Μέσα δεκαετίας ’70. Μια μικρή κωμόπολη των ΗΠΑ, από εκείνες που έχουμε αρχίσει να αμφιβάλλουμε αν πράγματι υπάρχουν ή αποτελούν μυθολογικούς τόπους της horror παράδοσης, ζει στην σκιά των συστηματικών εξαφανίσεων έφηβων αγοριών. Κανείς δεν ξέρει πως χάνονται τα παιδιά αυτά ή ορθότερα, ποιος ή τι είναι αυτό που τα απαγάγει. Σε αυτή την μικρή πόλη ζει και ο Φίνεϊ, ένα ντροπαλό αλλά έξυπνο 13χρονο αγόρι, μαζί με την αδερφή του που μοιάζει να έχει κληρονομήσει από τη μητέρα της την δυνατότητα να βλέπει όνειρα που προβλέπουν αληθινά γεγονότα και τον μεθύστακα και βίαιο πατέρα τους, που δεν πιστεύει στα μεταφυσικά φαινόμενα και αντιλαμβάνεται ως ένα είδος τρέλας το κληρονομικό χάρισμα της μικρής κόρης του και το τελευταίο που θέλει είναι να δει και εκείνη να καταστρέφεται από την ιδιαιτερότητά της.
Ο Φίνεϊ θα απαχθεί από τον σαδιστή δολοφόνο που έχει εξαφανίσει και τα υπόλοιπα αγόρια της ηλικίας του στην πόλη. Πρόκειται για έναν μυστηριώδη τύπο, το πρόσωπο του οποίου δεν βλέπει ποτέ κανένα από τα θύματά του, καθώς κρύβεται μονίμως πίσω από μια ανατριχιαστική μάσκα κλόουν. Κλειδώνει τον Φίνεϊ σε ένα σκοτεινό και βρώμικο υπόγειο, το υπόγειο που όπως φαίνεται έχει γίνει ο τάφος όλων των υπόλοιπων παιδιών που έπεσαν θύματα απαγωγής αυτού του μυστήριου τύπου με την ανατριχιαστική κλοόυν μουτσούνα και που σύντομα προορίζεται να γίνει και ο δικός του τάφος. Όταν ένα αποσυνδεδεμένο τηλέφωνο στον τοίχο αρχίζει να χτυπά, ο Φίνεϊ ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούσει τις φωνές των προηγούμενων θυμάτων του δολοφόνου. Και τα νεκρά παιδιά θέλουν να βεβαιωθούν ότι αυτό που τους συνέβη δεν θα συμβεί και στον μικρό πρωταγωνιστή.
Αυτή είναι η βασική πλοκή του «Black Phone», μιας ιστορίας που κάνει μπαμ πως αντλεί τον βασικό πυρήνα της έμπνευσής της από τα σύμπαντα που έχει την δυνατότητα να χτίζει περίτεχνα ο Στίβεν Κινγκ και αυτό προφανέστατα δεν είναι καθόλου τυχαίο: πρόκειται άλλωστε για μια μικρή ιστορία που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων μέσω της οποίας έκανε το συγγραφικό του ντεμπούτο ο γιος του Κινγκ, ο Τζο Χιλ, που όπως φαίνεται δεν έχει καμία καούρα να αποτάξει τη σκιά του πατέρα του από πάνω του ούτε την επιρροή που εξώφθαλμα του έχει ασκήσει.
Η ιστορία είναι γεμάτη από όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουμε γνωρίσει και έχουμε αγαπήσει στην παράδοση του Κινγκ. Ειδικά το «Αυτό» αλλά και η «Λάμψη» και ίσως πιο ειδικά, το σίκουελ της «Λάμψης», δηλαδή το «Doctor Sleep» έχουν εδώ την τιμητική τους. Το «Black Phone» διεισδύει απροκάλυπτα στην εφηβική ψυχοσύνθεση, στην σκοτεινή πλευρά αυτής της ηλικίας και την δυσκολία του να την βιώνεις σε αντιδιαστολή με την ρομαντικοποίηση που συνήθως βλέπουμε στο Χόλιγουντ αναφορικά με αυτή. Εδώ ο δολοφόνος που έρχεται να απειλήσει τη ζωή των παιδιών που κυνηγάει δεν αποτελεί μια εξαίρεση ενός κατά τα άλλα ονειρικού και ξέγνοιαστού εφηβικού περιβάλλοντος αλλά αντίθετα, την επέκταση της δυσκολίας της εφηβείας, είναι μετεξέλιξη του μπούλινγκ και της γονεϊκής κακοποίησης.
Η αθωότητα και η έμφυτη αισιοδοξία της εφηβείας είναι στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν στους χαρακτήρες αλλά χρησιμεύουν μόνο ως αντίβαρα μιας καθημερινότητας που μοιάζει επικίνδυνη, απαισιόδοξη και πέρα για πέρα δύσκολη. Φυσικά, δεν υπάρχει εδώ η τόσο διεισδυτική ματιά του Κινγκ από το «Αυτό» (μιλάμε για το βιβλίο βέβαια, γιατί σε κινηματογραφικό επίπεδο το πρόβλημα της απλοποίησης αυτής της ματιάς μοιάζει να είναι διαχρονικό) πάνω στο συγκεκριμένο ζήτην α αλλά αυτό δεν αφαιρεί από την ταινία ούτε την ατμόσφαιρα που δημιουργεί η συνθήκη που θέλει να περιγράψει ούτε την αίσθηση πως παρακολουθείς ένα horror που θα σε έκανε να τρομάξεις ακόμα παραπάνω αν ήσουν παιδί.
Για την εξαιρετική δόμηση της ατμόσφαιρας αυτής αλλά και το αρμονικό δέσιμο της με μια πλοκή που μπορεί να μην είναι εξεζητημένη αλλά μέσα στην απλότητά της λειτουργεί εξόχως αποτελεσματικά ως ένα horror χαμηλής κλίμακας, βασικό ρόλο παίζει και η αριστοτεχνική δημιουργική οπτική του Σκοτ Ντέρικσον, ο οποίος μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τα στούντιο της Μάρβελ (και το πρώτο «Dr Strange») επιστρέφει στο είδος που τον ανέδειξε (κυρίως με τον «Εξορκισμό της Έμιλι Ρόουζ» και το «Sinister») και προσαρμόζεται πανεύκολα. Μάλιστα, αν και ζούμε σε εποχές που το «Stranger Things» κρατάει τα ηνία υποείδος του εφηβικού τρόμου και δίνει τον τόνο (εδώ ολόκληρο «Το Αυτό» προσαρμόστηκε στην ηγεμονία του), ο Ντέρικσον καταφέρνει να κάνει εντελώς δική του την ιστορία και η προσωπική του υπογραφή επισκιάζει κάθε πτυχή της αφήγησης.
Πάνω από όλα όμως, στο «Black Phone» λάμπει -και μάλιστα παρά το γεγονός ότι επί της ουσίας δεν τον βλέπουμε ποτέ- ο Ίθαν Χοκ ως ένας villain βγαλμένος από τους χειρότερους εφιάλτες μας. Δεν γνωρίζουμε τι ρόλο βαράει, δεν γνωρίζουμε το παρελθόν του, δεν είμαστε καν βέβαιοι αν βγάζει ποτέ αυτή τη μάσκα που – βασικά, μάλλον δεν την βγάζει ποτέ… Εν κατακλείδι, το «Black Phone» καμουφλάρει κάθε αδυναμία του μέσω της εξαιρετικής του αφήγησης και καταφέρνει να αναδείξει κάθε προτέρημά. Και ίσως αυτά να μην είναι αρκετά για να αποτελεί κάτι παραπάνω από ένα εξαιρετικό αλλά χαμηλής κλίμακας horror αλλά μην ξεχνιόμαστε: ένας από τους λόγους που λατρεύουμε αυτό το είδος είναι ακριβώς αυτή του η δυνατότητα. Και η ταινία του Ντέρικσον την τιμά και με το παραπάνω.