«Βurning»: Όταν η μοναξιά «καίει» τη ψυχή

Ένας φτωχός και συνασταλμένος πιτσιρικάς. Από οικογένεια διαλυμένη και αδιάφορη για αυτόν και τη ζωή του. Κάνει δουλειές της πλάκας από εδώ και από εκεί για να βγάλει οικονομικά τον μήνα. Ξαφνικά, μια πανέμορφη κοπέλα μπαίνει στη ζωή του. Είναι και η ίδια φτωχή αλλά κινείται με ξεκάθαρα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, προφανέστατο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι άντρες την γουστάρουν. Ο μοναχικός νεαρός νιώθει να ανασταίνεται εξαιτίας της, η αλλαγή της διάθεσής του είναι πρωτοφανής. Όμως ξαφνικά, όλα χαλάνε. Τόσο ξαφνικά όσο έφτιαξαν.

Στη ζωή της κοπέλας εμφανίζεται ένας άλλος άντρας. Μοιάζει να είναι το ακριβώς αντίθετο του πρωταγωνιστή. Είναι πλούσιος, δεν ξέρει τι έχει. Ένας υπερόπτης γιάπης, υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του, εξώφθαλμα γοητευτικός στα μάτια της. Ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και αυτό τον ενοχλητικό τύπο ορθώνονται άπειρες διαχωριστικές γραμμές: οικονομικές (πρώτα και κύρια αυτές…), ψυχολογικές, κοσμοθεωρητικές. Και φυσικά, υπάρχει και μια γυναίκα. Μια γυναίκα που μόνο ο ένας μπορεί να έχει. Και ο αγώνας μοιάζει υπερβολικά άνισος για τον πρωταγωνιστή μας.

Μοιάζει με ερωτικό δράμα στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ένα κλασικό ερωτικό τρίγωνο. Πράγματι, από μια μικρή περιγραφή της υπόθεσης κάτι τέτοιο προκύπτει ως συμπέρασμα. Όμως το «Burning» είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Για την ακρίβεια είναι κάτι τόσο πολυδιάστατο που μοιάζει χαμένος χρόνος ακόμα και το να προσπαθήσεις να το κατατάξεις σε κάποιο συγκεκριμένο είδος.

Το «Burning» ξεκινάει με ένα ύφος που προσομοιάζει σε ερωτικό δράμα, σιγά-σιγά αποκτά ένα χαρακτήρα θρίλερ, συνεχίζει με νουάρ ύφος και ταυτόχρονα, ποτέ δεν είναι τίποτα από αυτά. Μοιάζει κλισέ αλλά έχουμε να κάνουμε με τόσο σπουδαίο σινεμά που πολύ απλά δεν μπορεί να χωρέσει σε κανένα καλούπι. Είναι ένα είδος από μόνο του. Μπόλικοι ψευτοκουλτουριάρηδες διατείνονται πως οι ταινίες τους είναι κάτι τέτοιο (και φυσικά λένε βλακείες), αλλά το «Burning» πραγματικά το καταφέρνει: είναι genre καθεαυτό.

Την τρομακτική του γοητεία, το «Burning» την αντλεί από την διάθεσή του να μην πει αλλά να δείξει πράγματα – αυτό που πρέπει να κάνει το σινεμά με άλλα λόγια. Έτσι, από το πρώτο λεπτό βλέπουμε πράγματα που ποτέ δεν επιβεβαιώνονται λεκτικά αλλά τα υιοθετούμε. Για παράδειγμα, ο βασικός πρωταγωνιστής φαίνεται πως έχει ένα θέμα με τη σωματική επαφή. Δεν είναι συνηθισμένος μαζί της με αποτέλεσμα και το παραμικρό άγγιγμα να τον «μπλοκάρει».

Αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν επιβεβαιώνεται. Υποδηλώνεται από τη σωματικότητα του ηθοποιού, μας δημιουργείται ως εντύπωση και όσοι προσέξαμε τα μικρά σημάδια που το δείχνουν, το προσλαμβάνουμε ως γεγονός. Όσοι δεν πρόσεξαν τα σημάδια που οδηγούν σε αυτή τη διαπίστωση απλά δεν την έκαναν ποτέ. Άλλωστε, ενδεχομένως να έκαναν άλλες διαπιστώσεις για την πλοκή που με τη σειρά τους δεν έγιναν κατανοητές σε άλλους θεατές – η ταινία δίνει εξαρχής την εντύπωση ότι δεν είναι φτιαγμένη για να έχει μια, ενιαία πρόσληψη σε κάθε θεατή.

Όσο ωστόσο περνάει η ώρα και η πλοκή εξελίσσεται, τα διφορούμενα στοιχεία της παύουν πια να είναι λεπτομέρειες και γίνονται δομικά κομμάτια των τεκταινόμενων. Ενώ τα πάντα σκοτεινιάζουν και από ένα ερωτικό δράμα αρχίζουμε να παρακολουθούμε κάτι πολύ πιο μυστήριο, κάτι που φλερτάρει με το να αποκληθεί ακόμα και αλλόκοτο, ενώ αρχίζει να γίνεται απόλυτα κατανοητός ο τίτλος της ταινίας, τόσο λιγότερο μπαίνει στον κόπο το σενάριο να εξηγεί πράγματα.

Εμείς απλά βλέπουμε μια ιστορία από την σκοπιά του πρωταγωνιστή. Και με δεδομένο πως ο πρωταγωνιστής είναι αρκετά μοναχικός και δεν μιλάει σε καποιον ώστε να αναλύει φωναχτά τα ζητήματα, καταλήγουμε όχι απλά να έχουμε τις ίδιες απορίες με αυτόν αλλά και ταυτόχρονα, να απορούμε για το τι σκέφτεται και ο ίδιος μπροστά σε όλα αυτά που βιώνει. Εν τέλει, το «Burning» είναι μια ιστορία που δεν μπορείς ποτέ να αφηγηθείς με βεβαιότητα από την αρχή της ως το τέλος της. Μπορείς μόνο να αναφέρεις τα προσωπικά σου συμπεράσματα από αυτή, τη δική σου εκδοχή για την εξέλιξή της.

Ίσως αυτό το συναίσθημα να συγκρίνεται με εκείνα που προκάλεσε το «Bandersnatch», το τελευταίο επεισόδιο του «Black Mirror» που έδινε την επιλογή στο θεατή να διαλέξει την εξέλιξη της ιστορίας. Φυσικά, η σύγκριση έχει να κάνει μόνο με το γεγονός ότι και στις δυο δημιουργίες είναι η οπτική γωνία του θεατή που «αποφασίζει» το τι ακριβώς βλέπει. Ουδεμία άλλη σύγκριση δεν υπάρχει ανάμεσα στις δυο ταινίες- το «Burning» αφηγείται μια πολύ πιο βαθιά ιστορία, το «Bandersnatch» αφηγείται μια ρηχή ιστορία (απλά το κάνει με πρωτότυπο τρόπο). Γιατί να έχει κανείς τόσο πολύ την ανάγκη λοιπόν (αυτό το κείμενο καλή ώρα…) να κάνει μια τέτοια ξεκούδουνη σύγκριση;

Πολύ απλά, διότι το «Burning», ενώ είναι φτιαγμένο για να σε κάνει να αμφιβάλλεις για το τι συμβαίνει με την πλοκή του, ενώ σε καλεί να αποφασίσεις εσύ τι βλέπεις, όχι απλά δεν γίνεται ποτέ ένα τέχνασμα που θέτει αυτή την ιδιαιτερότητά του πάνω από το περιεχόμενο. Γιατί το κάνει με αμιγώς κινηματογραφικό τρόπο και όχι παραβιάζοντας τους κανόνες του σινεμά κάνοντάς τους βιντεοπαιχνιδίστικους. Διότι ανοίγει αληθινούς διαλόγους, δεν τους κλείνει απλά πατώντας ένα κουμπί επιλογής. Διότι καλεί τον θεατή να αναλάβει στα αλήθεια την ευθύνη της οπτικής γωνίας που θα οικειοποιηθεί, όχι απλά να πατήσει ανώδυνα ένα κουμπί και να ξεμπερδεύει.

Γιατί σε μια εποχή που φιγουρατζήδικες -αλλά βασικά, κενές- προσπάθειες όπως το «Bandersnatch» διεκδικούν να είναι κάτι μεγαλεπίβολο, το «Burning» έρχεται να κάνει μαθήματα για το τι σημαίνει πραγματικά μεγαλεπίβολη μυθοπλασία…

Πάνω από όλα όμως, το «Burning» είναι ένας χαμηλόφωνος αλλά ξεκάθαρος σχολιασμός αναφορικά με τις ταξικές αντιθέσεις μέσα στην κοινωνία και όλες τις διακλαδώσεις που εκείνη αποκτά όσο εκφράζεται. Ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και τον ανταγωνιστή του, το διακύβευμα αναφορικά με το ποιος θα κερδίσει την καρδιά της γυναίκας που βρίσκεται ανάμεσά τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αφορμή για να εκδηλωθούν οι συσχετισμοί δύναμης που διαμορφώνονται όταν άνθρωποι διαφορετικών ταξικών καταβολών συνυπάρχουν σε μια συνθήκη: το «Burning» τονίζει ότι η βαθιά διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τύπους τελικά δεν είναι μια γυναίκα, είναι τα ταξικά τους σύνορα.

Πόσο μπορεί να παραφρονήσει (όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά) ένας άνθρωπος λόγω της ερωτικής ζήλιας; Πόσο μπορεί να «τυφλώσει» η υπεροψία; Γίνεται να διακατέχεσαι από υπεροψία χωρίς να την χρησιμοποιείς για να καταπολεμήσεις τα κόμπλεξ σου; Είναι η αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου άμεσα συνδεδεμένη με τον βαθμό υγείας της σεξουαλικής του ζωής; Κάθε ψυχαναλυτικό ζήτημα που προκύπτει αυθόρμητα υπό μορφή ερωτήματος όσο εξιστορείται το «Burning» συνδέεται -άλλοτε υπόρρητα και άλλοτε ξεκάθαρα- με την μήτρα όλων των ανισοτήτων, δηλαδή την ταξική ιεραρχία της κοινωνίας. Και χωρίς ποτέ να αμφισβητείται πως εδώ έχουμε να κάνουμε με κοινωνικά φαινόμενα, το «Burning» επιλέγει να επικεντρωθεί στο ατομικό βίωμα τούτων των καταστάσεων – και κάπως έτσι βάζει από τώρα υποψηφιότητα για ταινία της χρονιάς.

Και όλα αυτά μιλώντας για την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου. Ή και όχι…