Dragged Across Concrete ή Η πικρή βιοπάλη δυο λευκών Αμερικάνων μπάτσων

Δυο μπάτσοι σκληροί και βίαιοι αλλά πάνω απ’ όλα βιοπαλαιστές, διάολε. Διότι μην νομίζετε: στις ΗΠΑ περνάνε και οι λευκοί ζόρια, όχι μόνο οι Μεξικάνοι και οι μαύροι όπως η μόδα της πολιτικής ορθότητας θέλει να μας πείσει. Αυτό ισχύει και για τους δυο πρωταγωνιστές μας, που αφενός είναι σκληροί και δεν μασάνε αλλά αφετέρου, για να μην μπερδεύεστε, δεν είναι τίποτα κυνικοί και χωρίς ευαισθησίες τύποι. Εντάξει, είναι λιγομίλητοι (τόσο βολικά λιγομίλητοι που είναι σαν να κάνουν χάρη σε ένα φτωχό σενάριο) σαν σύγχρονοι καουμπόηδες αλλά πίσω από το γοητευτικό αυτό στυλ, η ευαισθησία ξεχειλίζει.

Τα παιδιά μας (ο Μελ Γκίμπσον και ο Βινς Βον δηλαδή) έχουν αρχές και αξίες. Δεν δουλεύουν απλά για τα λεφτά. Το να προστατεύουν την κοινωνία από την διάχυτη εγκληματικότητα είναι το μεγάλο τους κίνητρο. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο ένας έχει περάσει τα 60 και ξημεροβραδιάζεται ακόμα στους δρόμους και τις περιπολίες αντί να έχει αράξει σε ένα γραφειάκι σαν κοινός δημόσιος υπάλληλος. Το έχει πληρώσει με έλλειψη χρημάτων και άνεσης αλλά και πάλι καλά να λέμε: ευτυχώς, βρε παιδιά, που υπάρχουν ακόμα κατι τέτοιοι ήρωες ανάμεσά μας.

Οι δυο συνεργάτες θα τεθούν σε διαθεσιμότητα πληρώνοντας έτσι την καταπάτηση δικαιωμάτων ενός εμπόρου ναρκωτικών στην οποία προέβησαν κατά τη διάρκεια της σύλληψής του. Και κάπως έτσι, τα οικονομικά τους προβλήματα θα διογκωθούν. Και σύντομα, θα πάρουν την μεγάλη απόφαση: θα διανύσουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία και θα επιχειρήσουν να βγάλουν λεφτά κεφαλαιοποιώντας τις γνώσεις τους για το πως λειτουργεί ο υπόκοσμος. Άλλωστε, αφού το σύστημα της νομιμότητας που υπηρέτησαν με πίστη τόσα χρόνια τους συμπεριφέρθηκε έτσι, οι ίδιοι γιατί να συνεχίσουν να το σέβονται;

Με αυτή την υπόθεση ως βάθρο εκκίνησης, ο Σ. Κρεγκ Ζάχλερ υπογράφει την τρίτη και σίγουρα την πιο ώριμη ταινία του, με δεδομένο πως μέσω αυτού του Crime Drama δημιουργήματός του απελευθερώνει πλήρως τις κοινωνικές του αντιλήψεις διαλύοντας κάθε αμφιβολία θα μπορούσε να έχει κανείς για την πάρτη του. Οι συζητήσεις άλλωστε, αναφορικά με την «περίεργη» πολιτική του οπτική δημιουργήθηκαν από την πρώτη ταινία του. Αν και τότε, οι κατηγορίες πως απεικονίζει με ρατσιστικά στερεοτυπικό τρόπο τους Ινδιάνους στο γουέστερν-ντεμπούτο του, «Bone Tomahawk» αντιμετωπίστηκαν ως υπερβολικές. O Ζάχλερ, στην δεύτερη ταινία του με τίτλο «Brawl in Cell Block 99», μας αφηγήθηκε την οδύσσεια ενός λευκού Αμερικάνου πατριώτη που για οικονομικούς λόγους εμπλέκεται στον κόσμο του εγκλήματος για να τα βάλει τελικά με ορδές στερεοτυπικών Μεξικάνων villains και έτσι, οι πάλαι ποτέ υπερβολικές κατηγορίες προς το πρόσωπό του για ρατσισμό άρχισαν να μοιάζουν εύλογες. Και τελικά, έρχεται το «Dragged Across Concrete», η τρίτη ταινία του, στην οποία ο Ζάχλερ, σχετικά αναγνωρισμένος πλέον, αγκαλιάζει για τα καλά τον ρατσισμό του.

Φυσικά, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα αντιληφθούν την εν λόγω ταινία μέσα από ένα άλλο πρίσμα και μόνο ρατσιστικά κίνητρα του σκηνοθέτη δεν θα δουν. Αντίθετα, θα θεωρήσουν το «Dragged Across Concrete» μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να τρολάρει την μόδα της πολιτικής ορθότητας, η οποία έχει επιβάλλει ένα πνεύμα πούρου φιλελευθερισμού στις χουλιγουντιανές δημιουργίες με αποτέλεσμα να δίνεται μεγάλη σημασία στο φαίνεσθαι και να υποτιμάται το περιεχόμενο. Προφανώς, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαιτέρως έξυπνος για να κατανοήσει πως όταν αυτή η κριτική γίνεται μέσω της υπεράσπισης και της επαναφοράς των ρατσιστικών στερεοτύπων που (όντως) καθόρισαν μια σειρά από χολιγουντιανές ταινίες τις προηγούμενες δεκαετίες, τότε έχουμε να κάνουμε με μια κριτική που γίνεται από ακροδεξιά σκοπιά.

Με άλλα λόγια, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν ο Ζάχλερ είναι ένας συνειδητός φασίστας ή ένας απολίτικος αντιδραστικός με έλλειψη σύνθετης σκέψης απέναντι στην (όντως, συζητήσιμη κατά τα άλλα) μορφή της πολιτικής ορθότητας στις τέχνες. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία διότι το αποτέλεσμα είναι, τελικά, το ίδιο. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία διοτι ακόμα και αν δεχθούμε πως τα κίνητρα του Ζάχλερ δεν είναι φασιστικά, τότε αυτόματα ένα πολύ συγκεκριμένο συμπέρασμα προκύπτει: την σήμερον ημέρα, η άνευ όρων εναντίωση στην έννοια της πολιτικής ορθότητας στην τέχνη (σε αντίθεση με την κριτική ματιά απέναντί στη μόδα της…) σε οδηγεί αντικειμενικά και νομοτελειακά στην αγκαλιά της ακροδεξιάς.

Υπό αυτή την έννοια, να μας συγχωράτε, αλλά μοιάζει αδύνατο να είναι κανείς σκεπτόμενος θεατής και ταυτόχρονα, να μην μπορεί να αντιληφθεί πως από όποια σκοπιά και αν το πιάσεις και όποιες πρωταρχικές προθέσεις και αν διακρίνεις, το «Dragged Across Concrete» είναι ένα ξέπλυμα του αστυνομικού σώματος των ΗΠΑ και μάλιστα, σε μια περίοδο που οι αναμνήσεις από διαφόρων ειδών αυθαιρεσίες (ακόμα και δολοφονίες…) πάνω σε μέλη μειονοτήτων είναι εξαιρετικά νωπές. Ακόμα και η διάθεση να τρολάρεις επί αυτής της πραγματικότητας σε μετουσιώνει στην καλύτερη σε άνθρωπο με σκουπιδένιες αντιλήψεις (αν η έννοια του ακροδεξιού φαντάζει too much). Βέβαια, ακόμα και το υποτιθέμενο άλλοθι του τρολαρίσματος μοιάζει μάλλον ασόβαρο όσον αφορά αυτή την ταινία.

Είναι χαρακτηριστικό πως αν και το φιλμ βρίθει από σκηνές βίας -έχουμε να κάνουμε άλλωστε με έναν ύμνο στην exploitation αισθητική- «τσιγκουνεύεται» χαρακτηριστικά να πασπαλίσει με βία την περιβόητη στιγμή της αστυνομικής αυθαιρεσίας που οδηγεί στη διαθεσιμότητα τους δυο μπάτσους και εν τέλει ενεργοποιεί τα κινήτρά τους. Τι και αν ο Ζάχλερ γουστάρει όσο τίποτα άλλο να γεμίζει την οθόνη με αιματοχυσίες και καφριλίκι; Όταν οι δυο πρωταγωνιστές συλλαμβάνουν τον Λατίνο ναρκέμπορο, τότε, κόντρα στον χαρακτήρα τους, είναι σαν να διακατέχονται από έναν ξαφνικό κατακλυσμό πολιτικής ορθότητας στις αντιλήψεις τους.

Ναι, θεωρητικά οι δυο μπάτσοι αυθαιρετούν πάνω στο καθίκι που μόλις έχουν συλλάβει, αλλά ουσιαστικά, είναι τόσο soft η συμπεριφορά τους που αντικειμενικά, μοιάζει απίστευτα υπερβολική η εξοντωτική τιμωρία τους από τους ανώτερούς του. Αν ο Ζάχλερ είναι o αδιάφορος περί πολιτικών κάφρος που διατείνονται διάφοροι θαυμαστές του πως είναι (και όχι ένας ακροδεξιός του κερατά), δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποδυναμώσει τόσο καθοριστικά τον ρεαλισμό της συγκεκριμένης σεναριακής στροφής. Εκτός και αν μέσω αυτού ήθελε να περάσει το μήνυμα πως η ξαφνική άνοδος του δικαιωματισμού στις ΗΠΑ του Ομπάμα, θέριεψε έναν ρατσισμό στον οποίο δεν δίνουμε σημασία αλλά υπάρχει: τον ρατσισμό εναντίον των λευκών που θα πληρώσουν πράξεις για τις οποίες δεν φταίνε. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την έκφραση της τέλειας ακροδεξιάς φαντασίωσης. Το αν αυτό εκφράζεται λόγω βλακείας του Ζάχλερ ή λόγω ακροδεξιάς κουλτούρας, καμία σημασία δεν έχει: άλλωστε η συγκεκριμένη μορφή βλακείας δεν απολαμβάνει καμία εξαίρεση από την σκληρή κριτική (όπως άλλες μορφές βλακείας).

Δεν έχει πολύ νόημα να επικεντρώνουμε σε κάθε σκηνή που ο Ζάχλερ επιβεβαιώνει πως η τρίτη ταινία του θέτει από τώρα υποψηφιότητα για το σκουπίδι της χρονιάς αλλά είναι αδύνατο να μην σταθούμε σε μια συγκεκριμένη σεκάνς. Σε ένα σημείο της ταινίας, η έφηβη κόρη του Μελ Γκίμπσον γυρίζει σπίτι της και γίνεται θύμα τραμπουκισμού από μια παρέα μαύρων παιδιών ενώ στην ακριβώς επόμενη σκηνή, ο προβληματισμένος πατέρας της διαπιστώνει πως πρέπει να αλλάξουν γειτονιά και πως δεν είναι κατάσταση άλλο πια αυτή. Διαπιστώνει όμως και κάτι ακόμα: ότι με τόσο χάλια οικονομικά δεν παίζει να μετακομίσουν ποτέ.

Η συνειδητοποίηση του γερασμένου Μελ Γκίμπσον είναι καθοριστική: πληρώνει την τιμιότητά του, τιμωρήθηκε από το σύστημα επειδή ήταν αφοσιωμένος μπάτσος, επειδή έκανε σωστά τη δουλειά του. Η εκδικητικότητα απέναντι σε όλους εκείνους που τιμούν το αστυνομικό σήμα τους είναι τόσο σκληρή που την πληρώνουν και οι οικογένειές τους. Ο Φώσκολος και ο αστυνόμος Θεοχάρης του θα ήταν περήφανοι για την επίδραστικότητά τους πάνω στον υποτιθέμενο «νέο Ταραντίνο».

Αυτό το τελευταίο φυσικά, μόνο ως αστείο μπορεί να εκλαμβάνεται όσο συχνά και αν ειπώνεται τώρα τελευταία. Διότι αν υπάρχει κάτι στο οποίο να μπορεί να συγκριθεί ο Ζάχλερ με τον Ταραντίνο, αυτό είναι μόνο η αγάπη τους για τις παλιές b-movies ταινίες και κατ’ επέκταση το exploitation σινεμά. Κατά τα άλλα, τίποτα κοινό δεν μοιράζονται οι δυο τους (πέρα ίσως από ότι ο Ζάχλερ προσπαθεί πολύ να πλασαριστεί ως διαδοχός του Ταραντίνο αντί για κακή του ρέπλικα).

Διότι ο Ταραντίνο, ακόμα και αν ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει την δημιουργική έμπνευση των πρώτων τριών ταινιών του, δεν σταματήσε ποτέ να εξελίσσει την δυνατότητά του να σχολιάζει και κατ’ επέκταση να τολμά την αποδόμηση του σινεμά που έκανε μπαμ πως αγαπούσε. Οι ταινίες του υπήρξαν τόσο σημαντικές για την ποπ κουλτούρα διότι, υιοθετώντας μια οριακά σατιρική οπτική για τους χαρακτήρες του, εκσυγχρόνιζε και επιτύγχανε την μετεξέλιξη περιεχομένων που κάποτε αντιστοιχούσαν μόνο σε b-movies.

Ο Ζάχλερ είτε δεν έχει την ικανότητα είτε δεν έχει καν την πρόθεση να κάνει κάτι τέτοιο: όχι μόνο δεν σαρκάζει τους κλισέ και μάτσο χαρακτήρες του αλλά αντίθετα, τους αντιλαμβάνεται σαν πρότυπα και εκθειάζει τόσο πολύ τα συστατικά τους στοιχεία φροντίζοντας να υπερτονίσει τον παραλογισμό του περιβάλλοντός τους (και το πόσο αγέρωχα στέκονται οι ίδιοι οι ήρωές του μέσα σε αυτό). Είναι ένας σκηνοθέτης που δεν ενδιαφέρεται να «πειράξει» τα παλιομοδίτικα στοιχεία που εκ των πραγμάτων φαίνονται ξεπερασμένα διότι τα σέβεται πολύ και θέλει να τα επαναφέρει αυτούσια στο σήμερα: με μια φράση δηλαδή, είναι ένας συντηρητικός καλλιτέχνης (σε αντίθεση με τον Ταραντίνο που μόνο αυτό δεν μπορεί να του χρεωθεί).

Σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις όσων ψαρώνουν με τις μακρόσυρτες σιωπές, τα αινιγματικά βλέμματα και τους bromance διαλόγους, ο Ζάχλερ είναι ανίκανος να φτιάξει «γκρίζους»χαρακτήρες και στο «Dragged Across Concrete» αυτό γίνεται περίτρανα κατανοητό (άλλος ένας λόγος που μόνο σαν κακέκτυπο του Ταραντίνο μπορεί να λογιστεί). Κάτω από την επιφάνεια των καλοβαλμένων (και όχι καλογραμμένων) χαρακτήρων του, ο Ζάχλερ τους χωρίζει απροκάλυπτα σε στεροτυπικά «καλούς» και στερεοτυπικά «κακούς» – ειδικά για τους δεύτερους δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια για κάτι άλλο.

Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι στους στερεοτυπικά «καλούς» βρίσκεται και ο χαρακτήρας ενός μαύρου ανθρώπου που όχι μόνο παρουσιάζεται εξαρχής στον κόσμο της παρανομίας (!)αλλά είναι οριακά και συμπρωταγωνιστής των δυο μπάτσων (ακόμα και αν οι ιστορίες τους εξελίσσονται παράλληλα μέσα στην αφήγηση της ταινίας). Πραγματικά, ποιος θα περίμενε μια τόσο ανοιχτόμυαλη σκέψη από τον Ζάχλερ: ο χαρακτήρας ενός μαύρου είναι αψεγάδιαστα «καλός»! Ουάου!

Η προσπάθειά του βέβαια να ταυτίσει σε κίνητρα, ψυχοσύνθεση και αντιλήψεις έναν μαύρο που μόλις βγήκε από τη φυλακή και προσπαθεί να επιβιώσει με δυο λευκούς μπάτσους που απλά τέθηκαν σε διαθεσιμότητα είναι αληθινά για γέλια. Ίσως θα έπρεπε να τον ενημερώσει κάποιος για τις δολοφονίες μαύρων ανθρώπων από την αστυνομία στη χώρα του, μιας και είναι κρίμα να επιχειρεί να κάνει κοινωνικούς σχολιασμούς τέτοιου τύπου χωρίς να ξέρει τα βασικά. Ή ίσως απλά να τα ξέρει και να θεωρεί πως εκείνος που τραβάει το όπλο και εκείνος που δέχεται τη σφαίρα είναι στην πραγματικότητα εξίσου καταπιεσμένοι άνθρωποι. Ποιος ξέρει…

Γενικά, όσο παρακολουθείς το «Dragged Across Concrete» ένα μεγάλο ερώτημα δημιουργείται για τον δημιουργό του: βλάκας ή φασίστας; Η απάντηση φυσικά όταν έχουμε να κάνουμε με θεματολογίες όπως αυτής της ταινίας, είναι ένα ρητορικό ερώτημα: στην Αμερική του Τραμπ, ποια η διαφορά;