Fear Street: Εφηβικός τρόμος, horror φόροι τιμής και μπόλικο αίμα

Ένα από τα πιο γοητευτικά και αγαπητά υποείδη στο είδος του Horror είναι εκείνο του «εφηβικού τρόμου». Είναι ένα είδος που παρά το γεγονός ότι απευθύνεται κατά βάση σε άτομα που βρίσκονται στην εφηβεία, γίνεται όλο και πιο γοητευτικό και όλο και πιο αγαπητό στους οπαδούς του genre όσο εκείνοι απομακρύνονται από την εφηβεία, όσο περισσότερο ενήλικοι γίνονται. Αυτό φυσικά είναι εξηγήσιμο με μια μόνο λέξη: νοσταλγία.

Έτσι, αν και κλασικά franchise εφηβικού τρόμου όπως το «Halloween», το «Παρασκευή και 13», ο «Εφιάλτης στο δρόμο με τις Λεύκες», το «Scream» κτλ προορίζονται πρωτογενώς για να κάνουν τα παιδιά που βρίσκονται στην εφηβεία να… ουρλιάζουν, δεν υπάρχει οπαδός του horror που να μην τα γουστάρει. Και αυτό ανεξαρτήτως ηλικίας.

Την δεκαετία του ’90 το (υπο)είδος του «εφηβικού τρόμου» απέκτησε με τη σειρά του ένα ακόμα παρακλάδι, αυτό του «παιδικού τρόμου». Η σειρά βιβλίων «Ανατριχίλες» που έγινε και τηλεοπτική σειρά (και για την οποία κάποια στιγμή θα γράψουμε μερικά λογάκια γιατί την αγαπάμε) καθόρισε το εν λόγω είδος και πρωτοπόρος αυτής της κατάστασης υπήρξε ο Αμερικανός συγγραφέας (και ξεκάθαρα μεγάλος θαυμαστής του Στίβεν Κινγκ) Ρόμπερτ Λ. Στάιν.

Το τόσο διασκεδαστικό έργο του Στάιν αποφάσισε να τιμήσει τον φετινό Ιούλιο το Netflix δημιουργώντας μια τριλογία ταινιών βασισμένη στην έτερη διάσημη σειρά βιβλίων του Στάιν, τα «Fear Street». Πρόκειται για μια σειρά βιβλίων που εξέδιδε ο Στάιν από το 1989 μέχρι και το 1999 και ουσιαστικά αποτελούσε το πιο σκοτεινό «αδερφάκι» του «Ανατριχίλες». Και αυτό διότι αν και στις «Ανατριχίλες» το παιδικό στοιχείο περιφρουρούταν με επιμέλεια, στο «Fear Street» φλέρταρε ανοικτά με τον «εφηβικό τρόμο» αποτυπώνοντας δολοφονίες, αιματοκυλίσματα, σφαγές και άλλα τέτοια ωραία.

Το σύμπαν του «Feat Street» στήνεται γύρω από την φανταστική πόλη Σέιντισαϊντ, εκεί όπου διαρκώς μυστήρια και τρομακτικά πράγματα συμβαίνουν. Η τριλογία του Netflix (το οποίο ανέβαζε κάθε Παρασκευή του Ιουλίου και από ένα κεφάλαιο) αποτελείται από τρεις πρωτότυπες ιστορίες, οι οποίες όπως μπορεί να φανταστεί κανείς θα έχουν μια συνάφεια μεταξύ τους: τα πάντα ξεκινάνε το 1994, όταν και μια ομάδα εφήβων ανακαλύπτει πως οι δολοφονίες που ανά τακτά χρονικά διαστήματα που συμβαίνουν στην πόλη τους εδώ και δεκαετίες συνδέονται μεταξύ τους και όπως φαίνεται υπάρχει η περίπτωση να είναι αυτοί οι επόμενοι στόχοι.

Η δεύτερη ταινία είναι υπό μια έννοια πρίκουελ της πρώτης και η αφήγηση μεταφέρεται στο 1978, όταν οι καλοκαιρινές διακοπές έχουν έρθει, το σχολείο έχει τελειώσει και η κατασκήνωση του Camp Nightwing γίνεται το σκηνικό μιας ιστορίας τρόμου. Στην τρίτη «ταξιδεύουμε» ακόμα πιο βαθιά στον χρόνο, όπου και γινόμαστε μάρτυρες της απαρχής των δεινών του Σέιντισαϊντ, της μικρής φανταστικής πόλης στην πολιτεία του Οχάιο όπου τα πάντα εξελίσσονται.

Ας τα πιάσουμε λίγο αναλυτικά και ένα-ένα:

Fear Street Part 1: 1994

Το πρώτο «επεισόδιο» της τριλογίας είναι ξεκάθαρο πως αντλεί την έμπνευσή του από το «Scream» (για την ακρίβεια, κάθε επεισόδιο αντλεί περήφανα έμπνευση από μια άλλη horror δημιουργία). Η διαφορά φυσικά είναι πως εδώ το 90s στοιχείο επιδρά αναδρομικά πάνω στον θεατή με όρους νοσταλγίας καθώς και ότι γίνεται πολύ γρήγορα κατανοητό πως πίσω από την απειλή ενός μανιακού δολοφόνου που κυνηγάει τους έφηβους του Σέιντισαϊντ βρίσκεται μια μεταφυσική εξήγηση. Παρά το γεγονός ότι η εναρκτήρια σκηνή της ταινίας είναι εξαιρετικά αγωνιώδης και κοιτάει ευθέως στα μάτια ένα σωρό εναρκτήριες horror σεκάνς που πλέον έχουν μείνει κλασικές, το «1994» είναι μάλλον η πιο αδύναμη ταινία της τριλογίας. Και αυτό διότι η πλοκή φαίνεται πως αδυνατεί ξεδιπλωθεί με τρόπο που να εξελίσσει το αρχικό σεναριακό εύρημα με αποτέλεσμα να υπάρχει διαρκώς μια αίσθηση πως τα τεκταινόμενα δεν έχουν βαρύτητα ενώ με ορισμένες εξαιρέσεις, δεν μπορείς να δεθείς με τους μέτρια γραμμένους και αδιάφορους χαρακτήρες με αποτέλεσμα να μην σε νοιάζει ιδιαίτερα η… μοίρα τους.

Fear Street Part 2: 1978

Αισθητά αναβαθμισμένη σε πολλά επίπεδα σε σχέση με την πρώτη ταινία της σειράς, το «1978» τικάρει μια σειρά από κουτάκια που το πρώτο μέρος προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να γεμίσει. Εδώ η δράση μεταφέρεται στο 1978 (όπως γίνεται κατανοητό από τον τίτλο της ταινίας), δηλαδή 16 χρόνια πριν τα γεγονότα του πρώτου μέρους. Το τοπίο είναι η καλοκαιρινή κατασκήνωση του Σέιντισαϊντ και εξαιτίας αυτού και μόνο έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ πιο αυξημένο τρόμο. Άλλωστε, οι καλοκαιρινές κατασκηνώσεις έχουν εδραιωθεί στα μυαλά μας ως τα τέλεια horror σκηνικά από την εποχή του «Παρασκευή και 13» και το επεισόδιο καταφέρνει στο έπακρο τόσο να εκσυγχρονίσει τον φόβο του κλασικού franchise όσο και να αποτίσει έναν φόρο τιμής σε αυτό. Συν τοις άλλοις, τόσο οι χαρακτήρες όσο και οι δεσμοί που προκύπτουν μεταξύ τους κάνουν ακόμα πιο γοητευτική την ιστορία, η αγωνία είναι αληθινή ενώ το φινάλε της ταινίας είναι όλα τα λεφτά: τόσο η μεγάλη αποκάλυψη που καθορίζει το επεισόδιο όσο και η κλιμάκωση του αιματοκυλίσματος είναι ακριβώς ό,τι θέλουμε από ένα εφηβικό, καλοκαιρινό horror. Και κάπως έτσι, το «1978» έσωσε ουσιαστικά την συγκεκριμένη τριλογία και από εκεί που το πρώτο μέρος δεν μας είχε ψήσει ιδιαίτερα, μας έκανε τελικά να γουστάρουμε την αναμονή για το τρίτο μέρος.

Fear Street Part 3: 1666

Μάλλον η πιο άνιση δημιουργία της τριλογίας καθώς έχει μια διπλή αποστολή να φέρει εις πέρας και αποδεικνύεται πως δεν μπορεί να το καταφέρει αποτελεσματικά. Διότι εκτός από το να μας μεταφέρει στο μακρινό 1666 όπου και τα πάντα ξεκίνησαν για την καταραμένη πόλη του Σέιντισαϊντ (πρόκειται ουσιαστικά για το origin όλης της ιστορίας), το «1666» έχει και το καθήκον να «γυρίσει» στην πρώτη ταινία ολοκληρώνοντας το flashback που ξεκίνησε με το δεύτερο επεισόδιο. Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι και το καλύτερο. Μεταφερόμαστε σε ένα μικρό, θρησκόληπτο και φτωχό αγροτικό χωριό του 1666, το οποίο είναι η κωμόπολη που μας απασχολεί σε όλη την τριλογία και βλέπουμε την περιπέτεια μιας έφηβης, η οποία θεωρείται μάγισσα στο χωριό και κυνηγιέται αδυσώπητα ως τέτοια. Αν το πρώτο μέρος είχε αναφορά στο «Scream» και το δεύτερο στο «Παρασκευή και 13», το τρίτο εμπνέεται και τιμά ξεκάθαρα ένα πολύ πιο πρόσφατο horror. Ο λόγος για το «The Witch» του 2015, το ντεμπούτο δηλαδή του Ρόμπερτ Έγκερς, που πρόσφατα μας χάρισε και τον «Φάρο». Παρά το γεγονός ότι το «1666» διατηρεί την εφηβική διάθεσή του, αναπόφευκτα -εξαιτίας της βασικής του επιρροής- είναι και η πιο μαύρη και απαισιόδοξη δημιουργία της τριλογίας και ως εκ τούτου, η καλύτερη. Ή μάλλον… θα ήταν η καλύτερη αν δεν έπρεπε να γίνει και η γέφυρα με το «1994»: παρά το γεγονός ότι το «1666» κάνει ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα παντρεύοντας τον εφηβικό τρόμο με το νέο ρεύμα του horror σινεμά, το φινάλε που έχει εντελώς άλλο ύφος μας τα χαλάει λίγο. Αλλά ας είναι…

Σε κάθε περίπτωση το καλοκαίρι είναι ό,τι πρέπει για τέτοιες προσπάθειες και εξαιτίας αυτής της τριλογίας του Netflix πήραμε μια πολύ δυνατή horror δόση αυτόν τον καυτό Ιούλιο. Μπορεί η αφέλεια να ήταν διάχυτη στην τριλογία αλλά άπαντες ξέρουμε πως αυτή ακριβώς η αφέλεια είναι που προσδίδει γοητεία στο συγκεκριμένο είδος τρόμου. Όσοι άλλωστε έχουμε απενοχοποιήσει τον εθισμό στην νοσταλγία ήταν δεδομένο πως θα το απολαμβάναμε.