«Better Call Saul»: Οι εγκληματίες δεν είναι (απαραίτητα) κακοί άνθρωποι

Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά sublots του «Better Call Saul», της σειράς – prequel του θρυλικού «Breaking Bad», ο Μάικ Έρματραουντ, γνωστός μας σε αυτό το σύμπαν και από την ανάμειξή του στις περιπέτειες του Γουόλτερ Γουάιτ, εκτελεί χρέη σωματοφύλακα για έναν ανθρωπάκο που αν και βγάζει παράνομα λεφτά πρόκειται (όχι και τόσο αντιφατικά όπως ισχυρίζεται η ίδια η φιλοσοφία της σειράς) για τον ορισμό του φιλήσυχου πολίτη. Πρόκειται απλά για έναν τυπάκο, ιδιαιτέρως αφελή μάλιστα, που τυχαίνει να έχει πρόσβαση σε μεγάλες ποσότητες φαρμάκων και του έρχεται η φαεινή ιδέα να τα πουλήσει στον υπόκοσμο για μερικά επιπλέον λεφτά.

«Ένα από τα βασικά στοιχεία του να είσαι εγκληματίας είναι πως πρέπει να μελετάς τις κινήσεις σου», του λέει σε κάποια στιγμή ο Μάικ, σαφώς πιο έμπειρος σε τέτοιες παράνομες δουλειές. «Μισό λεπτάκι, δεν είμαι κακός άνθρωπος», του λέει απολογητικά ο ανθρωπάκος. «Δεν είπα πως είσαι κακός άνθρωπος, είπα πως είσαι εγκληματίας», τον διορθώνει ο Μάικ. «Και ποια η διαφορά;», ρωτάει με ειλικρινή απορία ο ανθρωπάκος, για να ακούσει από το στόμα του Μάικ τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες και των 5 σεζόν του «Better Call Saul»: «Έχω γνωρίσει καλούς εγκληματίες και κακούς μπάτσους, κακούς παπάδες και έντιμους ληστές. Μπορείς να είσαι από τη μια πλευρά του νόμου ή να είσαι από την άλλη. Αλλά όταν συναναστρέφεσαι με κάποιον πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. Μπορείς να πας σπίτι σου σήμερα με αυτά τα λεφτά και να μην το ξανακάνεις. Όμως πήρες κάτι που δεν σου άνηκε και το πούλησες για να βγάλεις λεφτά. Πλέον, είσαι εγκληματίας. Καλός ή κακός, αυτό εξαρτάται από εσένα».

Και κάπως έτσι, ο Μάικ συνοψίζει μέσα σε λίγες προτάσεις ολόκληρη τη φιλοσοφία αυτής της σειράς, που άπαντες αντιλήφθηκαν ως ένα ανώδυνο spin off και πλέον έχει κερδίσει με το σπαθί της να θεωρείται από πολλούς ακόμα και καλύτερη από το «Breaking Bad». Αν και ο τελευταίος ισχυρισμός σηκώνει πολλή κουβέντα, ένα δεδομένο δεν αναιρείται: το «Better Call Saul» είναι μια πανέμορφη σειρά, πλήρως εναρμονισμένη με τους κανόνες του σύμπαντος που ανήκει και ταυτόχρονα, διακατεχόμενη από μια καταπληκτική ικανότητα να τους εξελίσσει αποτελεσματικά.

Πρωταγωνιστής είναι φυσικά, ο Σολ Γκούντμαν ή Τζίμι Μακ Γκιλ. Για την ακρίβεια, ο βασικός σκελετός της πλοκής του «Better Call Saul» έχει να κάνει με το προσωπικό ταξίδι του Τζίμι Μακ Γκιλ προς τον ολοκληρωτικό του μετασχηματισμό σε Σολ Γκούντμαν: από αποτυχημένος, δευτεροκλασάτος δικηγόρος που ζει στη σκιά του υπερεπιτυχημένου αδερφού του, ο Τζίμι σταδιακά εξελίσσεται, μέσα από μια αλληλουχία γεγονότων και μέσα από την διαρκή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, σε έναν δικηγόρο που κινείται στη σκοτεινή πλευρά του νόμου. Και παρά το γεγονός ότι αρχικά τον γνωρίσαμε ως μια καρτουνίστικη φιγούρα στο «Breaking Bad», εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα.

Το ταξίδι του Μακ Γκιλ/Σολ, ένα ταξίδι που χαρακτηρίζεται από τη διαρκή μεταπήδησή του ανάμεσα στην νομιμότητα και την παρανομία, είναι σκοτεινό, γεμάτο ανασφάλεια και διαρκώς ετεροκαθοριζόμενο από τον μεγάλο ψυχαναγκασμό των δυτικών κοινωνιών: αν δεν είσαι κοινωνικά αποδεκτός δεν είσαι τίποτα. Το καταπληκτικό σενάριο του μαέστρου Βινς Γκίλιγκαν και η βαθιά εσωτερική ερμηνεία του Μπόμπ Οντένκερκ μεταλαμπαδεύουν τόσο αποτελεσματικά στον θεατή τις διαρκείς ψυχολογικές μεταπτώσεις που έρχονται σετ με τέτοιου είδους προσωπικές διαδρομές, που πολλές φορές το «Better Call Saul» καταλήγει να είναι μια πολύ μελαγχολική σειρά.

Θα έλεγε κανείς πως έχουμε να κάνουμε με μια προσωπική ιστορία, που χαρακτηρίζεται από τους ίδιους εσωτερικούς κανόνες με το «Breaking Bad». Πράγματι, οι αντιστοιχίες ανάμεσα στον Γουόλτερ Γουάιτ του «Breaking Bad» και τον Τζέιμς Μακ Γκιλ/Σολ Γκούντμαν του «Better Call Saul» είναι εμφανείς: και οι δυο βιώνουν μια σταδιακή κατάβαση και εν τέλει εδραίωση στον κόσμο του εγκλήματος. Όμως υπάρχει λόγος που ετούτο το spin off του «Breaking Bad» δεν βρίσκεται στη σκιά του προκατόχου του αλλά αντίθετα, στέκεται με εξαιρετικές αξιώσεις αυτόνομα.

Διότι μπορεί το «Better Call Saul» να διακατέχεται από τους ίδιους κανόνες με εκείνους του «μεγάλου αδερφού» του, αλλά εδώ αυτοί οι κανόνες λειτουργούν αντεστραμμένα: αν ο Γουόλτερ Γουάιτ ήταν κάποιος που εκστασιαζόταν με την αλλαγή του και την αποδεχόταν κοιτώντας την με γυαλισμένο μάτι, ο Σολ δεν διασκεδάζει τόσο πολύ με αυτή την κατάσταση. Το αντίθετο: είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αντισταθεί στο έμφυτο ταλέντο του να παρανομεί, επιδιώκει διαρκώς να αξιοποιήσει τα προσόντα του με νομότυπους όρους αλλά είναι το κοινωνικό περιβάλλον και οι κανόνες του, που τον συμπαρασύρουν στον κόσμο του εγκλήματος παρά τις αντιστάσεις του. Αν το «Breaking Bad» ήταν μια προσωπική ιστορία αυθόρμητης λύτρωσης (και αυτό ανεξάρτητα από τις συνέπειες που είχε αυτή), το «Better Call Saul» είναι η ιστορία για το κυνήγι μιας λύτρωσης που δεν έρχεται ποτέ, που όσο πιο πολύ την πλησιάζεις τόσο εκείνη απομακρύνεται.

Παρόμοιες προσωπικές διαδρομές έχουν και οι υποστηρικτικοί ρόλοι του «Better Call Saul»: άπαντες είναι θύματα του περιβάλλοντός του και άπαντες οδηγούνται από την ίδια τη ζωή στη σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Από τον Μάικ, τον πιο γαμάτο και -θα τολμήσουμε να πούμε- πιο ενδιαφέρων ακόμα και από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, χαρακτήρα της σειράς μέχρι τον Μεξικάνο γκάνγκστερ Νάτσο Βάργκα και την δικηγόρο Κιμ Γουέξλερ (που είναι ταυτόχρονα και ο μεγάλος έρωτας του Σολ), το «Better Call Saul» περιστοιχίζεται από χαρακτήρες που βιώνουν σε παραλλαγές τα ίδια διλήμματα και τις ίδιες προβληματικές με τον κεντρικό χαρακτήρα.

Η διακριτική εσάνς φαρσοκωμωδίας, που υποβόσκει διαρκώς χωρίς ποτέ να εκδηλώνεται κυρίαρχα με αποτέλεσμα η ελαφρότητα και η μελαγχολία να μπασταρδεύονται, το λιθαργικό μοντάζ, η πληθώρα απολαυστικών crime σεκάνς και ο σεμιναριακός τρόπος που το σενάριο «δένει» τους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους, κάνει τελικά, το «Better Call Saul» ένα τρομακτικά δυνατό κοκτέιλ ποιοτικής τηλεόρασης.

«Just when I thought I was out, they pull me back in», έλεγε απηυδισμένος ο Μάικλ Κορλεόνε στον «Νονό 3» -ο Γκίλιγκαν άλλωστε, είναι δεδομένο πως έχει μελετήσει πολύ τη σεναριακή μεθοδολογία εξέλιξης χαρακτήρων της τριλογίας του Κόπολα- και αυτό ακριβώς είναι που θέλουν να φωνάξουν οι χαρακτήρες του «Better Call Saul». Μάταια όμως προσδοκούν τον απεγκλωβισμό από τις συνθήκες που έχουν μπλέξει: ο υπόκοσμος δεν κάνει τέτοια χατίρια, αν βρεθείς στα μονοπάτια του θα πρέπει να τα διανύσεις μέχρι τέλους και είτε το θέλεις είτε όχι, τους κανόνες δεν τους βάζεις εσύ, απλά προσαρμόζεσαι μαζί τους. Αυτό φυσικά, δεν σημαίνει πως είσαι (απαραίτητα) κακός άνθρωπος. Αν πιστέψουμε άλλωστε αυτό που ισχυρίζεται το «Better Call Saul», στον υπόκοσμο θα βρεις πολλές ευαίσθητες ψυχές, που απλά θέλουν κάποιον να τους χτυπήσει με αλληλεγγύη στην πλάτη και να τους πει καθησυχαστικά: «It’s all good man…».