Έπρεπε να φτάσουμε στον 25ο αιώνα για να καταφέρει να κατακτήσει η ανθρωπότητα αυτό που αποτελούσε τον διακαή συλλογικό της πόθο από τότε που ο άνθρωπος απέκτησε συνείδηση: την αθανασία. Με εξαίρεση μια θρησκευτική σέχτα -που όμως έχει την δυνατότητα να κάνει μεγάλη φασαρία με τις διαδηλώσεις της- που ακούει στο όνομα «χριστιανοί καθολικοί» και οι οποίοι συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται την σύνδεσή τους με την αιωνιότητα μέσω του θανάτου και μιας ιδεοληψίας που αποκαλούν μετά θάνατον ζωή, οι υπόλοιποι άνθρωποι ζουν για πάντα: οι συνειδήσεις αποθηκεύονται ψηφιακά, αν ένα σώμα φθαρεί ή αν ο κάτοχός του «σκοτωθεί», η συνείδησή του μεταφέρεται σε ένα άλλο σώμα-ξενιστή, ίσως σε κάποιου φυλακισμένου που έχει τιμωρηθεί με απώλεια συνείδησης για ένα χρονικό διάστημα ή στο σώμα κάποιου καθολικού που έχει μείνει ορφανό μετά τον θάνατό του ή ακόμα και σε 100% τεχνητά σώματα. Στη ζωή του μπορεί κάποιος να πεθάνει πολλές φορές αλλά πάντα, αργά ή γρήγορα, μερικές μέρες ή μερικές δεκαετίες ή το πολύ-πολύ μερικούς αιώνες μετά, η συνείδησή του θα εισαχθεί σε κάποιο σώμα και η ζωή του θα συνεχιστεί.
Φυσικά, η ταξική ιεραρχία της κοινωνίας δεν έχει πάψει να ισχύει ως κοινωνικό μοντέλο και αυτό διαφοροποιεί και τους όρους που ο καθένας διαχειρίζεται την αθανασία του. Ο Τακέσι Κόβατς για παράδειγμα που είναι ένας Απεσταλμένος, ένας ταπεινός πλην εξαιρετικά επικίνδυνος και εκπαιδευμένος πολεμιστής και ταυτόχρονα, ιδιωτικός ερευνητής, δεν έχει πολλά λεφτά. Γεννήθηκε πριν περίπου τρεις αιώνες αλλά ο αντικειμενικός (ή υποκειμενικός, όπως το δει κανείς…) χρόνος που έχει ζήσει είναι λίγο πάνω από 40 χρόνια. Και σαν να μην φτάνει αυτό αλλάζει συνεχώς και σώματα: έχει σκοτωθεί πολλές φορές και κάθε φορά που επιστρέφει στη ζωή η συνείδησή του βρίσκεται και σε άλλο σώμα. Ο Λόρενς Μπάνκροφτ από την άλλη που είναι ένας δισεκατομμυριούχος δεν έχει τέτοια προβλήματα: τα 400 χρόνια ζωής του τα έχει ζήσει σερί, κατέχει άλλωστε ένα τεράστιο απόθεμα από σώματα που είναι κλώνοι και οι σωματικές φθορές των κοινών ανθρώπων δεν τον αφορούν. Η συνείδησή του αλλάζει σώμα κάθε τρεις και λίγο, μπαίνει σε μια «φρέσκια» θήκη και έτσι, απολαμβάνει τα πλούτη του και τη χλιδάτη ζωή του χωρίς ενδιάμεσες «αποθηκεύσεις».
Ο Μπάνκροφτ κάποια στιγμή αυτοκτονεί. Δεν είναι πρόβλημα αυτό φυσικά, την επόμενη μέρα έχει επανέλθει στη ζωή. Όμως ένα κομμάτι των αναμνήσεών του δεν αποθηκεύτηκε κατά τη μεταφορά του στο καινούριο σώμα – κλώνο του και έτσι, δεν θυμάται γιατί αυτοκτόνησε, τι είναι αυτό που τον ώθησε στο να βάλει ένα όπλο στο κεφάλι του και να πατήσει την σκανδάλη. Γι΄αυτό και προσλαμβάνει τον Τακέσι Κόβατς -ο οποίος, με τη σειρά του, περίπου 100 χρόνια μετά την τελευταία δολοφονία του, μόλις έχει ένα νέο σώμα. Ο Κόβατς αναλαμβάνει την αποστολή να βρει τους λόγους της αυτοκτονίας του νέου εργοδότη του, αυτού του υπερόπτη «Μαθ» (κατά το «Μαθουσάλας»), όπως αποκαλούνται οι άνθρωποι που είναι σαν τον Μπάνκροφτ. Μπορεί άλλωστε να αντιπαθεί τους «Μαθ» αλλά τα λεφτά είναι πολύ καλά και συν τοις άλλοις, πρόκειται για μια τυπική ντετεκτιβίστικη έρευνα, που μπορεί πανεύκολα να φέρει εις πέρας. Φυσικά, μέσω αυτής της έρευνας θα μπλέξει σε μια πολύ μεγάλη υπόθεση, γεμάτη ίντριγκα, αντικρουόμενα συμφέροντα, πολύ έντονες συγκρούσεις ηθικής και καλά κρυμμένα μυστικά από τον κόσμο των «Μαθ». Έχει, με άλλα λόγια, την τύχη όλων των αρχετυπικών νουάρ χαρακτήρων…
Αυτό είναι το βασικό concept του «Altered Carbon», ενός βιβλίου του οποίου ο τίτλος έγινε γνωστός στα ευρεία κοινά μετά τη μεταφορά του στο Netflix (αυτό εδώ το κείμενο δεν θα αναφερθεί καθόλου σε αυτή την τηλεοπτική μεταφορά, ο γραφών άλλωστε δεν έχει δει ούτε ένα επεισόδιο) αλλά στους κύκλους των οπαδών της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας είναι γνωστό από το 2002 όταν και κυκλοφόρησε κάνοντας μεγάλο πάταγο στο είδος. Με το «Matrix» άλλωστε να έχει κάνει ξανά επίκαιρο το είδος του cyberpunk στις αρχές των 00s, το συγγραφικό ντεμπούτο του Ρίτσαρντ Μόργκαν, που στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Anubis, εκδόθηκε στο τέλειο μομέντουμ και κατά πολλούς, αποτέλεσε ένα δυναμικό μέσο αναζωογόνησης της Sci Fi λογοτεχνίας. Εμπεριείχε άλλωστε στο εσωτερικό του έναν θαυμαστό συνδυασμό επιρροών από την πιο ένδοξη παράδοση του είδους.
Το «Altered Carbon» υπήρξε μια ταυτόχρονη ερωτική εξομολόγηση στις ιδέες του Φίλιπ Ντικ, στο cyberpunk περιβάλλον του Γουίλιαμ Γκίμπσον (και κατά βάση στον αριστουργηματικό «Νευρομάντη» του) και βέβαια στο «Blade Runner» αφού άλλωστε η φιγούρα του Τακέσι Κόβακς προσομοιάζει εντυπωσιακά στον κινηματογραφικό Ντεκάρτ του Χάρισον Φορντ (και πολύ λιγότερο στην λογοτεχνική εκδοχή του). Μάλιστα, οι ιδέες που προκύπτουν από αυτό το πάντρεμα επιρροών φαίνεται πως έχουν επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το «Blade Runner 2049»: ειδικά το σημείο με τον αχανή χώρο αποθήκευσης κλώνων μοιάζει να το έχει ξεσηκώσει απευθείας από το «Altered Carbon» ο Ντενί Βιλνέβ για την ταινία του 2017 ενώ και οι ρυθμοί της έρευνας που αποτελούν τη βασική πλοκή του «Blade Runner 2049» φαίνεται πως κρυφοκοιτάνε την έρευνα του Τακέσι Κόβακς.
Με άλλα λόγια, το «Altered Carbon» κατάφερε κάτι σημαντικό: την περίοδο που βγήκε υπήρξε μια γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον της Επιστημονικής Φαντασίας, τίμησε προγενέστερες από αυτό δημιουργίες με τρόπο που αντικειμενικά το κατέγραψε στην παράδοσή τους και ταυτόχρονα, επηρέασε δημιουργίες που βγήκαν μετά από αυτό. Υπό αυτή την έννοια, είναι απόλυτα κατανοητό το εύρος της σημασίας του για τον χώρο του Sci Fi. Είναι ωστόσο ένα βιβλίο που ταυτόχρονα, τα έχει τα προβληματάκια του. Κυρίως διότι πλάι σε όλα αυτά επιχειρεί να στριμώξει και το παραδοσιακό νουάρ. Για την ακρίβεια, επιχειρεί να είναι ένα νουάρ με Sci Fi περιτύλιγμα. Και αν η ιδέα αυτή είναι εντυπωσιακή και μεγαλεπίβολη, η αξιοποίησή της δεν γίνεται με ικανοποιητικό τρόπο από τον Μόργκαν αφού αποτυγχάνει να βρει ισορροπία για την τέλεση αυτού του (μερακλίδικου κατά τα άλλα) γάμου που επιχειρεί.
Ακριβώς εξαιτίας αυτής της νουάρ ψυχοσύνθεσης που βρίσκεται στην καρδιά του, το «Altered Carbon» έχει δυο βασικά προβλήματα. Τα βιβλία του Ντικ και του Γκίμπσον χρησιμοποιούσαν τα περιβάλλοντά τους ως αφετηρίες για να δομήσουν mindfuck καταστάσεις και αφηγήσεις και αυτό ήταν η μεγάλη δύναμή τους: σου ανατίναζαν τον εγκέφαλο με αυτά που γινόντουσαν. Ο Μόργκαν ωστόσο υιοθετεί μια (εν τέλει) πούρα νουάρ αφήγηση και όλους τους κανόνες της. Για την ακρίβεια, ακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια τους κανόνες του νουάρ (φαίνεται άλλωστε ότι εκτός από τους Ντικ και Γκίμπσον αγαπάει πολύ και τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, ίσως λίγο περισσότερο από τους άλλους δυο), δεν τους υπερβαίνει ποτέ και αυτό σε ένα συνδυαστικό δημιούργημα αποτελεί πρόβλημα. Μόνο κατά την κλιμάκωση της πλοκής «θυμάται» να γίνει mindfuck ως cyberpunk που σέβεται τον εαυτό του. Και η αλήθεια είναι πως το κάνει πολύ καλά αλλά αργεί να το κάνει. Έτσι, στο μεγαλύτερο διάστημα του βιβλίου, τα Sci Fi/cyberpunk στοιχεία μοιάζουν με μια ενδιαφέρουσα μεν, αναξιοποίητη δε παράθεση ιδεών. Και είναι πραγματικά κρίμα.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα του βιβλίου είναι και πιο οργανικό όσον αφορά την αφήγηση. Ο Μόργκαν δομεί μια πλοκή που είναι εξαιρετικά περίπλοκη ως προς τη μορφή αλλά μάλλον απλή ως προς το περιεχόμενο. Είναι αποφασισμένος να καβαλήσει τη φόρμα της νουάρ περιπλοκότητας αλλά οι ιδέες του είναι αναντίστοιχα φτωχές ως προς την εν λόγω φόρμα με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση πως η υπόθεση κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της. Αν αντίθετα, κρατούσε σε ένα πιο απλό επίπεδο την ουσία της πλοκής του και είχε χρησιμοποιήσει τον όγκο του γραπτού του για να αναπτύξει τις αναξιοποίητες τελικά Sci Fi/cyberpunk ιδέες του, τότε ο όγκος του βιβλίου θα ήταν αυτόματα και πιο ουσιαστικός. Δίνεται ωστόσο η εντύπωση πως τελικά είναι τεχνητός. Εν τέλει, το «Altered Carbon» είναι μια άνιση δημιουργία. Από τη μια, πρόκειται για μια εμβληματική Sci Fi ιδέα, που κάνει μπαμ πως προέκυψε από το μυαλό κάποιου «σαν εσένα», κάποιου που έχει λιώσει την Sci Fi λογοτεχνία και υπό αυτή την έννοια, δεν γίνεται να μην σεβαστείς τις προθέσεις του. Από την άλλη, αποτυγχάνει στην πρόθεσή του να το παντρέψει με ένα άλλο αγαπημένο είδος, το νουάρ και ταυτόχρονα, είναι τελικά μια φτωχή νουάρ ιστορία.
Ας το πούμε με μια πιο light διατύπωση: το «Altered Carbon» κουβαλάει όλα τα αρνητικά και όλα τα θετικά στοιχεία που θα μπορούσε να κουβαλήσει το βιβλίο ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Εμπεριέχει όλο τον ενθουσιασμό και την άγρια συγγραφική καύλα κάποιου που έρχεται σε μια παρθενική επαφή με τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος και ταυτόχρονα, αναδεικνύει και ολόκληρη την ανωριμότητα, ολόκληρη την έλλειψη εμπειρίας ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Όπως και να έχει πάντως, με τις αδυναμίες του και τα προτερήματά του, το «Altered Carbon» είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πείραμα και το μόνο βέβαιο είναι πως η Sci Fi λογοτεχνία έχει ανάγκη τέτοιες προσπάθειες. Εντάξει, δεν γίνεσαι με το πρώτο σου βιβλίο ο διάδοχος του Φίλιπ Ντικ ενώ δεν είναι όλοι τόσο ανατριχιαστικά ταλέντα όσο ο Γουίλιαμ Γκίμπσον, που με το ντεμπούτο του μας χάρισε το αριστούργημα «Νευρομάντης» (αν και -να το πούμε και αυτό- ο Γκίμπσον ποτέ δεν ξαναέφτασε στα δυσθεώρητα συγγραφικά επίπεδα του πρώτου του βιβλίου). Στη ψυχή του «Altered Carbon» ωστόσο ενδέχεται και να φωλιάζει ο συνεχιστής της παράδοσης αυτών των δυο λαμπρών μυαλών και αυτό είναι από μόνο του μια αξία.