«Creed 3»: Ένα underdog που έγινε κατεστημένο…

Αν ο Αντόνις Κριντ, ο χαρακτήρας που μας συστήθηκε για πρώτη φορά το 2015 ως πρωταγωνιστής ενός franchise με το όνομά του και το οποίο ταυτόχρονα ήταν και ένα spin off της θρυλικής σειράς ταινιών «Ρόκι», ήταν ένας αληθινός αθλητής, ένα μεγάλο καημό θα είχε: να απεγκλωβιστεί από την σκιά δυο μυθικών φιγούρων που στέκουν πάνω από την καριέρα του και την κάνουν να ετεροκαθορίζεται από αυτές. Ο λόγος φυσικά για τον πατέρα του, Απόλο Κριντ και κυρίως, τον μέντορά του, τον Ρόκι Μπαλμπόα, που στο πρόσωπο του Αντόνις έβλεπε τον συνεχιστή της παράδοσής του.

Άλλωστε ούτε το πρώτο «Creed» αλλά ούτε και το πρώτο σίκουέλ του θα μπορούσαν να σταθούν αυτόνομα χωρίς την παρακαταθήκη των «Ρόκι» ταινιών. Ειδικά το «Creed 2» αντλούσε ολόκληρη την αίγλη του από το γεγονός ότι επί της ουσίας αποτελούσε ευθέως ένα σίκουελ του «Ρόκι 4», προσγειωμένο ωστόσο σε πιο δραματικές νόρμες καθώς η τιτανομαχία του πρωταγωνιστή με τον Βίκτορ Ντράγκο στήθηκε με πρόθεση να είναι πολύ πιο σοβαρή (ή, τέλος πάντων, σοβαροφανής) από την αφελή κόντρα του Ρόκι με τον μπαμπά Ντράγκο που είχε προηγηθεί κατά περίπου τρεις δεκαετίες.

Το «Creed 3» συνιστά επί της ουσίας αυτόν τον απεγκλωβισμό από το πατρικό franchise. Την ενηλικίωση ετούτου του spin off μακριά από οτιδήποτε το γέννησε. Μάλλον δεν είναι και τυχαίο το γεγονός ότι ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν αυτή τη φορά δεν είναι απλά ο πρωταγωνιστής αλλά και ο σκηνοθέτης της ταινίας: το franchise πλέον βρίσκεται για τα καλά στους ώμους του. Για πρώτη φορά εδώ δεν υπάρχει Ρόκι, δεν αναφέρεται καν το όνομά του κατά τη διάρκεια του «Creed 3» και η ταινία ανήκει εξ’ ολοκλήρου στον πρωταγωνιστή της.

Ακόμα και το βασικό στόρι θα μπορούσε να την καθιστά το σημείο μηδέν της ιστορίας του βασικού πρωταγωνιστή: κυριολεκτικά, το «Creed 3» δεν έχει ανάγκη καν τα δυο πρώτα μέρη για να σταθεί. Το κάνει από μόνο του. Αυτοτελώς. Το πράγμα πάει ως εξής: Ο Αντόνις αποσύρεται από την πυγμαχία ως παγκόσμιος πρωταθλητής, γίνεται μάνατζερ νέων αθλητών και ζει μια πλούσια, χαρούμενη και ξέγνοιαστη οικογενειακή ζωή. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται ο Ντέιμιαν, ένας παιδικός φίλος και κάποτε πολλά υποσχόμενος πυγμάχος. Ο Ντέμιαν πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του στη φυλακή, επειδή σαν μικρά παιδιά εκείνος και ο Κριντ έκαναν διάφορες αλητείες, από τις οποίες ωστόσο ο Αντόνις την έβγαλε λάδι. Ο Ντέμιαν ανυπομονεί να αποδείξει σε όλους ότι είναι μεγαλύτερος πυγμάχος από τον παιδικό του φίλο. Η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο πρώην φίλους είναι αναπόφευκτη. Ο Αντόνις θα γυρίσει στα ρινγκ για να λύσει τους λογαριασμούς του με τον πάλαι ποτέ κολλητό του, που σήμερα θέλει να τον ρίξει νοκ άουτ.

Ως θεατές θα πρέπει να ξεπεράσουμε καταρχήν το γεγονός ότι ένα origin στόρι σκάει ουρανοκατέβατο και ενώ δεν είχαμε ιδέα για αυτό εδώ και δύο ταινίες. Βολικό για την πλοκή της ταινίας αλλά κομματάκι ξεπέτα υπό την έννοια πως μια τόσο σημαντική υπο-ιστορία της ζωής ενός χαρακτήρα που βλέπουμε να εξελίσσεται εδώ και δυο ταινίες δεν μπορεί να μας πείσει ως προς την βαρύτητά της. Όχι γιατί δεν διακατέχεται από αληθινή βαρύτητα σε μεμονωμένο επίπεδο αλλά ακριβώς διότι εδώ δεν μπορούμε να μιλάμε σε μεμονωμένο επίπεδο: έχουμε το τρίτο κεφάλαιο μιας ιστορίας και μας ξενίζει το γεγονός ότι ξαφνικά το σενάριο αποφασίζει να τον φορτώσει με μια ιστορία και έναν χαρακτήρα που δεν είχε αναφερθεί για δύο ταινίες.

Αυτό βέβαια το στοιχείο μπορεί εύκολα να αγνοηθεί και καταχρηστικά να προσεγγίσουμε το «Creed 3» μέσα από την αυτοτέλεια που θέλει να έχει. Εδώ που τα λέμε άλλωστε, η ίδια η ύπαρξη του Αντόνις και κατ’ επέκταση το ίδιο το franchise έχει σκάσει ουρανοκατέβατο αφού απαιτεί από εμάς να κάνουμε την παραδοχή πως ο Απόλο Κριντ είχε έναν γιο και απλά δεν έτυχε να ακούσουμε για αυτόν στις παλιές «Ρόκι» ταινίες, παρά μόνο όταν αποφασίστηκε να γίνει πρωταγωνιστής ενός spin off. Ας προσπεράσουμε λοιπόν την ανακολουθία του «Creed 3»: άλλωστε όλο το franchise συνιστά ανακολουθία.

Κατά τα άλλα, υπάρχει ένα μεγάλο θετικό στοιχείο αλλά και ένα μεγάλο αρνητικό στοιχείο στο «Creed 3» με το ένα να παλεύει διαρκώς να καπελώσει το άλλο. Το θετικό είναι πως ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν είναι άψογος γνώστης του τι χρειάζεται μια τέτοιου τύπου ταινία για να δουλέψει καλά και να μας κάνει να γουστάρουμε κατά την θέασή της. Μπορεί να μην συμβαίνει κάτι πρωτότυπο εδώ αλλά δεν μας νοιάζει ιδιαίτερα: οτιδήποτε κάνει απόλαυση μια μποξ ταινία βρίσκεται εδώ και τα 113 λεπτά της ταινίας κυλάνε σαν νερό.

Οτιδήποτε; Όχι ακριβώς. Να το ένα αρνητικό της ταινίας: ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν είναι τόσο ερωτευμένος με τον χαρακτήρα του που αδυνατεί να κατανοήσει ότι η ατομική του πορεία σε συνδυασμό με το προσωπικό στόρι του αντιπάλου του, μας ωθεί αυθόρμητα να συμπαθούμε περισσότερο τον ανταγωνιστή παρά τον πρωταγωνιστή! Γιατί; Μα γιατί είναι το αουτσάιντερ, το underdog της υπόθεσης.

Είναι άλλωστε περίπου δομικό στοιχείο αυτών των ταινιών να τάσσεται σχεδόν αυθόρμητα ο θεατής με τον πιο αδύναμο της υπόθεσης, εκείνον που καλείται να κάνει μια υπέρβαση για να επικρατήσει μέσα στο ρινγκ, τη στιγμή που ο αντίπαλός του μοιάζει το απόλυτο φαβορί. Εδώ ο πόλος του Αντόνις είναι ο ισχυρός: έχει λεφτά, πλούσια καριέρα πίσω του, εκπαίδευση στις καλύτερες συνθήκες, είναι ένας αστέρας του αθλήματος. Και απέναντί του είναι ένας τύπος που μεγάλωσε στις φυλάκες, είναι ακατέργαστο ταλέντο, αγωνίζεται μέσα από την διαίσθησή του και επιχειρεί κάτι φαινομενικά ακατόρθωτο: να γίνει πρωταθλητής επιστρέφοντας στο μποξ σε μεγάλη ηλικία και έπειτα από μια 20ετία αποχής. Ειλικρινά, γιατί σε αυτή την κόντρα να είναι κανείς με τον Αντόνις και όχι με τον αντίπαλό του; Και πόσο «είδηση» θα ήταν να νικήσει τον αντίπαλό του; Μάλλον καθόλου: θα ήταν ο ορισμός της προβλεψιμότητας.

Ο Αντόνις είναι ένα πάλαι ποτέ underdog που πλέον έχει γίνει κατεστημένο. Ναι, σε επίπεδο ρυθμού, κινηματογράφησης, «χορογραφίας» μέσα στο ρινγκ, το «Creed 3» αποτελεί πρότυπο για ταινία του είδους. Υπό αυτή την έννοια, είναι μια πέρα για πέρα απολαυστική ταινία. Απλά θα προτιμούσαμε ξεκάθαρα να μην «καλούμασταν» να πάρουμε το μέρος του πρωταγωνιστή μόνο και μόνο από συνήθεια και όχι επειδή θα μας ανάγκαζε τα ταυτιστούμε μαζί του…

Διαβάστε επίσης:

The Whale ή Πώς θα ήταν μια δραματική ταινία του Μάρκου Σεφερλή

«The Lost Daughter»: Ωδή στη γυναικεία ματιά

«Η Τελευταία Μονομαχία»: Κανένας μεσαίωνας δεν είναι επικός