Το τρίτο και τελευταίο (?) κεφάλαιο των Guardians είναι επιτέλους μια καλή στιγμή της Marvel μετά την εποχή του Endgame.
Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel περνάει κρίση. Έπειτα από το επικό φινάλε του Infinity Saga, οι ταινίες του MCU έχουν πέσει αρκετά στην ποιότητά τους. Λίγο ο κορεσμός από τις συνεχείς κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές, λίγο το τέλος της συνεργασίας με τους πρωταγωνιστές που την ανέδειξαν, λίγο οι άστοχες προσπάθειες εισαγωγής νέων ενδιαφέροντων χαρακτήρων, η Marvel φαίνεται να έχει χάσει αυτή την γοητεία που ασκούσε μέχρι πριν μερικά χρόνια. Το multiverse saga που στήνεται μετά τα γεγονότα του ”Avengers: Endgame” δεν έχει μια σταθερή βάση και ό,τι έχει βγει έκτοτε δίνει την εντύπωση filler περιπέτειας που δεν προσφέρει καμία φρεσκάδα στο κοινό αλλά και στο είδος γενικότερα.
Το κυρίως πρόβλημα είναι ότι πλέον ότι τα σενάρια των ταινιών και σειρών της Marvel φαίνεται σαν να γράφονται από κάποιο πρόγραμμα AI. Όποια διάθεση για πρωτοτυπία καταρρίπτεται από τις ασφαλείς επιλογές που υποχρεώνεται να έχει κάθε ταινία του MCU καθώς ο απώτερος σκοπός του είναι η συνεχής παραγωγή σε λογική content και όχι αυθεντικά καλλιτεχνικών δημιουργιών.
Ο James Gunn ήδη από το 2014 αποτέλεσε μία από τις εξαιρέσεις στον κανόνα καθώς πρόκειται για έναν δημιουργό που νοιάζεται για τις ιστορίες του και αγαπάει τους χαρακτήρες του όσο λίγοι. Το απέδειξε τόσο στα πρώτα δύο Guardians, όσο και στα ”The Suicide Squad” και ”Peacemaker”, τα οποία του έστρωσαν τον δρόμο για να αναλάβει ως ιθύνων νους της νεοσύστατου σύμπαντος της κινηματογραφικής DC. Η νέα του θέση όμως στην αντίπαλο δέος της Marvel δεν τον έκανε να παρεκκλίνει από τα στάνταρ του. Κάπως έτσι, το τρίτο Guardians είναι ό,τι ακριβώς περιμέναμε από τον Αμερικάνο σκηνοθέτη και λίγο παραπάνω.
Η τρίτη και τελευταία ταινία του Gunn για την Marvel έχει όλα τα στοιχεία που εκτιμήσαμε στις δύο πρώτες ταινίες του. Ελαττωματικοί ήρωες, κάφρικο χιούμορ, καλοσκηνοθετημένη δράση και υπέροχες στιγμές χαρακτήρων. Εδώ όμως έχουμε και μια αναπάντεχα σκοτεινή στροφή (για τα δεδομένα της Marvel), με τον Gunn να παίζει με τα όρια του PG-13. Το νέο Guardians έχει μερικές από τις πιο βίαιες και σκοτεινές στιγμές στο MCU, κάτι που μας εξέπληξε θετικά. Και όχι γιατί είμαστε φετιχιστές με την βία αλλά γιατί επιτέλους τα διακυβεύματα γίνονται πιο σοβαρά και υπάρχει μία πραγματική αίσθηση κινδύνου για τους πρωταγωνιστές που τόσο λείπει από τις περισσότερες ταινίες της Marvel.
Η ταινία φροντίζει να εισάγει ένα αίσθημα μελαγχολίας από το πρώτο κιόλας πλάνο. Το επίκεντρο είναι ο Rocket Raccoon, για τον οποίο γνωρίζαμε ότι υπήρχε ένα σκοτεινό παρελθόν χωρίς όμως τις λεπτομέρειες. Εδώ μαθαίνουμε το backstory του και είναι πραγματικά σπαρακτικό. Βλέπουμε την μετάβαση του από μικρό ρακούν, η οποία είναι γεμάτη πόνο και βασανιστήρια, με κάποιες σκηνές να είναι ιδιαίτερα σκληρές, ειδικά για όσους-ες είναι ευαίσθητοι με το θέμα της κακοποίησης ζώων. Η επιλογή του Rocket ως ουσιαστικό πρωταγωνιστή δίνει βάθος σε έναν χαρακτήρα, που στις προηγούμενες ταινίες ήταν απλά το ρακούν που μιλάει, και καταπιάνεται με το τραύμα αλλά και με το διαχρονικό πρόβλημα της απάνθρωπης εκμετάλλευσης των ζώων για χάρη ενός ματαιόδοξου σκοπού.
Βέβαια και οι άλλοι χαρακτήρες έχουν τα δικά τους βάσανα. Ο Star-Lord προσπαθεί να έρθει αντιμέτωπος με την απώλεια της Gamora, αναγκασμένος να βλέπει την παρελθοντική εκδοχή της, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το άτομο που αγάπησε. Οι Nebula, Drax και Mantis προσπαθούν να αποδεχθούν τα προβληματά τους, ενώ ο Groot απλά είναι ο Groot με μία όμως πιο έντονη συναισθηματική χροιά. Πέρα από το υπερηρωικό θέαμα, η τριλογία του Gunn είχε πάντα να κάνει με τους χαρακτήρες και την αποδοχή των ελαττωμάτων τους και εδώ ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την θεματική.
Από την άλλη ο πρωτοεμφανιζόμενος villain High Evolutionary είναι ένα αδυσώπητο σκουπίδι, ένας μανιακός με απώτερο σκοπό να δημιουργήσει οντότητες κάθε είδους μέσα από φρικτά πειράματα, ώστε να φτιάξει την τέλεια κοινωνία. Ουσιαστικά μιλάμε για μια πιο διεστραμμένη εκδοχή του Thanos. Ο Chukwudi Iwuji ερμηνεύει ιδανικά τον villain και καταφέρνει να είναι καλύτερος Kang από αυτόν του Jonathan Majors, χωρίς να είναι ο Kang βέβαια. Επίσης έχουμε και την εισαγωγή του Adam Warlock, ο οποίος χρησιμοποιείται μόνο ως comic relief και για τις βολικές στιγμές του σεναρίου. Όχι ιδιαίτερα καλή χρήση ενός εμβληματικού και παντοδύναμου χαρακτήρα στα κόμικς της Marvel.
Το σύμπαν της ταινίας είναι πολύχρωμο και κάθε κόσμος που συστήνεται έχει την δικιά του ταυτότητα. Η αισθητική είναι υπέροχη με τα ψηφιακά εφέ να ντύνουν όμορφα την ταινία, σε αντίθεση με την πτώση στην ποιότητα τους που έχει παρατηρηθεί στις τελευταίες ταινίες του MCU. Παρά τον κορεσμό του είδους στον τομέα της δράσης, εδώ έχουμε μερικές πραγματικά εντυπωσιακές σκηνές. Είναι επιτυχία ύστερα από τόσες δεκάδες υπερηρωικές ταινίες να βλέπεις σκηνικά που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Ακόμα, o Gunn βάζει και μερικές body horror πινελιές, όπως ο πλανήτης-πολυεθνική Orgocorp που είναι φτιαγμένος από σάρκα, καθώς και δύο-τρία splatter σκηνικά που σίγουρα δεν περιμέναμε να δούμε σε ταινία της Marvel.
Το χιούμορ που είχε εδραιώσει ο Gunn στις προηγούμενες δύο ταινίες είναι εδώ και ισορροπεί άψογα με τις δραματικές στιγμές χωρίς ποτέ να τις υποσκάπτει. Ένα χαρακτηριστικό των ταινιών του Αμερικάνου σκηνοθέτη είναι ότι αναγνωρίζει την γελοιότητα που υπάρχει στο υπερηρωικό είδος, παράλληλα όμως παίρνει στα σοβαρά τους ήρωες του, δημιουργώντας έτσι μία ιδανική αντίφαση που λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα. Τέλος δεν γίνεται να μην αναφερθούμε σε άλλο ένα πετυχημένο mixtape με κομμάτια, το οποίο πάει σε πιο 90ς μονοπάτια, με μπάντες όπως Radiohead και Faith No More.
Όμως, όσο καλά κι αν κάνει κάποια πράγματα, η τρίτη ταινία των Guardians, δεν ξεφεύγει από τις παθογένειες του κινηματογραφικού σύμπαντος που υπηρετεί. Η διάρκεια θα μπορούσε να είναι μικρότερη ενώ η τρίτη πράξη μπουχτίζει με διάφορα σκηνικά που εξελίσσονται παράλληλα, με αποτέλεσμα ο ρυθμός να γίνεται άτσαλος. Λίγη οικονομία στην αφήγηση θα ανέβαζε ακόμα περισσότερο την ταινία και ίσως πιο τολμηρές αποφάσεις στο φινάλε να είχαν ακόμα πιο ισχυρό αντίκτυπο.
Παρά τα προβλήματά της όμως έχουμε να κάνουμε με την καλύτερη ταινία της Marvel μετά την εποχή του ”Endgame”, μια ταινία που ανήκει όλοτελα στον δημιουργό της. Και επειδή μιλάμε για έναν ταλαντούχο δημιουργό, το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Το ”Guardians of the Galaxy Vol. 3” έχει όλα τα στοιχεία που αγάπαμε στο υπερηρωικό σινεμά αλλά το επίκεντρο του είναι οι χαρακτήρες του, χαρακτήρες που γράφτηκαν με πολύ μεράκι από τον δημιουργό τους, ο οποίος τους αποχαίρετα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πως θα είναι οι Guardians χωρίς τον Gunn. Το σίγουρο είναι ότι πολύ δύσκολα δεν θα τους αρμέξει η Marvel σε μελλοντικά projects. Έστω κι έτσι όμως, έχουμε την ολοκλήρωση μιας δυνατής υπερηρωικής τριλογίας, η οποία ανήκει άνετα στις καλύτερες του MCU.