Ο Μπάτμαν είναι ένας δομικά πολιτικοποιημένος ήρωας. Είναι ένας ήρωας που δρα σε ένα περιβάλλον που καθορίζεται από την εγκληματικότητα και την κοινωνική παρακμή. Ο ίδιος ωστόσο, στην κανονική του ζωή, απολαμβάνει το οικονομικό προνόμιο να ζει διαχωρισμένος από την συνθήκη στη οποία παρεμβαίνει το υπερηρωικό άλτερ έγκο του: ο Μπρους Γουέιν είναι πλούσιος, αποσυρμένος στο καλογυαλισμένο του παλάτι. Η ανάγκη του να επιβάλλει μια συνθήκη απόλυτης τάξης (ως Μπάτμαν) δεν είναι υλική. Ως εκ τούτου είναι περίπλοκα εξηγήσιμη και εκ των πραγμάτων αμφιλεγόμενη.
Η ταξική διάσταση του Μπάτμαν είναι τόσο έντονα παρούσα στις μεθόδους του και τις οπτικές γωνίες από τις οποίες παρεμβαίνει που ακόμα και εντελώς απολίτικες ιστορίες του είναι ικανές να ξεκινήσουν πολιτικές συζητήσεις. Φυσικά, υπάρχει και η άλλη μέθοδος απέναντι στο φαινόμενο: ουκ ολίγοι δημιουργοί έχουν επιχειρήσει συνειδητά να μιλήσουν πολιτικά μέσα από μια ιστορία για τον Μπάτμαν.
Το «Batman: White Knight» του Σον Μέρφι, η πρώτη ιστορία της σειράς «DC Black Label», που αποτελείται από σκοτεινές και ενήλικες περιπέτειες χαρακτήρων της DC, ανήκει στην τελευταία κατηγορία: ο Μέρφι θέλει να κάνει μια σειρά από πολιτικά σχόλια αναφορικά με την αλληλεπίδραση του Κεφαλαίου με τον κόσμο του εγκλήματος, την διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην κουλτούρα της τάξης και της ασφάλειας και την άνοδο του συντηρητισμού, την οικονομική χροιά της παραβατικότητας και την αφέλεια (στην καλύτερη περίπτωση) όσων την αντιλαμβάνονται ως μια ταξικά ουδέτερη κατάσταση. Όλα αυτά τα σχόλια, ο Μέρφι τα κάνει μέσα από το συγκεκριμένο graphic novel.
Η βασική κινητήριος δύναμη της ιστορίας έχει ως εξής: ο Τζόκερ (που δεν χρειάζεται συστάσεις προφανώς) θεραπεύεται από την τρέλα του και γίνεται ένας νομοταγής πολίτης. Χάρη σε ένα φάρμακο που παίρνει, το παρουσιαστικό του τρομακτικού κλόουν φεύγει, η εγκληματική ψυχοσύνθεσή του πηγαίνει περίπατο και πλέον, μετανιωμένος για το δολοφονικό του παρελθόν αλλά με μια διάθεση (που μοιάζει αλλά είναι ειλικρινής;) να κάνει κάτι καλό για την Γκόθαμ Σίτι, αποφασίζει να κάνει πολιτική καριέρα με το κανονικό του όνομα. Ο Τζόκερ άλλωστε, στην πραγματικότητα λέγεται Τζακ Νάπιερ.
Ο Τζακ (όπως συστήνεται πλέον) διέξαγει μια πολιτική καμπάνια επικεντρωμένη στην μείωση των ανισοτήτων και την ταυτόχρονη ενδυνάμωση του αστυνομικού σώματος της Γκόθαμ ώστε η διαχείριση του νόμου να είναι προνόμιο των θεσμών και όχι ανεξέλεγκτων τιμωρών (όπως ο Μπάτμαν). Επιμένει πως είναι η ίδια η πόλη και οι μηχανισμοί της που δημιουργούν ένα σκηνικό εγκλήματος και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει μέσα από γενναίες μεταρρυθμίσεις. Τονίζει άλλωστε, πως επί σειρά ετών υπήρξε και ο ίδιος θύμα αυτής της κατάστασης: αντί τα δικαστήρια της πόλης να αντιμετωπίζουν με μια διάθεση σωφρονισμού και επανένταξης τους παραβατικούς ανθρώπους, τους έχωναν στο Άρκαμ με αποτέλεσμα να ψυχιατρικοποιούν ένα κοινωνικό ζήτημα και να ενισχύουν εν τέλει τα όποια ψυχιατρικά θέματα είχαν οι εγκληματίες.
Τελικά, ο Τζακ Νάπιερ (και πρώην Τζόκερ) γίνεται ένα αληθινό σύμβολο ελπίδας για την πόλη. Και την ίδια στιγμή, ο Μπάτμαν, πεπεισμένος πως πίσω από την εντυπωσιακή στροφή του Τζόκερ κρύβεται άλλο ένα σχέδιό του, μετατρέπεται, αργά και σταθερά, από ήρωας σε κακό. Η ξαφνικά ταξικά συνειδητοποιημένη κοινωνία νιώθει πολύ μακριά από τις βίαιες και αυταρχικές πρακτικές του, ακόμα και οι παλιοί σύμμαχοι γυρίζουν την πλάτη στον Σκοτεινό Ιππότη. Άλλωστε, στο πρόσωπο του Τζακ Νάπιερ, έχουν βρει τον Λευκό Ιππότη της Γκόθαμ.
Ο Μέρφι έχει έναν ξεκάθαρο πολιτικό τρόπο σκέψης (πρόκειται μάλλον για έναν συνεπή σοσιαλδημοκράτη) και τον ξετυλίγει με συνέπεια και συνοχή. Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα: ο πολιτικός του σχολιασμός καταλήγει να καπελώνει την ίδια την πλοκή της ιστορίας του. Ενώ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η έμπνευσή του για αντάλλαγη ρόλων ανάμεσα στον Μπάτμαν και τον Τζόκερ στο συλλογικό υποσυνείδητο της Γκόθαμ, η διάθεσή του να κάνει τους χαρακτήρες του οχήματα διαφορετικών τάσεων που συγκρούονται αναφορικά με το (πολιτικό φυσικά) ζήτημα της εγκληματικότητας, τους αφαιρεί τη στοιβαρότητα που θα μπορούσαν να έχουν.
Με άλλα λόγια, ο Μέρφι πέφτει στην κλασική παγίδα της αδυναμίας οργανικής ένταξης των σχολιασμών του στην πλοκή της ιστορίας του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από τα μισά και μετά, η ιστορία πραγματικά αναβαθμίζεται καθοριστικά. Ο Μέρφι έχει εκθέσει αναλυτικά τις αντιλήψεις του, δεν έχει πλέον κάτι άλλο να πει και έτσι, επικεντρώνεται στο σενάριό του. Και όταν το κάνει απαλλαγμένος από το άγχος να του προσδώσει πολιτική χροιά, η ιστορία γίνεται πολύ δυνατή. Το δίπολό του κακού Μπάτμαν και του καλού Τζόκερ αποκτά πραγματική δυναμική ενώ το plot twist του φινάλε αξιοποιεί στο έπακρο τις καλύτερες σεναριακές στροφές της ιστορίας.
Τελικά, το «Batman: White Knight», έστω και αν αργεί, τελικά καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Καταφέρνει φυσικά στο έπακρο και τον έτερο σκοπό του: ανοίγει συζητήσεις αναφορικά με την φύση της αστικής δικαιοσύνης και παρά τις όποιες σεναριακές αδυναμίες του κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Αν και θα προτιμούσαμε αυτές οι τελευταίες να είναι αρκετά λιγότερες, ειδικά όσον αφορά το πρώτο μισό…