«Joker»: Κανείς δεν θέλει «απλά» να δει τον κόσμο να καίγεται…

Σε μια κρίσιμη στροφή της πλοκής του «Dark Knight», σε μια φάση που ο Τζόκερ τα έχει κάνει όλα μπάχαλο στην Γκόθαμ Σίτι, ο Μπάτμαν/Μπρους Γουέιν, απεγνωσμένος από την χαοτική δράση του Τζόκερ, ανήμπορος να αναγνώσει ουσιαστικά κίνητρα στα όσα κάνει ο αντίπαλός του και άρα φοβισμένος από τις εν δυνάμει δυνατότητες αυτού του μανιακού κλόουν, στρέφεται απελπισμένος στον Άλφρεντ και ζητάει τη ψύχραιμη συμβουλή του. Είναι μια στιγμή, που ο Σκοτεινός Ιππότης βλέπει να γίνεται πράξη μια ατάκα που είχε ακούσει κάποτε από τον αρχιμαφιόζο Καρμάιν Φαλκόνε: «Πάντα φοβάσαι αυτό που δεν μπορείς να καταλάβεις». Και εκείνη τη στιγμή ο Μπάτμαν δεν καταλαβαίνει με τίποτα τον Τζόκερ…

Ο Άλφρεντ, νηφάλιος και αποστασιοποιημένος από τον πυρήνα της δράσης όπως πάντα, λέει στον Μπάτμαν μια φράση που για χρόνια έμελλε να αποτελεί την ιδανικότερη εξήγηση για το ποια διάολο είναι η βαθιά ουσία του Τζόκερ: «Κάποιοι άνθρωποι δεν ψάχνουν για τίποτα λογικό, όπως τα λεφτά. Δεν εξαγοράζονται, δεν εκφοβίζονται, δεν λογικεύονται, δεν διαπραγματεύονται. Κάποιοι άνθρωποι θέλουν να δουν απλά τον κόσμο να καίγεται».

Το «Joker» του Τοντ Φίλιπς, η πρώτη υπερηρωική (χωρίς κανένα εισαγωγικό, θα αναφερθούμε αργότερα σε αυτό) ταινία που έκανε τόσο μεγάλη φασαρία στους «σοβαρούς» κινηματογραφικούς κύκλους από την εποχή του «Dark Knight» και μετά, είναι ένα έργο που εξόφθαλμα θέλει να ανοίξει διάλογο με αυτή την ερμηνεία του Άλφρεντ για τον εμβληματικό κλόουν της ποπ κουλτούρας – μην έχει κανείς αμφιβολία: χωρίς το «Dark Knight» δεν θα υπήρχε η ταινία του Φίλιπς. Μέσα στις περίπου δυο ώρες του, το «Joker» ξεδιπλώνει την απάντησή του στον Άλφρεντ: όχι, δεν είναι έτσι. Κανείς, δεν θέλει «απλά» να δει τον κόσμο να καίγεται, κανείς δεν είναι κάτι έτσι «απλά», όχι σε αυτόν τον κόσμο, όχι σε αυτή την κοινωνία, όχι στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, που έτσι κι αλλιώς δανείζονται ως μόνιμο φόντο τους οι κατά τα άλλα fantasy υπερηρωικές ιστορίες.

Κανένα υπερηρωικό σύμπαν δεν είναι πιο ταιριαστό από το ευρύτερο σύμπαν του Μπάτμαν προκειμένου να εισαχθεί αυτή η τοποθέτηση σε αυτό το είδος μυθολογίας. Κανένα άλλο σκηνικό από αυτό της Γκόθαμ Σίτι, όπως το ξέρουμε εδώ και δεκαετίες, δεν θα μπορούσε να είναι ιδανικότερο για να αρθούν με αποφασιστικό τρόπο οι μανιχαϊστικοί διαχωρισμοί περί Καλού και Κακού που έρχονται σετ με την υπερηρωική μυθολογία. Στην (κινηματογραφική, τηλεοπτική, κομιξίστικη) παράδοση του Μπάτμαν άλλωστε έχουμε δει και στο παρελθόν ουκ ολίγες φορές τέτοιου τύπου προσπάθειες (με πιο εξέχον μέλος τους το πρωτοποριακό για την εποχή του «Batman Returns»).

Όμως αυτές οι προσπάθειες είχαν ένα δομικό όριο: τον ίδιο τον Μπάτμαν, που στο τέλος της ημέρας ήταν ο βασικός ήρωας. Τι θα γινόταν όμως αν έφευγε αυτός από το φόντο; Τι θα γινόταν αν δεν χρειαζόταν να δούμε μια ιστορία που παρά τις προσπάθειές της να άρει τους διαχωρισμούς ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, τελικά θα ήταν καταδικασμένη να υποπέσει στην αντίφαση να ορίσει ως νικητήρια δύναμη το Καλό (ας το ξαναπούμε για να μην το αδικήσουμε: το «Batman Returns» έκανε μια καταπληκτική προσπάθεια να διαχειριστεί αυτή την αντίφαση); Τότε θα είχαμε μια βαθιά τομή για το υπερηρωικό είδος συνολικά.

Να γιατί το «Joker», μια ιστορία που εξελίσσεται σε μια εποχή της Γκόθαμ που δεν υπάρχει καν σαν υποψία ο Μπάτμαν, είναι -πράγματι- κάτι τέτοιο: τομή για το υπερηρωικό είδος. Και να γιατί, παρά το γεγονός ότι υφολογικά το «Joker» δεν μοιάζει με καμία άλλη ταινία του είδους, είναι στην πραγματικότητα γνήσιο κομμάτι του: διότι τα στοιχεία αυτής της υπέρβασης που επιτυγχάνει ήταν πάντα εκεί, σιγοκαίγαν, τα ακούγαμε να αναπνέουν και απλά έπρεπε κάποιος να τα αξιοποιήσει. Χρειαζόταν η απαραίτητη τόλμη και -ας είμαστε ειλικρινείς- η εμπορική ωρίμανση των συνθηκών, η συνειδητοποίηση από την πλευρά του Χόλιγουντ δηλαδή πως είτε αυτά τα υπόρρητα στοιχεία του υπερηρωικού είδους (για την ακρίβεια: του «μπατμανικού» σύμπαντος) θα αξιοποιηθούν είτε το αγαπημένο του είδος θα σβήσει ξεζουμισμένο από τον πληθωρισμό των safe ιστοριών του. Η στιγμή που τόσοι και τόσοι περιμέναμε ήρθε: έγινε αυτή η υπέρβαση, μπήκαμε στην νέα εποχή του superhero σινεμά.

Το 2002, μερικά χρόνια μετά την παταγώδη αποτυχία του άθλιου «Batman and Robin», είχε ανατεθεί στον Ντάρεν Αρονόφσκι το reboot του Batman Franchise. O Αρονόφσκι είχε πει τότε πως θέλει, βασιζόμενος στο «Batman: Υear One» του Φρανκ Μίλερ, να γυρίσει μια ταινία σκοτεινή, βίαιη και απαισιόδοξη, που θα αντλεί τις αναφορές της και την αισθητική της από την 70s crime παράδοση του αμερικάνικου σινεμά, πως οι βασικές ταινίες που θα του έδιναν έμπνευση για το όραμά του θα ήταν ο «Άνθρωπος από την Γαλλία» του Γουίλιαμ Φρίντκιν και ο «Ταξιτζής» του Μάρτιν Σκορτσέζε. Τότε, η Warner απομάκρυνε όπως-όπως τον Αρονόφσκι από το project και το ανέθεσε στον Κρίστοφερ Νόλαν που ήταν πιο πρόθυμος να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα «ώριμο» και εμπορικό είδος ταυτόχρονα. Έπρεπε να περάσουν 17 χρόνια για να γίνει τελικά ο Τοντ Φίλιπς ο άνθρωπος που θα έφερνε εις πέρας αυτή την αποστολή: το «Joker» είναι μια σκορτσεζική οπτική για το πως η Γκόθαμ Σίτι αναπαράγει το σκοτεινό περιβάλλον που την ορίζει.

Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι ο κεντρικός χαρακτήρας του «Joker», ένας βαθιά τραυματισμένος ψυχολογικά άνθρωπος που ακούει στο όνομα Άρθουρ Φλεκ και έχει όνειρο ζωής να γίνει πετυχημένος stand up comedian, μπαινοβγαίνει από μικρός σε ψυχιατρικές κλινικές, μένει με την μητέρα του και δέχεται κάθε μέρα μπούλινγκ από τους συναδέλφους του μέχρι μαλακισμένους γιάπηδες στον ηλεκτρικό, είναι ένας χαρακτήρας που δανείζεται τα βασικά χαρακτηριστικά του από τους αντίστοιχους χαρακτήρες του «Ταξιτζή», του «Οργισμένου Ειδώλου» και του «Βασιλιά της κωμωδίας» (η δευτερεύουσα παρουσία του Ντε Νίρο στο φιλμ είναι μια ξεκάθαρη ποπ αναφορά στις ταινίες που εμπνέουν το «Joker»). Φυσικά, δεν χρειάζεται να σπαταληθεί ιδιαίτερος χώρος για να αναλυθεί περεταίρω το προφανές: ο Φίνιξ, που στο παρελθόν άλλωστε έχει αποδείξει πολλάκις πως τέτοιοι ρόλοι είναι βούτυρο στο ψωμί του, είναι ιδανικός στον ρόλο και κάνει ερμηνευτικούς παπάδες.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως, αν και ο Φίλιπς κάνει καταπληκτική δουλειά σε επίπεδο ατμόσφαιρας και φωτογραφίας, έχει συγκεκριμένα μειονεκτήματα σε κρίσιμες λεπτομέρειες που αναδεικνύουν το προφανές: η ταινία θα ήταν ακόμα καλύτερη αν την γύριζε ο ίδιος ο Σκορτσέζε (σιγά το νέο βέβαια…). Τα μειονεκτήματα αυτά ωστόσο καμουφλάρονται και εν τέλει ξεπερνιούνται με σχετική ευκολία διότι υπάρχει ένα κεντρικό στόρι με μπόλικο ζουμί, ένα στόρι από το οποίο απορρέει η μια συνδήλωση μετά την άλλη για να δομηθεί τελικά ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, που δουλεύει εξόχως αποτελεσματικά.

Η μεγάλη συζήτηση πάντως, προκύπτει από μια άλλη πρακτική του σκηνοθέτη του «Joker»: ο Φίλιπς επιχειρεί όχι απλά να οικειοποιηθεί τον κυνισμό του Σκορτσέζε για τα πράγματα αλλά ταυτόχρονα και να τον εμπλουτίσει. Ορθότερα θα λέγαμε, να τον εκσυγχρονίσει. Σε μια εποχή όμως που η καθημερινότητα στις ΗΠΑ διαταράσσεται διαρκώς από αυτόκλητους τιμωρούς που παίρνουν ένα όπλο και βγαίνουν παγανιά, τέτοιες προσπάθειες όπως αυτή του Φίλιπς, όταν μάλιστα γίνονται με όχημα το τοτέμ της ποπ κουλτούρας που λέγεται Τζόκερ, σηκώνουν τεράστιες συζητήσεις. Είναι, φυσικά, ανούσιο να μιλάει κανείς για το «Joker» χωρίς να τοποθετείται επί αυτών των συζητήσεων.

Η ιστορία του Φίλιπς για την μεταμόρφωση ενός κοινωνικά περιθωριοποιημένου ανθρώπου στον δολοφονικό Τζόκερ, κατηγορήθηκε ως μια προσπάθεια ξεπλύματος της incel κουλτούρας που ανθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για ένα νέο φρούτο της αμερικάνικης κοινωνίας, που θέλει περιθωριοποιημένους, σεξουαλικά αποκλεισμένους και μοναχικούς (λευκούς) άντρες να κάνουν ιδεολογία τους το μίσος που διαμορφώνουν για τον κοινωνικό τους περίγυρο. Είναι απλά μια πτυχή του alt right ρεύματος που ευδοκιμεί στις ΗΠΑ: η μαζική δολοφονία που έλαβε χώρα σε μια παραλία της Καλιφόρνια το 2014 από έναν δολοφόνο ονόματι Έλιοτ Ρότζερ, που αφού σκότωσε δεκάδες γυναίκες τόνισε πως το έκανε επειδή «τα κορίτσια δεν τον γουστάρουν και ήθελε να τις τιμωρήσει», αποτελεί μάλλον τη πιο χαρακτηριστική πρακτική αποτύπωση αυτής της «incel» βίας τα τελευταία χρόνια. Επιχειρεί πράγματι, μέσα από τον Τζόκερ του, ο Τοντ Φίλιπς να βγάλει λάδι την εν λόγω βία; Ας είμαστε ξεκάθαροι: μπούρδες. Ποτέ δεν το κάνει αυτό το «Joker».

Ο θεατής σε κανένα σημείο της ταινίας δεν ωθείται να ταυτιστεί με τις εμμονές και τον προβληματικό τρόπο διαχείρισης τους από τον πρωταγωνιστή της. Η ανάδειξη της αναμφισβήτητης αλήθειας πως κάθε είδους κοινωνική συμπεριφορά γαλουχείται και ενισχύεται από ένα διαμορφωμένο περιβάλλον και ως εκ τούτου η (ορθότατη) αντίληψη πως τέτοιου τύπου ζητήματα οφείλουν να προσεγγίζονται ως κοινωνικά φαινόμενα και όχι ως μεμονωμένες συμπεριφορές που προέκυψαν ουρανοκατέβατες, δεν οδηγούν κατά κανένα τρόπο στην συμπάθεια ή (πολύ περισσότερο) στην ρομαντικοποίηση των συμπεριφορών αυτών. Και ναι, το «Joker» τηρεί αριστοτεχνικά αυτή την ισορροπία και γι’ αυτό είναι μια ουσιαστική ταινία: αν έγερνε είτε προς τη μία είτε προς την άλλη πλευρά θα ήταν άλλη μια υπερηρωική ξεπέτα, ίσως πιο όμορφη αισθητικά από τις άλλες του είδους της αλλά το ίδιο κενή στο περιεχόμενο.

Αυτό φυσικά, δεν σημαίνει πως οι μεταλλάξεις του χαρακτήρα και οι συναισθηματικές μετεξελίξεις του δεν γίνονται κατανοητές στο έπακρο στον μέσο θεατή, κάθε άλλο – δεν θα έπρεπε να ισχύει κάτι διαφορετικό. Ναι, τον αντιλαμβάνεσαι, τον νιώθεις μέχρι εκεί που δεν πάει τον συναισθηματικό μετασχηματισμό του Άρθουρ Φλεκ/Τζόκερ, όμως η αποστασιοποίηση της αφήγησης από αυτόν δεν αναιρείται ποτέ: οι ισορροπίες είναι θαυμαστές. Το «Joker» ξεπλένει την incel βία όσο ο «Ταξιτζής» ξεπλένει τον εκφασισμό της κοινωνίας ή όσο το «Καζίνο» ξεπλένει τα εγκλήματα της μαφίας: καθόλου δηλαδή. Συν τοις άλλοις, η οπτική της αφήγησης δεν «ντύνει» την διάθεσή της να μιλήσει κοινωνιολογικά με γενικές και αόριστες ηθικολογίες, αλλά αντίθετα με μια πολύ ουσιαστική παρατήρηση: η οπτική του «Joker» για την κοινωνία των διαχωρισμών και των εξαιρέσεων είναι μια ταξική οπτική και ως εκ τούτου βαθιά συνολική και -ίσως- άβολη για πολλούς.

Αν μια μόνιμη καταγγελία για τις υπερηρωικές ταινίες, από την πλευρά των θιασωτών του απόλυτου ρεαλισμού στο σινεμά, είναι πως βλέπουν τα πάντα μέσα από τον απόλυτο διαχωρισμό «Καλοί vs Κακοί», μια μεταμοντέρνα καταγγελία για το «Joker» (και άρα τιμητική για την ταινία, σχεδόν κοπλιμέντο…) θα μπορούσε να είναι πως υιοθετεί ένα δικό του απόλυτο δίπολο, το «Πλούσιοι vs Φτωχοί» (τυχαίνει βέβαια, αυτό να είναι ένα αληθινό δίπολο). Το «Joker» επισημαίνει σε εμμονικό βαθμό (και καλά κάνει) πως αυτές οι περιβόητες συνθήκες που ωθούν τους ανθρώπους να ακολουθήσουν τις προδιαθέσεις τους και είτε να τις εξελίξουν είτε να τις αρνηθούν, δεν μπορούν να οριστούν έξω από την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Ο Άρθουρ Φλεκ/Τζόκερ είναι ξεκάθαρο πως αν δεν ήταν ένας μεροκαματιάρης που μένει σε μια τρύπα μαζί με τη μάνα του και τρέμει μην τυχόν και μείνει χωρίς μισθό, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα για αυτόν: ο ρατσισμός προς το πρόσωπό του θα ήταν σχετικοποιημένος, η ευχέρειά του να παίρνει τα φάρμακά του μεγαλύτερη, η δημοσιότητα που τόσο επιθυμεί δεν θα ήταν απωθημένο του ή περιεχόμενο φαντασιώσεων αλλά πραγματικότητα – δεν μπορεί να το πει πιο ξεκάθαρα το «Joker» πως το πρόβλημα του Άρθουρ είναι πρώτα και κύρια ταξικό. Και εδώ ωστόσο, το «Joker» αποφεύγει να γίνει καταγγελτικό με λαϊκίστικους όρους.

Ο Άρθουρ Φλεκ δεν έχει καμία ταξική συνείδηση, δεν περνάνε από το μυαλό του όλα αυτά. Το γεγονός ότι κανείς δεν καταλαβαίνει το μαύρο και άραχνο χιούμορ του («Μα πως θα γίνεις κωμικός; Θα πρέπει να είσαι αστείος», θα του πει κάποια στιγμή η μάνα του) τον καταπιέζει πολύ περισσότερο από το ότι είναι φτωχός. Ακόμα και η εξέλιξη του σε Τζόκερ δεν φέρνει ταξική συνειδητοποίηση, η συνειδητοποίησή του είναι πούρα πολιτιστική, δίχως ίχνος ταξικού στοιχείου. Η κοινωνία που στήνει ο Φίλιπς και ο σχολιασμός που κάνει πάνω της είναι από την μία μεριά. Ο Τζόκερ στέκεται από την άλλη. Είναι δυο κόσμοι που επί της ουσίας δεν εναρμονίζονται ποτέ. Και ας θέλει ο Τζόκερ να κατακτήσει την κοινωνία. Και ας γοητεύεται η κοινωνία τόσο πολύ με την σκοτεινιά του: να ένας γαμημένος supervillain!

Η απεργία των σκουπιδιάρηδων που εξαιτίας της έχει βρωμίσει η πόλη, ο υπερόπτης μεγιστάνας Τόμας Γουέιν που αν και υποψήφιος δήμαρχος της Γκόθαμ δεν έχει την παραμικρή υποψία για το τι παίζει στα κατώτερα στρώματά της, μια ολόκληρη εργατική τάξη που θέλει πως και πως να βγει στους δρόμους με την παραμικρή αφορμή και το κάνει με βίαιους όρους φορώντας μάσκες όταν εμπνέεται από τον Τζόκερ (κανένα spoiler προφανώς, αυτά τα δείχνει το trailer) θυμίζοντάς μας και λίγο από «V for Vendetta», οι απρόβλεπτες εκτροπές των λαϊκών εξεγέρσεων, η άβολη και αντιφατική συνύπαρξη μιας διάθεσης αντίστασης και μιας τιμωρητικής κουλτούρας του όχλου: ο Τζόκερ αφήνει πίσω του τον φοβικό Άρθουρ και συγκροτείται ως χαρακτήρας παράλληλα με όλα αυτά και όχι μέσα από αυτά. Και ας ορίζει ορισμένες καταστάσεις εξ΄αυτών: ο ίδιος έχει μια δική του, αυθόρμητη αυτονομία. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντική παρουσία για την Γκόθαμ, γι’ αυτές ακριβώς τις διακρίσεις το «Joker» είναι πολιτικό σινεμά και όχι πολιτική υπό μορφή σινεμά.

11 χρόνια μετά τον Τζόκερ ως μέγα μηδενιστή στο «Dark Knight», τα σκοτεινά συναισθήματα των χαμηλών στρωμάτων των καπιταλιστικών δημοκρατιών έχουν μετατοπιστεί. Το 2008 ο μηδενισμός ήταν η τάση που άπειροι άνθρωποι οικειοποιούνταν για να διαχειριστούν την επικείμενη σαρωτική αλλαγή των ζωών τους. Το 2019 η αλλαγή έχει εδραιωθεί και σε επίπεδο κυρίαρχης κοινωνικής τάσης, ο μηδενισμός έχει δώσει τη θέση του στην κατάθλιψη. Σαν ναυαρχίδα της ποπ κουλτούρας που είναι, ο Τζόκερ δεν θα μπορούσε να μείνει αναλλοίωτος. Όμως όσο καταθλιπτικός και αν είναι πλέον, παραμένει ο Τζόκερ. Και πρώτα και κύρια, ο Τζόκερ είναι ένας πράκτορας του χάους. Και ξέρετε τι ορίζει το χάος; Είναι απρόβλεπτο, μπορεί να προκύψει από το πουθενά, να κατευθυνθεί σε μέρη που κανείς δεν το περίμενε, να ορίσει συνειδήσεις που καμία σχέση δεν έχουν με την κατάσταση τις γέννησε. Και τότε, παρά την κατάθλιψή του, ο πιο διάσημος πράκτορας του χάους θα νιώσει ως ψάρι μέσα στη θάλασσα, θα δει τον δρόμο ως προσωπική του πίστα, θα περιδιαβεί τις άγριες λεωφόρους και θα εισπνεύσει εκστασιασμένος λίγο από το χάος που έχει σκορπιστεί στην ατμόσφαιρα. Όσο και αν αλλάξει η μυθολογία του, κάποια πράγματα θα παραμείνουν αναλλοίωτα χαρακτηριστικά του…