Με τέτοιον τίτλο και με το all star απίστευτο cast, η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε κάτι παραπάνω.
Βασικό σενάριο:
Η επαγγελματίας δολοφόνος, Scarlet, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την κόρη της, Sam. Δεκαπέντε χρόνια μετά η Sam έχει ακολουθήσει το επάγγελμα της μητέρας της. Σε μια φαινομενικά απλή αποστολή τα πράγματα παίρνουν απροσδόκητη τροπή και η κατάσταση ξεφεύγει όταν απειλείται η ζωή ενός οκτάχρονου κοριτσιού, αναγκάζοντας έτσι τη Sam να αψηφήσει τα αφεντικά της. Η μητέρα της εμφανίζεται ξαφνικά και οι πρώην συναδέλφισσές της δολοφόνοι ενώνουν τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν αυτούς που τους πήραν τα πάντα.
Πραγματικά η πλοκή και το cast δημιουργούν μεγάλες προσδοκίες για μια badass φεμινιστική ταινία δράσης. Τις οποίες προσδοκίες δεν καταφέρνει να εκπληρώσει…
Η Sam αντιπροσωπεύει το κοινό που παρακολουθεί την ταινία. Βλέπει όλο το μακελειό και μας θυμίζει τι συμβαίνει σε μια γυναίκα που σκληραγωγείται αναγκαστικά λόγω της κοινωνίας. Η πορεία της δεν έχει να κάνει μόνο με την ανακάλυψη του ίδιου της του εαυτού αλλά της θέσης της ανάμεσα σε γενιές γυναικών που έχουν βιώσει ίδιες ή παρόμοιες καταστάσεις. Και αυτό γίνεται ιδιαίτερα προφανές όταν μπαίνει η μικρή Emily στο προσκήνιο και λειτουργεί ως κάθαρση για το κοινό να παρακολουθεί τη Sam και τις υπόλοιπες γυναίκες του άμεσου περιβάλλοντός της να παλεύουν για να σώσουν τις δυνατές επιλογές αυτού του κοριτσιού αλλά και το μέλλον της από έναν ανοιχτό κύκλο βίας. Θα μπορούσε κανείς να δει αυτήν την ταινία back to back με τη Black Widow μιας και το concept δεν απέχει ιδιαίτερα. Ωστόσο, σίγουρα θα μπορούσαν να είχαν πάει ένα βήμα παραπέρα και να αγγίξουν περισσότερο τη διαθεματικότητα του φεμινισμού όπως η εθνικότητα, η σεξουαλικότητα κλπ.
Η ιστορία που αφηγείται το Gunpowder Milkshake και η στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία του Navot Papushado σίγουρα διατηρούν ένα αίσθημα ανερυθρίαστης διασκέδασης που, για κάποια άτομα, ίσως είναι αρκετό για να ξεπεραστούν τα ψεγάδια της ταινίας. Η χρωματική παλέτα, δε, με τα κόκκινα και τα μωβ στο bowling, την λιτότητα του λευκού στην κλινική, το καφέ της εταιρικής πατριαρχίας συνθέτουν όλα μαζί ένα απίστευτο mood board που πάλλεται μπροστά στα μάτια μας. Οι επιρροές από Tarantino, Peckinpah και Kurosawa είναι πασιφανείς. Με την pop/pulp αισθητική και τη βίαιη ιστορία σίγουρα οι συντελεστές ήθελαν να μας δώσουν μια ταινία υψηλής έντασης με ασταμάτητη δράση και θέαμα, κάτι που σίγουρα καταφέρνουν σε κάποια μέρη της.
Παρά την έντονη δράση της όμως, η ταινία αποτυγχάνει να μας δημιουργήσει το αίσθημα της αγωνίας και αυτό, πιστεύω, οφείλεται κυρίως στο πόσο αδιάφοροι είναι οι κακοί. Έχουμε τρία ακόμα αξιόλογα ονόματα, Paul Giamatti, Ralph Ineson και Adam Nagaitis, που πραγματικά χαραμίζονται στους ρόλους που τους δόθηκαν. Ειδικά ο τελευταίος, υποτίθεται ότι είναι το μεγαλύτερο εμπόδιό τους και βρέθηκα να αναρωτιέμαι αν πραγματικά έχει οποιαδήποτε χαρακτηριστικά που θα με φόβιζαν αν τον αντιμετώπιζα στην πραγματικότητα.
Η ταινία αυτή, εν τέλεια, θέλει πάρα πολύ να είναι η σούπερ ντούπερ φοβερή φεμινιστική ταινία δράσης αλλά δεν το πετυχαίνει διότι ξέχασαν να δημιουργήσουν ένα καλύτερο σενάριο που θα μας έκανε, σαν κοινό, να επενδύσουμε συναισθηματικά στους χαρακτήρες. Το να αλλάζουμε φύλο στους παραδοσιακούς χαρακτήρες ενός neo-noir σεναρίου είναι μια αρχή αλλά, από μόνο του, δεν φτάνει για μια στιβαρή ιστορία. Προσπαθεί να πει κάποια πράγματα για τη γονεϊκότητα, την οικογένεια που φτιάχνεις μόνος σου, τη σημασία της κοινότητας κλπ. αλλά δεν εμβαθύνει ποτέ σε κανένα από τα θέματα που αγγίζει (πολύ) επιφανειακά κι έτσι δεν μας αγγίζει όπως θα ήθελε με αποτέλεσμα ακόμα και οι εντυπωσιακές σκηνές δράσης να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη ψυχραιμία αντί να μας συνεπαίρνουν.
Συμπέρασμα: Αν ψάχνετε για μια ταινία με ταλαντούχες, badass γυναίκες που γουστάρουν που παίζουν σε μια περιπέτεια δράσης, τότε αξίζει να τη δείτε. Αν ψάχνετε για μια ταινία που θα χρησιμοποιήσει όλο αυτό το υπέροχο στιλ για να σας εκπλήξει και να ανατρέψει τα δεδομένα του είδους, τότε καλύτερα να δείτε κάτι άλλο!