Mad Max: Fury Road ή Πώς έμαθα να πάψω ν’ ανησυχώ και ν’ αγαπώ την προπαγάνδα

Στο κλίμα του γενικότερου franchise των Mad Max, το Fury Road είναι κι αυτό μια ταινία post-apocalyptic, όπου μετά από πυρηνικό ολοκαύτωμα η ανθρωπότητα έχει πρακτικά καταστρέψει την πλειοψηφία των φυσικών πόρων κι έχει αποδεκατιστεί, έχοντας υποχωρήσει σε ημιπρωτόγονες κοινωνίες και εντελώς πρωτόγονη χρήση τεχνολογιών που περισώθηκαν. Τόσο οι εναπομείναντες πόροι (κυρίως νερό και πετρέλαιο) όσο και η διασωθείσα τεχνολογία είναι τόσο δυσεύρετα, που όποιος τα κατέχει συσσωρεύει τεράστια εξουσία. Εξού και η κοινωνική θέση που κατέχει ο αρχηγός της κοινότητας που είναι στο κέντρο της αφήγησης, ο Immortan Joe.

Το Fury Road είναι μια πανέμορφη ταινία, με εξαιρετική σκηνογραφία και φωτογραφία που θες να τη βάλεις στο πιάτο, να την κόψεις αργά και προσεκτικά με μαχαίρι και να τη φας σε μικρές μπουκίτσες για να κρατήσει περισσότερο. Το καδράρισμά της είναι ανοιχτό με μεγάλο βάθος πεδίου και χρώματα που τραβάνε το μάτι αλλά δεν το κουράζουν. Ειδικά τα κίτρινα της ερήμου και τα νυχτερινά μπλε είναι μια άσκηση στον οπτικό αυνανισμό.

Πέρα από το αισθητικό όμως, κι εδώ ξεκινάει το παραλήρημα, το Fury Road κερδίζει με νοκ άουτ στο περιεχόμενο, όντας μια από τις πιο φεμινιστικές ταινίες που κυκλοφορούν εκεί έξω. Λοιπόν, αρχικά να πούμε πως πρωταγωνιστής, σε αντίθεση με τον τίτλο, δεν είναι ο Μαξ, αλλά η Φουριόζα (υπό αυτήν την έννοια ίσως είναι πιο δόκιμο να μνημονεύεται ως Fury Road και όχι ως Mad Max). Για την ακρίβεια, με όρους αφήγησης η πρωταγωνίστρια είναι η Φουριόζα, αλλά με όρους περιεχομένου είναι οι 5 γυναίκες του Τζο που διεκδικούν να ξεφύγουν από την καταπίεσή του. Ακολουθούν στοιχεία του σεναρίου, συνεπώς περιέχονται spoilers (εντελώς απενεχοποιημένα εν μέρει γιατί η ταινία δεν βασίζεται σε σεναριακές ανατροπές). Πάμε:

Βρισκόμαστε σε μια κοινότητα, στην ακρόπολη της οποίας ζει και βασιλεύει ο Immortan Joe (εξαιρετικό όνομα, αν σκεφτείς πως το «immortan» προκύπτει από τη σύντμηση του Immortal Man, αθάνατος άνδρας δηλαδή). Ο τύπος είναι η κορυφή της πυραμίδας ενός συστήματος κοινωνικής οργάνωσης που μοιάζει με μονοπωλιακό καπιταλισμό. Η μορφή και η δράση του είναι στον πυρήνα τους δικτατορικές, αλλά η ταινία δεν μπαίνει στον κόπο να τον δείξει να κυβερνά με φυσική καταστολή, και καλώς μιας και αυτά που δείχνει (π.χ. να «προσφέρει» νερό με ο στανιό στους υπηκόους του – η ποσότητα που δίνει σε σχέση με το πλήθος που το χρειάζεται είναι σχεδόν χιουμοριστικά φτωχή) είναι υπεραρκετά για να περιγράψει μια απολύτως αυταρχική, εξουσιαστική φιγούρα που κάνει κουμάντο χρησιμοποιώντας την εξαθλίωση των άλλων. Ο Immortan Joe έχει φτιάξει ένα ολόκληρο σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο του εξασφαλίζει την αναπαραγωγή των προνομίων του κι έχει έναν προσωπικό στρατό, τον οποίο έχει διαμορφώσει ώστε να λειτουργεί με τη λογική του συλλογικού νου (με την κάκιστη έννοια του όρου) με άτομα που τον λατρεύουν θρησκευτικά και είναι διατεθειμένα να πεθάνουν γι’ αυτόν, διατηρώντας φαντασιώσεις μεταθανάτιας ζωής στη Βαλχάλα. Κάτι μεταξύ φανατικών τζιχαντιστών και καμικάζι. Ταυτόχρονα βέβαια ο Immortan Joe έχει και 5 γυναίκες. Τις 5 πιο υγιείς πιθανώς της κοινότητας, τις οποίες έχει επιλέξει για να κάνουν τα παιδιά του, τα οποία φαίνεται ότι θέλει πολύ να είναι αγόρια. Εδώ ξεκινάει να εισάγεται η πατριαρχία και η συνακόλουθη γυναικεία καταπίεση. Ο Τζο, ο Αθάνατος Άνδρας, ως προσωποποίηση της ιδιοκτησίας, αποτελεί και εκπρόσωπο της τάξης που παράγει την πατριαρχία, χρησιμοποιεί τις γυναίκες ως μηχανές παραγωγής και επιθυμεί την κληροδότηση των μέσων και της εξουσίας του στα αγόρια του.

Εδώ όμως έρχεται η στρατηγός Φουριόζα, γυναίκα κι αυτή, η οποία έχει απαχθεί σε μικρή ηλικία από την οικογένειά της και έχει μετατραπεί σε γενίτσαρο. Αρπάζει τις 5 γυναίκες και επιχειρεί να τις φυγαδεύσει από την κακοποιητική εκμετάλλευση του πατριάρχη, οδηγώντας τις στην απελευθέρωση. Κι έτσι ξεκινάει το ταξίδι του Fury Road. Σύμμαχο σε αυτό το ταξίδι θα βρει τον Μαξ, έναν τύπο, τον οποίο έχουν αιχμάλωτο και τον χρησιμοποιούν ως «αιμόσακο» (blood bag) τα «Παιδιά του Πολέμου» (ο στρατός του Τζο), για να μεταγγίζουν το αίμα του στους ασθενείς οργανισμούς των ίδιων, ο οποίος δραπετεύει. Κυριολεκτικά του ρουφάνε το αίμα, παρασιτούν εις βάρος του, για να επιβιώσουν οι ίδιοι.

Το στήσιμο της ταινίας από την οπτική των χαρακτήρων είναι αριστοτεχνικό. Μιλάμε για το ταξίδι 5 γυναικών προς την απελευθέρωσή τους, το οποίο περιλαμβάνει οτιδήποτε είναι ανθρώπινο. Θυσία, δεύτερες σκέψεις, συμμαχία με μεταμελημένους εχθρούς, απογοήτευση, ματαίωση, αποτυχία, καταστροφή ονείρων. Το σημαντικό όμως, είναι πως οι δύο ηγέτες του καραβανιού απελευθέρωσης, ο Μαξ και η Φουριόζα (προσοχή, ένας άνδρας και μια γυναίκα) σκιαγραφούνται σαν να μην είναι σαν τους υπόλοιπους. Για την ακρίβεια, δίνονται σαν τα υπερεγώ του πνεύματος της απελευθέρωσης. Με αυτήν την έννοια δεν απεικονίζουν μεσσίες, αλλά τον συμβολισμό του ανθρώπου που αρνείται την ταυτότητα του καταπιεσμένου και εξεγείρεται ενάντια στους δυνάστες του. Και γι’ αυτό είναι σημαντικότατη για το περιεχόμενο η μεταξύ τους σχέση.

Ο Μαξ και η Φουριόζα, αν το καλοσκεφτούμε, δεν λειτουργούν ως άνδρας και γυναίκα αντίστοιχα (τεράστιος σεβασμός στην τιτάνα ηθοποιό Σαρλίζ Θερόν, που αν και γυναικάρα καταφέρνει να είναι άφυλη στην ταινία. Αντίστοιχα και για τον Τομ Χάρντι, αλλά η Θερόν δίνει ρεσιτάλ). Αυτοί οι δύο συναντώνται ως τα υπερεγώ εκπροσώπων δύο καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων (στον καπιταλισμό θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η γυναίκα και ο εργάτης που του ρουφάνε το αίμα), οι οποίοι φυσικά έχουν αντιθέσεις, που οδηγούν στις αρχικές τους συγκρούσεις, οι οποίες όμως είναι δευτερεύουσες. Ενώνονται υπό συμμαχία για την καταπολέμηση του κοινού εχθρού, που αποτελεί και τον απέναντι πόλο της κύριας αντίθεσης, τον Τζο. Οι δύο συνεργάζονται, πότε με τον ένα να παίρνει πρωτοβουλίες και πότε με την άλλη, σε μια σχέση που κατά μέσο όρο είναι ισότιμη. Ταυτόχρονα ο άνδρας λειτουργεί σαν σύμμαχος με ίσο μπόι και όχι πατερναλιστικά ως άνδρας καθοδηγητής της γυναικείας χειραφέτησης. Είναι δε άκρως ικανοποιητικό το ότι δεν δομείται φλερτ στην ιστορία τους, όχι επειδή η ταινία υποκρίνεται ότι όντως είναι άφυλοι στη φυσιολογία τους, αλλά επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς περιττό και παραπλανητικό σε σχέση με το διακύβευμα. Πρόκειται για τα υπερεγώ των εξεγερμένων καταπιεσμένων, οι οποίοι αναγνωρίζουν τον κοινό ζυγό που τους διαχωρίζει τεχνητά και συμφιλιώνονται.

Οι εξεγερμένοι εδώ έχουν 2 βασικά στοιχεία. Πρώτον εκτιμούν τη ζωή και δεν προβαίνουν σε ανούσια βία, χωρίς όμως να είναι πασιφιστές. Δεν έχουν καμία διάθεση να σκοτώσουν ή να λειτουργήσουν εξτρεμιστικά, παρά μόνο αν αυτό είναι απαραίτητο για να διαφύγουν του ζυγού τους. Δεύτερον λειτουργούν αμυντικά. Αντιδρούν σε ένα περιβάλλον που τους είναι επιβεβλημένο από πάνω και παρότι έχουν την ελευθερία των επιλογών που τους είναι διαθέσιμες, αυτές έχουν να κάνουν με την αυτοπροστασία τους σε καθεστώς διαρκούς επίθεσης.

Όταν αποφασίζουν να εισβάλουν στην ακρόπολη, αυτό το κάνουν ως τεχνική αντεπίθεσης, που βασικά είναι μια μεθοδολογία άμυνας. Αυτά τα στοιχεία έρχονται σε σύμπνοια με το εξεγερμένο πνεύμα, το οποίο δημιουργείται από σειρές από «όχι», αρνήσεις του υπάρχοντος, τα οποία όμως συνοδεύονται με κάποια «ναι», θετικές προτάσεις για την απελευθέρωση και γι’ αυτό η ταινία κλείνει με μια επανάσταση. Η Φουριόζα κατεβάζει κυριολεκτικά τα μούτρα του Τζο, που τόσο ορθώς είναι ταυτόχρονα οικονομικός ιδιοκτήτης και πατριάρχης, ενσαρκώνοντας το σύνθημα «καμία απελευθέρωση δεν είναι εφικτή στην πατριαρχία». Κατόπιν επιστρέφουν στην ακρόπολη και ακολουθεί αυτό που ονομάζουμε κοινωνικός μετασχηματισμός, όπου το νερό και η χλωρίδα μοιράζεται στον κόσμο. Η υποδοχή τους, όταν παρουσιάζουν το πτώμα του ιδιοκτήτη-πατριάρχη, είναι μεν πανηγυρική, αλλά ο Μαξ και η Φουριόζα δεν μετατρέπονται σε απελευθερωτές που ήρθαν να κάνουν κουμάντο με ανθρώπινους όρους. Μάλλον ενσωματώνονται στο πλήθος, το οποίο πλέον γίνεται πρωταγωνιστής.

Η ταινία ζει στον πιο αγαπημένο γάμο στιλ και ουσίας. Η ομορφιά των πλάνων και των χρωμάτων της, η χέβι μέταλ αισθητική της και το περιεχόμενό της, συστήνουν κάτι που εκούσια ή ακούσια μπορεί να ορίσει αυτό που αποκαλούμε στρατευμένη τέχνη – φυσικά η ίδια η στράτευση δεν μπορεί να είναι ποτέ αυτοσκοπός της τέχνης, ειδικά όταν το κάνει τεχνητά. Συγκεκριμένα το Fury Road διαθέτει έναν συνδυασμό λογικής αφήγησης της πραγματικότητας, συνοδευόμενη από ψυχολογική και συναισθηματική διερεύνηση και τελικά μια πρόταση, προοπτική, άποψη. Πρόκειται για μια ταινία που αφενός είναι στρατευμένη, γιατί το μήνυμα είναι διάχυτα πολιτικό. Αφετέρου είναι τέχνη γιατί έχει σαφή αισθητική άποψη πρόζας και χρησιμοποιεί ως εργαλείο την αφαίρεση, χωρίς να χρειαστεί να σου φτύσει προφορικό, ανάλατο μανιφέστο στα μούτρα, αλλά χρησιμοποιεί γεγονότα και δράσεις που παρουσιάζονται με τρόπο που μιλάνε από μόνα τους.

Και αυτός είναι ο τρόπος που γίνεται το σωστό σινεμά με πολιτικό σχόλιο και θέση, ανεξάρτητα αν έγινε ηθελημένα ή αθέλητα.