Τόκιο 2019. 30 χρόνια μετά τη λήξη του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δυστοπικό περιβάλλον. Διαδηλωτές και ΜΑΤ συγκρούονται στους δρόμους κάθε μέρα. Πιτσιρίκια με μεταφυσικές ικανότητες και όλη την σοφία της ανθρώπινης ύπαρξης ενσωματωμένη στους αλλόκοτους εγκεφάλους τους γίνονται ζωντανά πειράματα της κυβέρνησης. Αντάρτικες οργανώσεις. Παρακρατικοί στρατοί. Πιστολίδια και βόμβες στους δρόμους. Ξύλο στους υπονόμους. Μια αδιάφορη και άσχετη από τα πάντα παρέα από κάγκουρες που απλά κάνει κόντρες με μηχανές στην μέση όλου αυτού του μπάχαλου (και που χωρίς να το θέλει θα εμπλακεί καθοριστικά στη φάση). Και ένα μυστήριο όνομα που διαπερνά τα πάντα: Ακίρα. Ποιος (ή τι) είναι ο Ακίρα; Είναι όπλο στα χέρια της κυβέρνησης ή μήπως ο φόβος και ο τρόμος της; Είναι κάτι σαν μεσσίας όπως λένε οι θρησκευτικές αιρέσεις που παρελαύνουν που και που στην πόλη ή μήπως ένας αστικός μύθος που γέννησαν τα άπειρα ναρκωτικά που παίζουν από εδώ και από εκεί; Ένα Sci-Fi τουρλουμπούκι δύο (και κάτι) ωρών, η επιτομή του cyberpunk: να τι είναι (σίγουρα) το «Akira»!
Είναι αμφίβολο πως ο δυτικός πολιτισμός θα καταφέρει ποτέ να κατανοήσει στο έπακρο τα βαθιά σημάδια που έχει αφήσει στο συλλογικό υποσυνείδητο της Ιαπωνίας, η ρίψη ατομικής βόμβας στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα 74 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τότε μπορεί να μοιάζουν ένα πολύ μεγάλο διάστημα αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι: η όσμωση των γενεών και η μεταφορά της συλλογικής μνήμης από τη μία στην άλλη, δεν φθείρονται μέσα σε αυτό το διάστημα. Πολύ περισσότερο δε όταν μιλάμε για την ιαπωνική κοινωνία της δεκαετίας του ’80: τότε και αν παρέμενε ζωντανός ο εφιάλτης της ατομικής βόμβας. Δεν είναι τυχαίο πως τα anime και τα manga, τα Μέσα κατασκευής της σύγχρονης ιαπωνικής μυθολογίας δηλαδή, επικεντρώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό σε εξιστορήσεις ιστοριών που είτε απευθείας είτε μέσω παραβολών επιχείρησαν να μιλήσουν για αυτό το συλλογικό τραύμα.
Τα Sci-Fi δημιουργήματα του εν λόγω είδους δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Η αποτύπωση ενός δυστοπικού και ερημωμένου περιβάλλοντος στο θρυλικό «Nausicaa of the Valley of the Wind» του 1984 υπήρξε για κάποια χρόνια, ο πιο επιβλητικός Sci-Fi σχολιασμός στην Ιαπωνία αναφορικά με τον εφιάλτη της ατομικής βόμβας. Αλλά το αποκορύφωμα αυτής τη τάσης προέκυψε το 1989 και άκουγε το όνομα «Akira», ένα από τα πιο επιδραστικά anime όλων των εποχών, με διαφορά το πιο δημοφιλές έξω από τα ιαπωνικά σύνορα και ταυτόχρονα, ένας αληθινός ογκόλιθος για τους οπαδούς της Επιστημονικής Φαντασίας εν γένει. Βασισμένο στο ομώνυμο manga του δημιουργού της ταινίας Κατσουχίρο Οτόμο, ένα manga που πάντως ξεκίνησε να «τρέχει» μερικά χρόνια πριν την ταινία και ολοκληρώθηκε μερικά χρόνια μετά την κυκλοφορία της, το «Akira» συνδύαζε ένα καταπληκτικό στόρι υποδειγματικά δομημένων χαρακτήρων, άψογης κλιμάκωσης και αριστοτεχνικού «δεσίματος» των επιμέρους αφηγηματικών κομματιών με ένα μείγμα ετερόκλιτων κοινωνικών σχολιασμών χωρίς ποτέ η μία πτυχή να «καπελώνει» την άλλη: το «Akira» υπήρξε, με έναν θαυμαστά ισορροπημένο τρόπο, χαοτικό και ταυτόχρονα, αρμονικό. Μια δημιουργία που όχι απλά δεν αποπροσανατολιζόταν αλλά αντίθετα, αντλούσε περεταίρω έμπνευση από χαοτικό του περιεχόμενο.
Για παράδειγμα, το Νέο Τόκιο στο οποίο εξελίσσονται τα πάντα, ένα Τόκιο που έχει ισοπεδωθεί από μια ατομική βόμβα -στα πλαίσια του φανταστικού Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτή τη φορά-, είναι μια πόλη που 30 χρόνια μετά την καταστροφή της έχει οικοδομηθεί από το μηδέν και οδεύει ολοταχώς προς μια νέα, (επίπλαστα) ένδοξη εποχή. Στο εσωτερικό του ωστόσο συσσωρεύεται μια κοινωνία που (κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της αληθινής ιαπωνικής κοινωνίας) παλεύει όσο τίποτα άλλο με τον εαυτό της να αφήσει πίσω της και σε ψυχολογικό επίπεδο τις στάχτες του παρελθόντος. Αυτή η προσπάθεια, την βυθίζει στην τρέλα και την βία και πάνω απ’ όλα την καθιστά δέσμια ενός πολιτικού αυταρχισμού, που δεδομένα «γεννάει» συγκρούσεις. Το σχόλιο του «Akira» είναι κοφτερό σαν ξυράφι: ο ολοκληρωτισμός και τα εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά που ορίζουν την κοινωνία του αναδεικνύουν πως η «από τα πάνω» διαχείριση των κοινωνικών, συλλογικών τραυμάτων, η έννοια της «ανάπτυξης» ως κυβερνητική μέθοδος με άλλα λόγια, για την μετάβαση σε μια νέα εποχή, δεν εμπεριέχει τίποτα αληθινά προοδευτικό αλλά αντίθετα, διαμορφώνει συνθήκες οπισθοδρόμησης.
Οι χαρακτήρες του «Akira», δέσμιοι του περιβάλλοντός τους είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους μέσα σε αυτόν τον απέραντο κυνισμό (που πολύ εύστοχα και δεικτικά, ώρες-ώρες αποκτά στοιχεία τρομακτικού σουρεαλισμού). Ο Κανέντα και ο Τέτσουο, οι βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας, δυο κολλητοί 17χρονοι φίλοι, ενώ αρχικά διακατέχονται από μια τεράστια αδιαφορία και άγνοια για όλα τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που καθορίζουν την κοινωνία στην οποία ζουν (είναι άλλωστε γνήσια τέκνα αυτής της νέας εποχής και άρα αποσυνδεδεμένοι και απομακρυσμένοι από τις ρίζες αυτής της νέας κατάστασης), θα καταλήξουν φιγούρες απείρως σημαντικές για την ίδια την συνοχή αυτού του περιβάλλοντος. Ειδικά ο Τέτσουο (για τον οποίο θα θέλαμε να πούμε πάρα πολλά πράγματα αλλά είναι αδύνατο να το κάνουμε χωρίς spoilers) είναι ένας χαρακτήρας τόσο διττός που δεν γίνεται να μην υποκλιθείς στο γράψιμό του. Ακροβατώντας διαρκώς ανάμεσα σε αντιθετικά ηθικά σχήματα και αντιφατικά συναισθηματικά επίπεδα, ο Τέτσουο και ο αυθορμητισμός που τον διακατέχει προσωποποιεί μια βαθιά (αλλά καμιά φορά απελευθερωτική) αλήθεια: ακόμα και η μη θέση είναι θέση.
Εκτός από τους συνολικά κοινωνικούς σχολιασμούς του, το «Akira» βρίθει και από μια διάθεση να εφεύρει τη βασική μορφή συνύπαρξης σε ένα δυστοπικό κόσμο – αν φυσικά, υπάρχει κάτι τέτοιο σε έναν δυστοπικό κόσμο. Εδώ η έννοια της οικογένειας, του βασικού κυττάρου συνύπαρξης των σύγχρονων κοινωνιών δηλαδή, μοιάζει χαρακτηριστικά απούσα. Και εδώ βέβαια, ο Οτόμο «χτυπάει» στο συλλογικό υποσυνείδητο της μεταπολεμικής Ιαπωνίας -και όχι μόνο φυσικά…- και των τραυμάτων των ορφανών παιδιών αλλά και των γονιών που έχασαν τους γιους τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ορφανά παιδιά είναι μια διαδεδομένη πραγματικότητα εδώ και η ανάγκη δόμησης νέων πρωτογενών μορφής συνύπαρξης, είτε μέσα από τη συσπείρωση για ένα κοινό σκοπό (όπως η ένοπλη ανατροπή του καθεστώτος) είτε μέσα από την απλή και αγνή διασκέδαση (όπως οι καγκούρικες κόντρες με μηχανές), αναδεικνύεται ως κομβική για αυτά τα νέα υποκείμενα αυτής της νέας εποχής.
30 χρόνια μετά την προσγείωση του «Akira» στον πλανήτη της ποπ κουλτούρας, 30 χρόνια μετά την αποτύπωση του εναλλακτικού 2019 του (μάλιστα, κατά τεράστια σύμπτωση, το σημερινό Τόκιο του 2019 προετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα φιλοξενήσει το καλοκαίρι του 2020, ακριβώς όπως συμβαίνει και στο Τόκιο του 2019 που βλέπουμε στο «Akira»!), η δημιουργία του Οτόμο παραμένει μια άψογη φουτουριστική παραβολή μέσω της οποίας ανοίγουν συζητήσεις πέρα για πέρα επίκαιρες ακόμα και στο σήμερα. Μπορεί το «δικό μας» 2019 να διαφέρει από τον cyberpunk, σουρεαλιστικό εφιάλτη του 2019 του «Akira» αλλά τα ερωτήματα που έρχονται σετ κατά την θέασή του, παραμένουν εν πολλοίς αναπάντητα. Πως γίνεται να είσαι λάτρης της επιστημονικής φαντασίας και να μην αγαπήσεις μια τέτοια δημιουργία;