«Candyman»: Οι θρύλοι ζούνε για πάντα

0

Σχεδόν 30 χρόνια μετά την πρεμιέρα του, το Candyman παραμένει ένα από τα καλύτερα horror των 90ς και πλέον αποκτάει την αναγνώριση που του αξίζει.

Όσες/όσοι έτυχε να μεγαλώσουμε στα 90ς γαλουχηθήκαμε με φρικιαστικούς χαρακτήρες τρόμου όπως οι Freddy Krueger, Michael Myers, Jason Voorhees, Chucky και πολλούς άλλους. Μέσα στην λίστα αυτών των κινηματογραφικών δολοφόνων δέσποζε και άλλη μία φιγούρα, σε χαμηλότερη κλίμακα όμως. Ο λόγος για τον Candyman, το φονικό πνεύμα που εμφανίζεται στον καθρέφτη, όταν πεις πέντε φορές το όνομά του. Η εμφάνισή του επιβλητική, οι μέλισσες το σήμα κατατεθέν του και ο ματωμένος γάντζος του στο ακρωτηριασμένο του χέρι τον κατέστησαν μία εφιαλτική φιγούρα που δεν γινόταν να ξεχάσεις.

Σε αντίθεση όμως με τους υπόλοιπους serial killers της οθόνης, ο Candyman δεν ήταν απλά μία φιγούρα τρόμου. Για την ακρίβεια πρόκειται για την αποτύπωση του συλλογικού τραύματος της μαύρης κοινότητας των ΗΠΑ, ένας αστικός θρύλος που γεννήθηκε στα χρόνια της σκλαβιάς και συνεχίζει να υπάρχει όσο υφίστανται οι χρόνιες φυλετικές διακρίσεις.

Δημιούργημα του μεγάλου Clive Barker, ο Candyman έκανε την πρώτη του εμφάνισή του στο σύντομο διήγημα ”The Forbidden”, μέρος της διάσημης horror ανθολογίας του ”The Books of Blood”, εκεί που γεννήθηκαν και άλλες φιγούρες τρόμου, όπως ο Pinhead. Η αρχική του μορφή βέβαια ήταν αρκετά διαφορετική από ότι την μάθαμε μέσω της ταινίας του 1992. Το πρωτότυπο σχέδιο του παρέπεμπε σε μία αόριστη μορφή, με τον περίφημο γάντζο του να ξεχωρίζει. Ο θρύλος του τρομοκρατούσε τις φτωχογειτονιές του Liverpool, κάνοντας παράλληλο ένα υπόγειο κοινωνικό σχόλιο για την ταξική ανισότητα της Αγγλίας.

Ο Bernard Rose ανέλαβε την μεταφορά της ιστορίας στην μεγάλη οθόνη, παίρνοντας αρκετές ελευθερίες. Ενώ κράτησε την βασική δομή του διηγήματος, αντικατέστησε το αστικό περιβάλλον της Αγγλίας με τα γκέτο των ΗΠΑ. Επηρεασμένος από το gentrification (η εγκατάσταση ευκατάστατων οικονομικά όμαδων σε μία περιοχή, ώστε να ανέβει οικονομικά, η οποία συνήθως γίνεται εις βάρος των φτωχότερων στρωμάτων) που είχε σύμβει εκείνα τα χρόνια στο Σικάγο, ο Rose τοποθετησε τον χαρακτήρα στα γκέτο του Cabrini-Green. Έχοντας ένα συγκεκριμένο όραμα στο μυαλό του, έδωσε το ελεύθερο στον Tony Todd να φτιάξει ο ίδιος το origin του χαρακτήρα που θα υποδυόταν. Έτσι λοιπόν ο Candyman μετατρέπεται σε έναν μαύρο καλλιτέχνη και γιο σκλάβου τον 19ο αιώνα, ο οποίος υπέπεσε στο χειρότερο αμάρτημα που μπορούσε να διαπράξει ένας μαύρος εκείνη την εποχή. Ερωτεύτηκε μία λευκή γυναίκα και την άφησε έγκυο. Η πράξη του αυτή οδήγησε σε έναν μαρτυρικό θάνατο και στην δημιουργία ενός αστικού μύθου που υπενθυμίζει στην μαύρη κοινότητα όλα τα βάσανα που υπέστη (και δυστυχώς υπόκειται ακόμα).

Το Candyman έκανε πρεμιέρα το 1992 και κέρδισε αμέσως το κοινό με την ανατριχιαστική ατμόσφαιρά του αλλά κυρίως με την επιβλητική παρουσία του Tony Todd στον ομώνυμο ρόλο που του χάρισε επάξια μια θέση ανάμεσα στους κλασσικούς κινηματογραφικούς serial killers. Η ταινία έχει όλα τα συστατικά των καλών horror της εποχής με αρκετό gore, αίμα και σκηνές γνήσιας ανατριχίλας, παρέα με το υπέροχο score του Philip Glass. Πέρα όμως από το slasher περιτύλιγμά του, πρόκειται για ένα gothic δράμα που λαμβάνει μέρος στην εποχή των 90ς. Ενώ το ταξικό στοιχείο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης, το επίκεντρό του είναι η διαιώνιση των αστικών μύθων, πως καθορίζουν τις κοινωνίες που τους γεννάνε και πως προσαρμόζονται στις μεταγενέστερες γενιές.

Ο Candyman δεν σκοτώνει από ευχαρίστηση αλλά για να διατηρήσει την ύπαρξη του. Όσο οι άνθρωποι πιστεύουν σε αυτόν τόσο ο ίδιος θα υπάρχει και όποιος τον αμφισβητήσει τότε θα υποστεί τις συνέπειες της προσβολής αυτής. Ακόμα όμως και αν εξαφανιστεί, ένας νέος αστικός μύθος θα πάρει την θέση του για να συνεχίσει τον κύκλο τρόμου στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Όσο και να προοδεύει η κοινωνία δεν θα ξεφύγει ποτέ από τον πρωτόγονο φόβο του αγνώστου και από τα συλλογικά τραύματα του παρελθόντος. Ο Candyman συμβολίζει ακριβώς αυτό, παίρνοντας σάρκα και οστά από την καταπίεση αιώνων της μαύρης κοινότητας.

Όπως γίνεται σε κάθε πετυχημένη horror ταινία, ο Candyman κατέληξε άλλη μία slasher καρικατούρα μέσα από δύο κακά sequels, με σκοπό το εύκολο κέρδος που προσφέρει ο φθηνός τρόμος. Το νέο sequel επαναφέρει τον θρύλο του Candyman στις ρίζες του, χωρίς να πιάσει τα επίπεδα της πρώτης ταινίας αλλά σίγουρα καλύτερα από τα προαναφερθέντα sequels. Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο: Το Candyman είναι δικαιώς ένα από τα καλύτερα horror των 90ς, το οποίο όσο περνάνε τα χρόνια αποκτάει όλο και περισσότερο την δίκαιη αναγνώριση που του αξίζει. Και φυσικά μην πείτε ποτέ το όνομα του πέντε φορές στον καθρέφτη γιατί ποτέ δεν ξέρετε.