Το Game of Thrones έριξε με σχεδόν «σιωπηλό» τρόπο την πένθιμη αυλαία στο τηλεοπτικό ταξίδι των 8 τελευταίων ετών και το Νerd Τhings αποφασίζει να πάει κόντρα στο ηλεκτρονικό-και όχι μόνο- ρεύμα…
Σσσς, μη μιλάτε- ακούστε: είναι ο ήχος ενός καρφιού που μπήγεται στο ξύλο. Έπειτα, ένα δεύτερο, ένα τρίτο, ένα τέταρτο. Στον αέρα ανθρώπινες σπαρακτικές καρδιές να κόβουν σαν ηχητικό μαχαίρι την εκκωφαντική ησυχία. Αυτό ήταν, ο σταυρός- καμωμένος από τα άυλα γλωσσικά υλικά εκατομμυρίων φαν σ’ ολόκληρο τον πλανήτη- είναι έτοιμος: οι δημιουργοί του GoT στέκονται επάνω τους κι από κάτω ακούγονται, σε ντεσιμπέλ που κάνουν το τύμπανο του αυτιού σου να φλερτάρει ξεδιάντροπα με την οριστική κώφωση, διαπρύσιες διαμαρτυρίες: «Σειρά μοντέλο την κάνατε μπουρδέλο!», «Βάις, Βάις, αντέ γ@μήσου Βάις!», «Μπένιοφ γ@μιόλη, γ@μώ την Τούμπα όλη!» (Ναι, για κάποιον ανεξήγητο λόγο φημολογείται εντόνως πως ο Ντέιβιντ Μπένιοφ είναι ΠΑΟΚτσής).
Αν τις τελευταίες δύο μέρες δε βρίσκεστε σε επανδρωμένη αποστολή στον Πλούτωνα και δε διαβάζετε μέσα από το αεροσκάφος σας Νerd Τhings, τότε είναι αδύνατο να μην γνωρίζετε για τον πρωτοφανή θυμό των τηλεθεατών του Game of Thrones για τον τρόπο που τελείωσε η σειρά.
To GoT έριξε και επίσημα αυλαία και (σχεδόν) άπαντες μετατράπηκαν από Μαρίες της Σιωπής σε μηχανές παραγωγής αρνητικών λέξεων αναφορικά με το “The End”.
Ήταν, όμως, πράγματι τόσο κακό το φινάλε; Άξιζε το ανηλεές κράξιμο που πήρε διαστάσεις θρησκευτικού φανατισμού; Δικαίως «σταυρώθηκαν» οι δημιουργοί του;
Ξέρετε…
«Κάθε αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος»
Το είχε πάθει και το “Breaking Bad”: παρά το γεγονός πως εξυμνήθηκε όσο ελάχιστα σήριαλ, το φινάλε του έτυχε- ειδικά στην αρχή, πριν υπάρξει «αναθεώρηση» μετά- χλιαρής υποδοχής, μιας και «Καλό ήταν, αλλά…». Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και με το “The Wire”- της κορυφαίας σειράς που δεν έχει δει ποτέ κανείς: ένα ελαφρύ υπομειδίαμα ελεγχόμενης απογοήτευσης συνόδευε το τέλος του.
Στο “Sopranos” (η καλύτερη, κατά την ταπεινά ταπεινή γνώμη του γράφοντος, σειρά ever) ο εκνευρισμός για τον τρόπο που «έκλεισε» άγγιξε το 11 με άριστα το 10, στο “Lost”, το πρώτο τόσο «εθιστικό» σήριαλ στη ζωή μας, οι φαν ζητούσαν από τους δημιουργούς να τους συναντήσουν στην αερογέφυρα του Πανθεσσαλικού προκειμένου- χάρη σ’ ένα ιδιόμορφο ταξίδι στο Χρόνο- ν’ αναβιώσουν τα γεγονότα του τελικού κυπέλλου του 2017, ενώ ακόμα και το πρόσφατο “Sherlock” δε γλύτωσε από την (ελεγχόμενη) κατακραυγή.
Τη εξαιρέσει της ασύλληπτης «Λάμψης» (α ρε τιτάνα Φώσκολε, τι φινάλε έγραψες…), η συντριπτική πλειονότητα των σειρών που λατρεύτηκαν σε βαθμό παροξυσμού ήρθε αντιμέτωπη με κολοσσιαίο κύμα αρνητισμού και «κατηγοριών».
Από τον κανόνα δεν ξέφυγε, φυσικά, ούτε το Game of Thrones- το τηλεοπτικό δημιούργημα, δηλαδή, που αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο στα χρονικά. Είναι, εν μέρει, λογικό: ο κόσμος δεν είναι ικανοποιημένος με κανένα φινάλε.
Ο αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος που γεμίζει με οδυνηρό αίμα την καρδιά σου και ο πόνος, μια ερεβώδης μορφή στην άκρη του προσωπικού σου σύμπαντος, σε καλεί στην αποκρουστική του αγκάλη.Κι εσύ (αυτός, εκείνη, εσείς, εμείς- όλοι), χωνόμαστε μέσα της.
«Τέλος».
Τι καταραμένη λέξη, θεέ μου.
«Έρχεται τόσο γρήγορα η στιγμή που δεν υπάρχει πια τίποτα για να περιμένουμε»
Ήταν το μεγαλύτερο λάθος του- της παραγωγής, των δημιουργών, του HBO, όλων ανεξαιρέτως:το κοινό επί 1.5 χρόνο είχε κάτι να περιμένει, κάτι το οποίο στο μυαλό μας πήρε μυθικές διαστάσεις όσο περνούσε ο καιρός και έρχονταν με το σταγονόμετρο στο φως κάποιες πληροφορίες.
«Η μεγάλη μάχη ανάμεσα στους Νεκρούς και τους Ζωντανούς χρειάστηκε 2 μήνες για να γυριστεί και το κόστος του επεισοδίου ξεπέρασε τα 15 εκατομμύρια δολάρια!», διάβαζες και ο ενθουσιασμός σου παρήλαυνε από όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, πριν μείνει για πάντα στο κόκκινο.
«Μπορεί ο τελευταίος κύκλος να έχει μόνο έξι επεισόδια, όμως η διάρκειά τους φτάνει μέχρι και τα 85 λεπτά!», μάθαινες και στο μυαλό σου στροβιλίζονταν εικόνες από το Μπεν Χουρ. «Δεσμευόμαστε πως κάτι τέτοιο δεν έχετε ξαναδεί!», «Είναι ο καλύτερος κύκλος από όλους!», «Θα πάθετε μ@υνόπλακα!» (ok, όχι ακριβώς με αυτά τα λόγια) έλεγαν οι πρωταγωνιστές και από την αδημονία στριφογυρνούσες περισσότερο κι από τον Παντελή Κωνσταντινίδη στο χορτάρι, τον γνωστό «Σβούρα».
Οι συντελεστές του GoT, τυφλωμένοι από μια πρωτοφανή «οίηση» που απορρέει από την ταμπέλα της «Κορυφαίας Σειράς όλων των εποχών», τοποθέτησαν τον πήχη στην στρατόσφαιρα, αδιαφορώντας για το τι θα συμβεί αν τον ακουμπήσουν έστω και λίγο- πολλώ δε μάλλον αν τον ρίξουν- στην 8η σεζόν.
Όλοι περιμέναμε 1.5 χρόνο και η αναμονή σπανίως είναι καλός σύμβουλος.
Αλήθεια, τι προσδοκούσαν να συμβεί όταν οι φαν δε θα είχαν τίποτα να περιμένουν;
«Η μελαγχολία όλων των τελειωμένων πραγμάτων!»
Όταν, επιτέλους, ακούστηκε η υπέροχη μουσική αρχής του Ραμίν Τζάβαντι για πρώτη φορά στο επεισόδιο νο1 του 8ου κύκλου, οι θεατές φιγουράριζαν- ασυναίσθητα- στη γωνία: «Φροντίστε ν’ άξιζε τον κόπο η… αιώνια αναμονή», έμοιαζε να ψιθυρίζει το βλέμμα τους.
Τα πρώτα δύο μέρη ήταν, όπως πάντα, σχεδόν εισαγωγικά και το κοινό αναμασούσε μετά παρατεταμένης απροθυμίας «Έτσι είναι το GoT παιδιά, αργό. Όταν αρχίσουν οι μάχες θα μας αποζημιώσει. Θα δείτε».
Ωστόσο, μετά ήρθε το “The Long Night” και η πολυαναμενόμενη μάχη ανάμεσα στους White Walkers και τους ανθρώπους δεν έφτασε σε απάτητες κορυφές όπως (προσ)εύχονταν οι πάντες.
Το 4ο, το 5ο και το 6ο επεισόδιο επιτέλεσαν το έργο τηλεοπτικών γερόντων που δεν πρόλαβαν καλά- καλά να ζήσουν κι έπειτα στήθηκαν απανταχού της γης ικριώματα. Οι δημιουργοί έπρεπε να πληρώσουν γι’ αυτό που προσέφεραν (ή, καλύτερα, που δεν προσέφεραν) στον κόσμο. Γιατί; Πολύ απλά γιατί αποδείχτηκαν κατώτεροι των προσδοκιών. Πολύ κατώτεροι ή λίγο; Δεν έχει και τόση σημασία.
Όταν σε τυλίγει η μελαγχολία των τελειωμένων πραγμάτων, η κρίση σου θολώνει. Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, ο καλύτερος γιατρός είναι εκείνος ο φαλακρός απατεώνας που σέρνει το κορμί του από την αρχή των πάντων μέχρι το μακροπρόθεσμο μέλλον.
Ο Χρόνος.
«Μην αφήσετε να τελειώσει έτσι. Πείτε τους ότι είπα κάτι…»
Άρα, διαβάζοντας τα ανωτέρω (τα οποία, το δεχόμαστε, θυμίζουν εντόνως υπεράσπιση σε «αδηφάγο» δικαστήριο), εξάγουμε το συμπέρασμα πως τα πάντα στον τελευταίο κύκλο ήταν καλώς καμωμένα;
Σε καμία περίπτωση. Το GoT άρχισε, πράγμα εντελώς έξω από την κοσμοθεωρία του, να «τρέχει» σε βαθμό ανεξήγητου τηλεοπτικού παραλογισμού σ’ αυτή την σεζόν, ιδίως μετά τα δύο πρώτα επεισόδια στα οποία έγινε, από πλευράς εξέλιξης της ιστορίας, το απόλυτο… τίποτα.
Πάρα πολλές ιστορίες ξένιζαν (με χαρακτηριστικότερη όλων αυτήν του Τζέιμι με την Μπρίεν, με την οποία βγάζουν τεχνηέντως τα μάτια τους σε μια σκηνή και στην αμέσως επόμενη αυτός την παρατάει για να γυρίσει στην αδερφή/ ερωμένη του- αν αυτό ξεδιπλωνόταν σε 2-3 επεισόδια, θα ήταν αλλιώς…), η ταχύτητα με την οποία γίνονταν τα περισσότερα θύμιζαν τριπαρισμένη ταινία του Γκάι Ρίτσι, ενώ μοιραία, μιας και είχαν ανοιχτεί περισσότερα από 150 μέτωπα, ήταν πασιφανές πως πολλά ερωτήματα θα μείνουν αναπάντητα.
Μέσα σε όλ’ αυτά ήρθε και η τακτική ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε με τον υπέρτατο κακό, τον Night King, ο Τύριον είχε μετατραπεί- από άνθρωπος που βουτούσε ανά 15-20 λεπτά το κεφάλι του σε νερό για να μην αρπάξει φωτιά- σε αμετανόητο Έλληνα οπαδό ποδοσφαιρικής ομάδας που έχει υποστεί επώδυνη λοβοτομή, η βελόνα του Σνόου είχε κολλήσει στο “My Queen” (spoiler alert: όχι το συγκρότημα), η μεταστροφή της Ντάνι ήταν καμωμένη από υλικά ξερής βιασύνης, την στιγμή που ο Μπραν δεν έλεγε να κατεβάσει το βλέμμα από τον ουρανό και να κάνει το οτιδήποτε.
Επομένως, ναι: κενά και λάθη υπήρχαν. Όμως… Όμως αυτή η σεζόν δεν άφησε τα πάντα να τελειώσουν έτσι.
Είχε να πει κάτι.
«Έτσι τελειώνει ο κόσμος: όχι με μια θεαματική έκρηξη, αλλά με έναν λυγμό»
Ατενίζει από ψηλά τον στρατό της. Έπειτα, βλέπει την πόλη-την πόλη που η ίδια κατέκαψε ξερνώντας πύρινη φωτιά με τον δράκο της- ν’ απλώνεται στα πόδια της. Είναι, πλέον, Βασίλισσα των 7 βασιλείων. Η Ντενέρυς, μια απροκάλυπτη Mad Queen πια που το απολαμβάνει, έχει αντικαταστήσει την Σέρσεϊ στο υψηλότερο αξίωμα κι ετοιμάζεται να σαρώσει τα πάντα σαν έμβια λαίλαπα στο διάβα της, καθήμενη στον Σιδερένιο Θρόνο.
Ο Τύριον εκτελείται παραδειγματικά για προδοσία, η Σάνσα διαμηνύει πως ο Βορράς θ’ αντισταθεί καθώς δεν πρόκειται να γονατίσει μπροστά στην Καλίσι, οι Άσπιλοι ετοιμάζονται για λυσσώδη επίθεση στο Γουίντερφελ και πάνω που οι δύο στρατοί είναι έτοιμοι να κονταροχτυπηθούν, η κάμερα στρέφεται στον Σνόου.
Ο Τζον, αιχμάλωτος γιατί κι αυτός «αλλαξοπίστησε» και η Ντάνι το κατάλαβε, αισθάνεται κάποιον να τον χτυπά στον ώμο. Γυρίζει και βλέπει ένα από τα Παιδιά του Δάσους να μπήγει κάτι στο στήθος του.
Την ίδια στιγμή, η Ντενέρυς στις πλάτες του Ντρόγκον στάζει ψήγματα απτής τρέλας, καταστρέφοντας ό,τι κινείται. Η Σάνσα και η Άρια βρίσκουν τραγικό θάνατο, ο Μπραν, όπως πάντα, είναι αλλού γι’ αλλού και, αίφνης, ο Τζον Σνόου βρίσκεται εκτός της φυλακής. Το ακροτελεύτιο πλάνο είναι ένα κοντινό στο πρόσωπό του: τα μάτια του, πλέον, είναι μπλε και η επιδερμίδα του καμωμένη από πάγο. Ο καινούργιος Night King μόλις έχει γεννηθεί και όλα ξεκινάνε από την αρχή.
Ιδού- στο περίπου: το φανατικό κοινό του Game of Thrones επιζητούσε εναγωνίως ένα μεταφυσικό φινάλε, πιστό στο εξωπραγματικό στοιχείο που πασπάλιζε με καλοδεχούμενη αστερόσκονη σημαντικά σημεία του συνολικού έργου.
Αντ’ αυτού, οι δημιουργοί προτίμησαν μια βαθιά ανθρώπινη προσέγγιση: ακόμα κι αν τα μηνύματα του τελευταίου επεισοδίου ήταν εξόφθαλμα (Τυραννία; Κακό πράγμα. Δημοκρατία; Καλόοοοο), κάθε τι έγινε όπως, ενδεχομένως, έπρεπε να γίνει.
Στον θρόνο έκατσε- όπως μας είχαν μαρτυρήσει εξ αρχής οι δημιουργοί, αλλά εμείς δεν το ’χαμε καταλάβει τότε (δείτε από κάτω στη φώτο ποιος βρίσκεται στο πλευρό του Νεντ Σταρκ στο πρώτο πόστερ ever του GoT!)- ο ικανότερος εξ όλων, ο Μπραν, που ήταν ένας «εκλεγμένος» άρχοντας.
Η Άρια, αδυνατώντας να τιθασεύει τον περιπετειώδη χαρακτήρα της, τράβηξε για άλλες πολιτείες (κι ένα πιθανό spin off, βεβαίως-βεβαίως…), η Ντενέρυς θανατώθηκε δικαίως από τον εραστή της, σε μια σκηνή που ενέτεινε τη δραματικότητα της σειράς, η Σάνσα ηγήθηκε της εξιλέωσης των «κανονικών» Σταρκ και έγινε βασίλισσα του Βορρά, ο Τύριον εξήγησε την μεταστροφή του από κινούμενη ιδιοφυία σε άνθρωπο με μονοψήφιο IQ (αχ, η αγάπη…) κι εν συνεχεία έφτασε στη θέση εκείνη για την οποία προαλειφόταν εξ αρχής- αυτή του ανθρώπου που κυβερνά, ουσιαστικά, τα 6 πλέον βασίλεια-και ο Σνόου ολοκλήρωσε με θαυμαστό, αν και βεβιασμένο, τρόπο το σχήμα κύκλου του: από τα πολύ χαμηλά στα ψηλά, σε πιθανό διεκδικητή του θρόνου, στην αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, και πάλι πίσω στα χαμηλά.
Η σειρά άνοιξε κι έκλεισε με το ίδιο πλάνο, διασχίζοντας στο ενδιάμεσο μια γλυκόπικρη ατραπό που επανέφερε σχεδόν το κάθε τι στο σωστό σημείο.
Στο μεσοδιάστημα, ο 8ος κύκλος προσέφερε ορισμένες σκηνές αξεπέραστης ανθολογίας (όπως, φερ’ ειπείν, τα φτερά πίσω από την δρακομάνα Ντάνι ή το πλάνο με τον Χάουντ να στέκεται απέναντι από τον απέθαντο αδερφό του στα χαλάσματα του παλατιού, με το φως να πέφτει απειλητικά πάνω τους), την στιγμή που η μουσική και η κινηματογράφηση ήταν καλύτερες από ποτέ.
Όσο για το σενάριο; Τα λάθη ήταν πολλά και ο συγκεκριμένος κύκλος ήταν σαφώς ο ασθενέστερος όλων, όμως οι Βάις και Μπένιοφ επέλεξαν να ρίξουν οικειοθελώς τους τόνους.
Ξέρετε, καμιά φορά ο κόσμος δεν τελειώνει με μια μεγαλειώδη έκρηξη.
Τελειώνει μ’ έναν λυγμό.
«Μην κλαις επειδή τελείωσε. Χαμογέλα επειδή συνέβη»
Αυτό ήταν, λοιπόν. Τα φώτα έσβησαν, το αίμα στέρεψε, η τελευταία πένθιμη νότα πατήθηκε, οι πρωταγωνιστές, που μια φορά κι ένα κάποτε ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς μας, δε μένουν πια εδώ.
Όταν περάσουν ορισμένα χρόνια και υπάρξει η απαραίτητη απόσταση ανάμεσα στο αλγεινό «τώρα» και στο ασφαλέστερο «ύστερα», η τάξη θ’ αποκατασταθεί: αυτό το 4.4 που είναι η βαθμολογία του The Iron Throne στο imdb θα μοιάζει με κακόγουστο αστείο απειράριθμων
«θυμωμένων» παιδιών, ενώ το GoT θα συνεχίσει να λογίζεται ως μια από τις καλύτερες σειρές ever.
Σε καμία περίπτωση ως το νο1, όμως ήταν το πρώτο σήριαλ που κοίταξε τον κινηματογράφο τόσο έντονα στα μάτια και τον ανάγκασε να κατεβάσει το βλέμμα. Ο κόσμος τώρα κλαίει γιατί θα το στερηθεί για πάντα, όμως θα έπρεπε να χαμογελά, πολύ απλά γιατί συνέβη.
Μέχρι να έρθει το μέλλον, όμως, η «αντίδραση» είναι κατανοητή: ουδείς θέλει να βλέπει τα φώτα να σβήνουν. Κανείς δε γουστάρει το “The End” που χορεύει νωχελικά στην οθόνη. Σε κανέναν δεν αρέσει αυτή η ησυχία που απλώνεται όταν ο Σνόου φεύγει με τους Άγριους στο δάσος. Το κοινό, όταν φτάνει σε σημείο καινοφανούς αγάπης, δε θέλει κανένα φινάλε. Θέλει τα πάντα να διαρκέσουν για λίγο περισσότερο.
Για λίγο, έστω.
Για λίγο ακόμα.
Ποιος ανόητος επιθυμεί, όσο η ιστορία αναπνέει ακόμα, ένα απότομο STOP;
Ποιος;
Ποιος θέλει και αντέχει να δει το τελ…;