«It Chapter 2»: Δύσκολες εποχές για αρχαίους, δολοφονικούς κλόουν

Όταν το 1986 κυκλοφόρησε το «It» δια χειρός Στίβεν Κινγκ, προκάλεσε τρομακτικό ενθουσιασμό διότι ο μετρ του φανταστικού κατάφερε να πιάσει στο έπακρο το πνεύμα της εποχής αλλά ταυτόχρονα, να το οδηγήσει και σε εξαιρετικά τολμηρά μονοπάτια: ο «εφηβικός τρόμος» βίωνε μεγάλες στιγμές στα 80s (μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για την εποχή που άπειροι έφηβοι έβλεπαν horror ταινίες όπου άλλοι έφηβοι γινόντουσαν στόχος από φιγούρες όπως ο Μάικλ Μάγιερς και ο Φρέντι Γκρούγκερ) αλλά ποτέ ξανά δεν είχαν εξερευνηθεί οι βαθύτερες εγκεφαλικές αιτίες που κάνουν όντως έναν έφηβο να τρομοκρατείται.

Τότε, ο Κινγκ κατάφερε να συνδυάσει την σκοτεινή πλευρά της εφηβικής ψυχοσύνθεσης με την ξεγνοιασιά της: το «It» ήταν μια ιστορία στην οποία διαρκώς αυτές οι δυο πτυχές πάλευαν μεταξύ τους και η διορατικότητα του δημιουργού της, έδινε σε αυτή τη μάχη διαχρονικά χαρακτηριστικά, ανάγκαζε τους πρωταγωνιστές του έργου του να παλεύουν με αυτή την αντίφαση ακόμα και στην ώριμη ενηλικίωσή τους. Ο Κινγκ, μέσα από το «It», έλεγε μια μεγάλη, άβολη αλήθεια: ποτέ δεν ξεφεύγεις από τα παιδικά τραύματά σου και όσο και αν ενηλικιωθείς, όσο και αν εξελιχθείς, αν δεν τα επισκεφτείς ξανά δεν θα βρεις εσωτερική λύτρωση. Αυτονόητα, το «It» μετουσιώθηκε σε τοτέμ του horror.

Περίπου τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη εμφάνιση του «It» στο επίκεντρο της ποπ κουλτούρας -και με το τελευταίο πλέον να έχει αποκτήσει θρυλικά χαρακτηριστικά- τι μπορεί να προσφέρει αυτή η ιστορία στο σύγχρονο κοινό; Όχι κάτι πρωτότυπο είναι η αλήθεια -ίσως να το έχει προλάβει και το «Stranger Things» ή το «Dark» που περίπου παίζουν με τα ίδια εργαλεία μιλώντας όμως σε ένα σημερινό κοινό- αλλά σε κάθε περίπτωση, μια προσπάθεια αξίζει να γίνει. Όμως η σύγχρονη κινηματογραφική εκδοχή του «It», το δεύτερο κεφάλαιο της οποίας μόλις κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους δυο χρόνια μετά το πρώτο, μοιάζει περισσότερο διατεθειμένη να αξιοποιήσει τη φήμη του ονόματός της (σίγουρη συνταγή στις εποχές που η 80s νοσταλγία δίνει και παίρνει) και λιγότερο να εκσυγχρονίσει τα βαθύτερα και εξ΄αντικειμένου πιο ουσιαστικά νοήματα της ιστορίας που αφηγείται.

Να γιατί η διλογία του Άντι Μουσιέτι, που κλήθηκε να αναβιώσει κινηματογραφικά το ογκωδέστατο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, τελικά αποτυγχάνει. Τα σημάδια είχαν φανεί από το πρώτο μέρος αλλά έχοντας δει πλέον και το δεύτερο, μπορούμε να το πούμε με ασφάλεια: δεν έχει να δώσει τίποτα στη σύγχρονη εποχή του horror αυτή η εκδοχή του «It». Μπορούμε μόνο να παραδεχθούμε για τον δημιουργό της το γεγονός ότι στο δεύτερο μέρος προσπάθησε να αναδείξει λίγο παραπάνω την εγκεφαλικότητα της ιστορίας που είχε να διηγηθεί. Η προσπάθειά του ωστόσο ήταν μερική και λίγη και εν τέλει, αν και το «It: Chapter 2» είναι οριακά καλύτερό από τον προκάτοχό του, κινείται και πάλι σε ρηχά νερά.

Στο δεύτερο μέρος, ο Μουσιέτι εδραιώνει μια αφήγηση που βασίζεται πάνω στα συνεχόμενα flash backs, δομή που πάντως υπάρχει εξαρχής στο βιβλίο και αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της εξαιρετικής αφήγησης. Κάπως έτσι, το «It 2» αποκτά έναν αξιόλογο ρυθμό ενώ η εμβάθυνση στους χαρακτήρες και την ψυχολογική υφή των όσων βιώνουν (πέρα δηλαδή από τα μεταφυσικά στοιχεία) αναδεικνύεται πιο αποτελεσματικά, μέσω της διαρκούς σύγκρισης ανάμεσα στο παρόν τους και το παρελθόν τους, που αναπόφευκτα κάνει και ο θεατής. Αντί όμως να αντιληφθεί ως κεκτημένο αυτό το στοιχείο ο Μουσιέτι προκειμένου να απλώσει εγκεφαλικό τρόμο πάνω στο δημιούργημά του, αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Έτσι, παρά τα όποια σημάδια εμβάθυνσης χαρακτήρων, τελικά, το «It 2» καταλήγει πάλι ένα συνονθύλευμα από jump scares και αναλώνεται σε οπτικά (και μόνο οπτικά) τεχνάσματα φόβου. Αυτή η αίσθηση ανολοκλήρωτων ευκαιριών δεν αφορά μόνο αυτή την πτυχή της ταινίας. Αντίθετα, την διακατέχει ολόκληρη.

Για παράδειγμα:

-Η εισαγωγική σκηνή λειτουργεί ως ο τέλειoς horror πρόλογος -αυτό ίσχυε και για το πρώτο μέρος- και αναδεικνύει στο έπακρο τη διαλεκτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον Πένιγουαϊζ και το συνολικότερο περιβάλλον της πόλης του Ντέρι, ένας περιβάλλον δηλαδή τόσο σκληρό, οπισθοδρομικό και βάρβαρο κοινωνικά που «γεννάει» φαινόμενα όπως ο Πένιγουαϊζ. Ωστόσο, αν και η εισαγωγική σκηνή καταφέρνει να αναβαθμίσει αυτό το κομβικό στοιχείο για το «It» (ο δολοφονικός κλόουν δεν πρέπει να μοιάζει ως κάτι παράταιρο μέσα στην πόλη που δρα αλλά ως σάρκα από τη σάρκα της) με τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό απ’ όσο κατάφερε η πρώτη ταινία, η αναγκαία αυτή προσπάθεια δεν συνεχίζεται ποτέ κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου φιλμ.

-Αντίστοιχου εύρους είναι και η αναβάθμιση της παρουσίας του Πένιγουαϊζ, που στο πρώτο μέρος έμοιαζε με μια ψεύτικη καρικατούρα. Εδώ, υπάρχουν στιγμές στις οποίες εμφανίζεται που πραγματικά ξεχειλίζουν τρόμο και αυτό απορρέει από το γεγονός ότι δίνεται χώρο στον Μπιλ Σκάρσγκαρντ να τον υποδυθεί πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Το γεγονός άλλωστε πως ο Σκάρσγκαρντ ήταν μια παρουσία που πέρασε αναξιοποίητη στο πρώτο μέρος διότι ο Πενιγουάιζ ήταν περισσότερο καρτουνίστικος και λιγότερο ανθρώπινος, ήταν κάτι που μαρτυρούσαν και οι οπαδοί της πρώτης ταινίας (όχι μόνο όσοι την βαρέθηκαν). Και αυτή η «διόρθωση» ωστόσο καταλαμβάνει λίγο χώρο μέσα στην ταινία: σύντομα, ο Πένιγουαϊζ γίνεται ξανά καρικατούρα.

Δεν είναι φυσικά να απορεί κανείς για τους λόγους που η νέα προσέγγιση του «It» (ολοκληρωμένη πλέον μετά και την δεύτερη ταινία) περνάει και δεν ακουμπάει. Το horror είναι ένα ιδιαίτερο είδος, άβολο και δύσκολο όταν πετυχαίνει τον στόχο του, που δεν είναι άλλος από το να τρομάξει. Δύσκολα δομείται στη λογική των blockbusters, τα οποία επιδιώκουν σε γενικές γραμμές, τα ακριβώς αντίθετα: να τους έχουν όλους χαρούμενους. Το κοινό των blocbusters απαιτεί να ανατριχιάσει ή να πεταχτεί ξαφνιασμένο από τη θέση του με ένα horror αλλά μην το παρακάνουμε: ο τρόμος πρέπει να είναι ελεγχόμενος, περιορισμένος. Με μια λέξη: ρηχός.

Το «It» ωστόσο δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο πέρα από blockbuster: η φανέλα του είναι πολύ βαριά για να μην ορμήξουν πάνω της τα λαίμαργα στούντιο. Ίσως, την εποχή που ο Πένιγουαϊζ ήταν μια underground φιγούρα να υπήρχε η πιθανότητα να αποτυπωθεί κινηματογραφικά η βαθύτερη ουσία της υπόστασής του και κατ’ επέκταση να προκαλέσει κινηματογραφικό τρόμο (δεν είναι τυχαίο ότι η b movie τηλεταινία μοιάζει ακόμα και σήμερα πιο δυνατή από το πανάκριβο, χολιγουντιανό αδερφάκι της). Όμως, με τα στούντιο να τον κοιτάνε διψασμένα για φράγκα, ο Πένιγουαϊζ δύσκολα μπορεί να τρομάξει με το εύρος και την ποιότητα των δυνατοτήτων του. Δεν φταίει φυσικά αυτός, οι εποχές φταίνε: είναι δύσκολες για αρχαίους, δολοφονικούς κλόουν σαν τον ίδιο.