Στα μαύρο γκέτο των ΗΠΑ, τις περιοχές αυτές που έχουν τους δικούς τους κανόνες και τη δική τους κουλτούρα, εκεί όπου αναπτύσσεται μια πραγματικότητα που είναι αδύνατον να καταλάβεις αν δεν την ζεις από μέσα, διάφοροι αστικοί μύθοι επικρατούν όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε μικρή κοινότητα. Ο πιο εμβληματικός εξ’ αυτών είναι εκείνος του Candyman: ο δαίμονας με το γάντζο αντί για χέρι, το πνεύμα του μαύρου άντρα που κάποτε δολοφονήθηκε από την εξουσία των λευκών και πλέον σπέρνει τρόμο με την παρουσία του στις μαύρες γειτονιές με βασικό σκοπό να μην ξεχαστεί ποτέ η ιστορία του και μέσω αυτής να συνεχίσει να συσπειρώνει τη συλλογική συνείδηση της μαύρης κοινότητας για την καταπίεσή της.
Αυτόν τον αστικό θρύλο εξερεύνησε το μακρινό 1984 o Clive Barker μέσα από το διήγημα «The Forbidden» που ήταν τμήμα του τέταρτου τόμου της σειράς horror ιστοριών «Books of blood». Το διήγημα εκείνο έγινε με τη σειρά του ταινία το 1992 με τον τίτλο (μαντέψτε…) «Candyman» και παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα περήφανο b movie, για τον ορισμό του φτηνού horror, με τα χρόνια η φήμη της ταινίας γιγαντώθηκε. Ένα δικό του φανατικό κοινό αναπτύχθηκε γύρω από το «Candyman», οι λάτρεις του horror το όρισαν ως σημαντική στιγμή για το είδος, δυο (αδιάφορα) σίκουελ κράτησαν επέκτειναν τον κινηματογραφικό του legacy και με την αυγή των 20s ήρθε η στιγμή για έναν εκσυγχρονισμό του.
Αυτό ακριβώς είναι το «Candyman» του 2021 που φέρει την σκηνοθετική υπογραφή της Νία Ντα Κόστα στη δεύτερη μόλις ταινία της μετά το «Little Woods» του 2018. Η συγκυρία για τον εκσυγχρονισμό αυτόν -παρεμπιπτόντως το νέο «Candyman» τυπικά λογίζεται ως σίκουελ της ταινίας του ’92 και όχι ως reboot αν και εν πολλοίς έχει και αυτόν τον ρόλο- δεν θα μπορούσε να είναι καταλληλότερη. Και αυτό τόσο για κινηματογραφικούς όσο και για κοινωνικούς λόγους. Η πρωτοφανής άνθιση που βιώνει το horror τα τελευταία χρόνια έχει ως ένα από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του το αιχμηρά αντιρατσιστικό ύφος του Τζόρνταν Πιλ (των «Get Out» και «US») ενώ οι νωπές μνήμες της τεράστιας εξέγερσης της μαύρης κοινότητας που έγινε στις ΗΠΑ μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ κάνει ακόμα πιο επίκαιρο αυτό το σινεμά.
Είναι προφανές: τον προαναφερθέντα συνδυασμό θέλει να εκμεταλλευτεί το «Candyman» του 2021. Με άλλα λόγια, να πετύχει συνειδητά αυτό που το «Candyman» του 1992 πέτυχε με αυθόρμητο και cult τρόπο. Φυσικά, πρώτα και πάνω από όλα, η ταινία του 1992 ήθελε να είναι ένα ατόφιο horror, οι πολιτικές συνδηλώσεις προέκυψαν με τόσο υπόγειο και ακατέργαστο τρόπο που σε καμία περίπτωση δεν ήρθαν να καπελώσουν την horror ψυχή του. Και παρά την αναγκαιότητα αναβάθμισης του πολιτικού στάτους του μύθου του Candyman εν έτει 2021, η διατήρηση αυτής της ισορροπίας παρέμενε ζητούμενο.
Φαίνεται ωστόσο πως είναι δεν είναι καθόλου εύκολο να κάνεις πολιτικό horror και οι αλληγορίες σου να μην καπελώνουν το είδος που υπηρετεί η ταινία σου. Και αυτό ακριβώς αποδεικνύει η ταινία της Ντα Κόστα. Στο δικό της «Candyman» πρωταγωνιστής είναι ένας μαύρος μεσοαστός καλλιτέχνης, που ανακαλύπτει τον αστικό μύθο του Candyman, η οποία τον εμπνέει να δημιουργήσει μια σειρά από έργα βασισμένα πάνω του. Ταυτόχρονα βέβαια, ξυπνάει και τον θρυλικό δαίμονα και ένα μακελειό ξεκινάει στην πόλη (κυρίως εναντίον των λευκών κατοίκων της…).
Σαν άλλος Candyman, η παρουσία του οποίου δεν γίνεται πάντα ορατή αλλά διαρκώς υποβόσκει, εδώ βρίσκεται το πνεύμα του Τζόρνταν Πιλ. Εμπλέκεται άλλωστε και ως συν-σεναριογράφος στην προσπάθεια ο ίδιος ο Πιλ (μαζί με την ίδια την Ντα Κόστα και τον παραγωγό Γουίν Ρόσφελντ) αλλά όπως φαίνεται όχι σε τόσο καθοριστικό βαθμό ώστε το στιλ του να βρίσκεται εκεί με όρους βάθους αλλά μόνο με όρους… στιλ. Το «Candyman» έχει μια φρεσκάδα σε επίπεδο αφήγησης, η οποία ακολουθεί την φρεσκάδα του σύγχρονου horror (και του Πιλ πάντα), έχει ορισμένες απολαυστικές σκηνές και μια ατμόσφαιρα που δεν σε αφήνει να βαρεθείς. Το σενάριο βέβαια είναι υποτυπώδες αλλά αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, είναι μάλλον καλό που δεν πάει να περιπλέξει το πράγμα. Από εκεί και πέρα ωστόσο ξεκινάνε τα προβλήματα.
Αδυνατώντας να είναι μια horror ταινία με πολιτική υφή -το ζητούμενο δηλαδή- καταλήγει να είναι μια horror ταινία με άγαρμπα τοποθετημένες πολιτικές ρητορικές. Η πολυδιάστατη ματιά του Πιλ λείπει. Η λεπτή ειρωνεία του επίσης, ο αυτοσαρκασμός του δεν είναι πουθενά, αντίθετα ένας εκνευριστικός μανιχαϊσμός (οι μαύροι είναι καλοί, οι λευκοί είναι κακοί: έτοιμο το αντιρατσιστικό μήνυμα) εμφανίζεται διαρκώς: η πολιτική ορθότητα δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα (το αντίθετο…) αλλά μπορεί πανεύκολα να γίνει μέσο ανέμπνευστης δραματουργίας αν το βασικό είναι να εξυπηρετηθεί αυτή και όχι μια καλοδουλεμένη ιστορία. Να το πρόβλημα του σύγχρονου «Candyman». Και όσο καλά και αν κάνει ορισμένα πράγματα, αυτή του η αδυναμία είναι τόσο τρανταχτή που δύσκολα συγχωρείται. Για την ακρίβεια, είναι τόσο δομική που αδύνατο να μην την χαρακτηρίσει.
Με λίγα λόγια: μεγάλη χαμένη ευκαιρία για ένα ακόμα ουσιαστικό πολιτικό/αλληγορικό horror των καιρών μας το «Candyman» του 2021.