Κατά παράδοση και με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι animated ταινίες που βασίζονται σε κόμιξ ή εικονογραφημένες νουβέλες έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις αντίστοιχες live action ταινίες με ηθοποιούς. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι διάφοροι, αλλά ξεχωρίζουν ιδιαίτερα δύο:
-
Οι animated ταινίες φαίνεται να υπόκεινται σε καθεστώς πιο χαλαρής εποπτείας από τα κεφάλια των στούντιο. Αυτό συμβαίνει αφενός διότι τα χρήματα που επενδύονται είναι λιγότερα, αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι στην παραγωγή υπεισέρχεται και η τεχνική παράμετρος του σχεδιασμού, για τη οποία ένας τυπικός παραγωγός δεν εύκολα μπορεί να έχει αρκετά εμπεριστατωμένη γνώμη ώστε να παρέμβει, να κάνει ανοησίες και να μολύνει το καλλιτεχνικό όραμα.
- Εξ αντικειμένου μια animated ταινία είναι οπτικά πιο στατική, αφού αποτελεί συρραφή πολλών καρέ που μπαίνουν το ένα πίσω απ’ το άλλο. Έτσι αναγκαστικά, για να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και να μη γίνεται αφάνταστα κουραστική πρέπει να καταφύγει σε μια μορφή αφήγησης που είναι πιο ενεργητική και λιγότερο προφορική, με δράσεις και συμβάσεις. Όλο αυτό προσδίδει μια νότα αφαίρεσης εν γένει σε σχέση με τις live action ταινίες, και η αφαίρεση είναι το στοιχείο το οποίο δραματουργικά προσδίδει στην τέχνη το βεληνεκές της.
Αυτή η ανωτερότητα φάνηκε γλαφυρά και στην animated ταινία Constantine: City of Demons του 2018 που προέκυψε από σύντμηση των επεισοδίων της animated σειράς. Πρόκειται φυσικά για μεταφορά στην οθόνη του ήρωα των κόμιξ «Hellbazer» σε μια σημαντικότατη ιστορία που ζωγραφίζει τον χαρακτήρα από όλες του τις πλευρές, αξιοποιώντας όλα τα χρώματα της ψυχολογικής και συναισθηματικής του παλέτας. Στα ακόλουθα υμνείται η ταινία και περιέχονται spoilers, οπότε συνεχίστε με δική σας ευθύνη. Πριν από αυτό όμως αξίζει μια σύντομη μνεία στα καλλιτεχνικά της ταινίας. Το voice acting, ιδιαίτερα του Ματ Ράιαν, ως Κόνσταντιν, είναι αξιέπαινο, το animation δεν είναι κορυφαίου επιπέδου αλλά είναι όμορφο, ενώ η σκηνοθεσία είναι ορεξάτη, αλλά δεν μπαίνει στον κόπο να κάνει μόστρα, παραμένοντας ξεκάθαρη όσο υπηρετεί πιστά την ιστορία, συχνά με έντονο gore ύφος. Η μουσική λειτουργεί ως συναφηγητής της ταινίας, συντονιζόμενη με το ύφος της, με ωραία νέο-νουάρ στοιχεία.
Στο Constantine: City of Demons, ο πρωταγωνιστής Τζον Κόνσταντιν, δέχεται επισκέψεις από τον πιο στενό παιδικό του φίλο, τον Τσαζ, ο οποίος του ζητά βοήθεια με την κόρη του, υποψιαζόμενος πως το κώμα στο οποίο έχει πέσει η μικρή οφείλεται σε δαιμονική παρέμβαση. Ο Κόνσταντιν σταδιακά συναινεί στο να του παρέχει την απαιτούμενη βοήθεια κι έτσι ξεκινά το ταξίδι του ήρωα να σώσει την κόρη του παλιού του φίλου, σώζοντας κι ένα κομμάτι της ψυχής του παράλληλα, αφού έρχεται ευθέως αντιμέτωπος με λάθη του παρελθόντος.
Η περιγραφή του σεναρίου μπορεί να συνοψιστεί στις παραπάνω βασικές γραμμές. Εκείνο όμως που κάνει πραγματικά σπουδαία την ιστορία είναι ότι όλα τα παραπάνω γεγονότα συνδέονται με το παρελθόν και το παρόν του καθενός ξεχωριστά, αλλά διαπλέκονται με κάποιο νήμα που τελικά τους εμπλέκει όλους. Η ταινία αφηγηματικά καταπιάνεται με την ενοχή του Κόνσταντιν και το ταξίδι του να την καταπολεμήσει. Σε αυτή τη διαδικασία βρίσκεται από την αρχή αντιμέτωπος με τους εσωτερικούς του δαίμονες, οι οποίοι όταν εμφανίζονται ελεύθεροι επιλέγει να τους ξανατραβήξει μέσα, θυσιάζοντας τον εαυτό του για να μην αφεθεί ελεύθερο το κτήνος που τρέφεται στα σπλάχνα του.
Το ιστορικό ξεκινάει από τα τραύματα που δημιουργεί η αλαζονεία της νιότης. Ο Κόνσταντιν βρίσκεται νεαρός σε περιοδεία με την πανκ μπάντα του, όταν στο κλαμπ που παίζουν εκείνο το βράδυ αποφασίζει να καλέσει τον δαίμονα Νεργκάλ για να δώσει ένα μάθημα στον μέντορά του, Άλεξ Λογκ, που χρησιμοποιεί την κόρη του για τελετές. Μέσα στην αμετροέπεια και απροσεξία της εγωιστικής και ξεροκέφαλης φυσιογνωμίας του αγνοεί τον κίνδυνο της πράξης του θεωρώντας ότι θα πολεμήσεις τη φωτιά με τη φωτιά, ένας δαίμονα χρησιμοποιώντας ένας άλλον δαίμονα, ενώ παράλληλα δεν φροντίζει να βάλει δικλείδα ασφαλείας για να μπορέσει να ελέγξει τον δαίμονα. Αποτέλεσμα αυτού είναι η εκτέλεση δεκάδων αθώων θαμώνων του μπαρ και η απαγωγή του κοριτσιού που ήθελε να σώσει από τον Νεργκάλ, ο οποίος την τραβάει στα έγκατα της κόλασης.
Από εκεί και πέρα ο Κόνσταντιν προσπαθεί να ζήσει με το σφάλμα του και τις ολέθριες συνέπειες που είχε αυτό, περνώντας από ψυχιατρεία, απομακρυνόμενος από τον καλύτερο φίλο του και τελικά εξελισσόμενος σε έναν μοναχικό τύπο με πλεόνασμα ενοχών και εσωτερικών τριβών που είναι μάγος και ντετέκτιβ του παραφυσικού. Σε μια περίοδο που ο Κόνσταντιν βρίσκεται σε εσωτερική πάλη εμφανίζεται ο παλιός του φίλος και του ζητάει να σώσει την κόρη του, δίνοντάς του την επιλογή να εξιλεωθεί για τη μοίρα στην οποία καταδίκασε ένα κορίτσι. Το μέσο είναι η λύτρωση ενός άλλου κοριτσιού, του παιδιού του φίλου του.
Το υπόλοιπο της ιστορίας, εξελίσσεται στο Λος Άντζελες, στην πόλη των αγγέλων. Η κόρη του Τσαζ είναι όντως παγιδευμένη από έναν δαίμονα, ο οποίος τη χρησιμοποίησε για να προσελκύσει τον Κόνσταντιν και να τον εκβιάσει ώστε να κάνει τις βρωμοδουλειές του για εκείνον και να εκκαθαρίσει την πόλη από τους υπόλοιπους δαίμονες, σε μια πάλη για το μονοπώλιο της κατανάλωσης ανθρώπινων ψυχών. Αυτός ο δαίμονας είναι ο παλιός γνώριμος του Κόνσταντιν κι έτσι ο πρωταγωνιστής βρίσκεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του. Οι πινελιές που παρουσιάζονται σε όλη αυτήν την πορεία είναι απ’ αυτές που κάνουν τις ιστορίες Κόνσταντιν μοναδικές. Οι δαίμονες δραστηριοποιούνται ειρωνικά στην πόλη των αγγέλων, φτιάχνοντας επιχειρήσεις που εμπορεύονται τις ανθρώπινες ψυχές, τον πόνο και την απόγνωση, όσο η Άντζελα, η συλλογική συνείδηση της πόλης αναζητά διαφυγή από το αδιέξοδο μέσω της βοήθειας του Κόνσταντιν προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να καθαρίσει από τις δαιμονικές συμμορίες. Η συμμαχία αυτή οριστικοποιείται στην τουαλέτα ενός μπαρ-καφέ, στην οποία ο Κόνσταντιν κάνει σεξ με την Άντζελα. Εδώ αναρωτιόμαστε πόσο θεός πρέπει να είσαι για να βάζεις τον ήρωά σου να πηδιέται με το συλλογικό συνειδητό μιας πόλης σε μια τουαλέτα…
Στην ιστορία, όπως και στην πραγματικότητα, διάφοροι δαίμονες μαστίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες, και αυτοί είναι οι ίδιοι δημιουργήματά τους. Σχηματίζουν επιχειρήσεις εντός της αστικής γεωγραφίας με σκοπό να κερδοσκοπήσουν σε βάρος της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, της κακοποίησης και του πόνου. Οι δαίμονες αυτοί είναι πολλοί κι έχουν διαφορετικές καταβολές, άλλοι είναι συλλογικά δημιουργήματα, άλλοι γεννήθηκαν από γενεαλογικά τραύματα κι άλλοι από προσωπικές κατάρες που βρήκαν λιμάνι στις σκοτεινές παρυφές των ανθρώπινων κοινωνιών. Όλοι αυτοί στον πυρήνα τους είναι απόγονοι της κοινωνίας των ανθρώπων, συνεπώς δεν υπάρχει κάτι πιο ταιριαστό από την παρουσία της Άντζελα, της συλλογικής συνείδησης, η οποία σε μια προσπάθεια να μην καταστραφεί ολοσχερώς η πόλη, συμμαχεί προσωρινά με τον δαίμονα Νεργκάλ, ο οποίος υποπίπτει ο ίδιος στο παράπτωμα της αλαζονείας, διεκδικώντας το επιχειρηματικό μονοπώλιο της πόλης, για να νικήσει όλους τους υπόλοιπους.
Το σχέδιο της Άντζελα είναι να πολεμήσει τους δαίμονες αλλά επιλέγει να μην το κάνει ταυτόχρονα με όλους, γνωρίζοντας ότι χρειάζεται μια στρατηγική για να διατηρήσει το ισοζύγιο ισχύος και να μη δώσει έναν χαμένο αγώνα. Έτσι, χρησιμοποιείται ο Κόνσταντιν για μια μάχη, η οποία σε τελική ανάλυση είναι κοινωνική και συλλογική, εφόσον συντονίζεται από την Άντζελα. Όλη αυτή η πάλη όμως δεν έρχεται χωρίς τίμημα. Ο Κόνσταντιν μπορεί να θέλει να επανορθώσει για τις πράξεις του, αλλά η εντροπία έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση και η αντιστροφή κάποιων πραγμάτων απαιτεί την απώλεια άλλων. Έτσι, χρησιμοποιεί τη δύναμη της αγάπης μεταξύ φίλων και της αγάπης των γονιών προς το παιδί για το σώσει, αλλά οι δύο υπαίτιοι τιμωρούνται με τρόπο ο οποίος – ίσως λίγο μηχανιστικά αλλά αρκετά έξυπνα – είναι εντελώς αναλογικός: Ο συνεργός των γεγονότων του κλαμπ, Τσαζ, με τη λιγότερη ευθύνη, τιμωρείται καταδικασμένος να χάσει εντελώς την αγάπη της οικογένειάς του και να ζήσει μόνος και ξεχασμένος από αυτήν. Ο βασικός αυτουργός, Κόνσταντιν καταδικάζεται να χάσει την αγάπη του παιδικού του φίλου και να ζήσει γνωρίζοντας πως ο φίλος του έχασε την οικογένειά του εξαιτίας του. Μια μικρή σπουδή στις ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες είναι πανίσχυρες αλλά όχι άθραυστες. Είναι ικανές να αποτελέσουν το σύνορο μεταξύ πλήρους καταστροφής και διάσωσης, αλλά δεν είναι δεδομένες. Κι η απώλειά τους είναι η ενσάρκωση της πραγματικής μοναξιάς.
Μιλάμε για μια ιστορία που ασχολείται με το προσωπικό και συλλογικό τραύμα, για το αίτιο και το αιτιατό, για το τίμημα που χρειάζεται να πληρωθεί στη μάχη με τα σφάλματα, το παρελθόν και την ενοχή. Στην πραγματική της κλίμακα είναι ένα συλλογικό βίωμα, αλλά παραδίδεται με προσωπική αφήγηση, μέσω ενός χαρακτήρα που είναι όσο ανθρώπινος γίνεται. Το προσωπικό αποτύπωμα του Τζον Κόνσταντιν είναι σαφές, χωρίς εκπτώσεις, εξωραϊσμό αλλά και χωρίς εύκολες καταγγελίες. Εγωπαθής, μοναχικός, καχύποπτος, αλλά με ευαισθησίες και πραγματική ανάγκη εξιλέωσης, παλεύει με τους δαίμονές του. Αλλά όσο κι αν τους πολεμήσει κι όσες μάχες και να κερδίσει στο τέλος της μέρας πάντα θα τον συνοδεύει ένας…