυτό το κουραστικό πράγμα που βλέπουμε.
Σκηνές δράσης που δεν μένουν μέσα μας ούτε για δέκα δεύτερα μετά τη λήξη τους, μπόλικοι οπτικοί φόροι τιμής στην ταινία του 1992 (σε βαθμό τρομακτικής υπερβολής), δυο-τρία προφανή οικολογικά μηνύματα, ένα σχόλιο περί διάκρισης ανάμεσα στην εμπορευματοποιημένη επιστήμη και τον επιστήμονα που μπορεί να δουλεύει για αυτή αλλά οι αξίες του και τα κίνητρα διαφέρουν παρασάγγας από τους εργοδότες του και έτοιμο το γλυκό. Και παρ΄όλα αυτά, το κλασικό score του Τζον Γουίλιαμς συνεχίζει να εκστασιάζει. Κατόρθωμα.