Σχετικά μακρινό μέλλον. Η ανθρωπότητα δεν μένει πια μόνο στην Γη, έχει δημιουργήσει αποικίες τόσο στην Σελήνη όσο και στον Άρη. Ο Κλίφορντ Μακ Μπράιντ (Τόμι Λι Τζόουνς) είναι ένας θρυλικός αστροναύτης που πριν 30 χρόνια ηγήθηκε μιας αποστολής στο διάστημα προκειμένου να ανακαλυφθούν εξωγήινοι πολιτισμοί. Τα τελευταία 20 χρόνια, τα ίχνη της εν λόγω αποστολής έχουν χαθεί και ο γιος του, Ρόι Μακ Μπράιντ (Μπραντ Πιτ), επίσης αστροναύτης, ζει στη σκιά του διάσημου, θρυλικού πατέρα του.
Ξαφνικά, ένα περίεργο φαινόμενο από μια μακρινή τοποθεσία κάπου στο διάστημα προκαλεί αναταράξεις στη Γη: μαζικά μπλακ άουτ εξαιτίας εξαιρετικά δυνατών ηχητικών κυμάτων προκαλούν δυστυχήματα που κοστίζουν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Οι επιστήμονες της Γης πιστεύουν πως τα εν λόγω κύματα έρχονται από το μέρος όπου βρίσκεται ο εξαφανισμένος Κλίφορντ Μακ Μπράιντ. Ο γιος του ξεκινάει ένα μεγάλο ταξίδι, μια πραγματική Οδύσσεια στο διάστημα (το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι;) προκειμένου να φτάσει την τοποθεσία στην οποία υποθετικά βρίσκεται ο πατέρας του. Το ταξίδι του Κλίφορντ έχει προσωπική και ταυτόχρονα οικουμενική σημασία: θέλει να βρει τον χαμένο πατέρα του και να μετριάσει τα ψυχολογικά που του έχει δημιουργήσει η απουσία του αλλά ταυτόχρονα, από την έκβαση της αποστολής του κρίνεται και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Αυτή είναι η βασική πλοκή του «Ad Astra», μιας ταινίας που αποτελεί την πρώτη προσπάθεια του υποτιμημένου Τζέιμς Γκρέι να διαβεί τα χωράφια του Sci Fi. Και είναι μια προσπάθεια που διακατέχεται από αυτή τη διπλή φυσιογνωμία που συνηθίζουν να έχουν οι μεγαλεπίβολες ταινίες επιστημονικής φαντασίας και ειδικά, αυτές που η ιστορία τους ξεδιπλώνεται στο διάστημα, από το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» μέχρι το «Interstellar»: το «Ad Astra» είναι αφενός ένα εντυπωσιακό οπτικό κατόρθωμα που αποτυπώνει το σύμπαν με τη σκοτεινιά και τη μεγαλοπρέπεια που του αντιστοιχεί και αφετέρου μια «εσωτερική» ιστορία, μια ενδοσκόπηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, που φαντάζει τόσο μικρή και ανήμπορη όταν αναμετριέται με τη θνητή φύση της (και ποιο περιβάλλον είναι πιο ιδανικό για την αποτύπωση μιας τέτοιας αναμέτρησης από το αχανές διάστημα;).
Ο Γκρέι είναι ένας σκηνοθέτης που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει σούπερ σταρ του Χόλιγουντ και μάλλον όχι συμπτωματικά. Οι πρώιμες ταινίες του αν και εξαιρετικές (ειδικά το σχετικά αγνοημένο «Τwo Lovers» με τον Χοακίν Φίνιξ και την Γκουίνεθ Πάλτροου) υπήρξαν έτσι κι αλλιώς χαμηλόφωνες ενώ η προσπάθειά του να μεταπηδήσει στις πιο εμπορικές/οσκαρικές παραγωγές συνοδεύτηκε από εντελώς αδιάφορα αποτελέσματα («The Lost City of Z», «The Immigrant»). Το πρόβλημά του ήταν πως αδυνατούσε να κάνει μαζικά ελκυστικό το εγκεφαλικό του σινεμά. Με το «Αd Astra», επιτέλους πετυχαίνει τον πολυπόθητο, χρυσό συνδυασμό. Βέβαια, έχει και ένα μεγάλο όπλο στα χέρια του: τον Μπραντ Πιτ.
Ο πρωταγωνιστής αλλά και παραγωγός του «Ad Astra» κάνει μπαμ πως έχει πολύ διευρυμένα καθήκοντα εδώ: η προσπάθεια να γίνει ταινία το σενάριο του Γκρέι γίνεται ξεκάθαρα από κοινού με τον βασικό του ηθοποιό. Εύκολα μπορεί να μαντέψει κανείς πως αν το «Ad Astra» οφείλει στον σκηνοθέτη του ορισμένες καταπληκτικές σεκάνς, όπως την απολαυστική καταδίωξη στη Σελήνη με τους τοπικούς διαστημικούς πειρατές ή την εξαιρετικά mindfuck και πιο horror σκηνή της ταινίας με τους άγριους πιθήκους στο διάστημα (αναφορά στο «2001»;), αυτόματα οφείλει στην αποφασιστικότητα του πρωταγωνιστή του το «χτίσιμο» του βασικού χαρακτήρα.
Ο Μπραντ Πιτ υποδύεται με θαυμαστή ισορροπία τον οριακά καταθλιπτικό και εκνευριστικά ψύχραιμο αστροναύτη με τα απάλευτα daddy issues. Η ψυχρότητα στο πρόσωπό του σε κανένα σημείο δεν «θάβει» την ένταση των συναισθηματικών του μεταπτώσεων που προκαλούνται εξαιτίας του γεγονότος ότι έχει να αντιμετωπίσει τον πιο δύσκολο αντίπαλο της αστρικής καριέρας του: όχι το σύμπαν δηλαδή, όπως εύκολα θα έβγαινε ως συμπέρασμα, αλλά τον ίδιο του τον πατέρα. Το δε μπέρδεμά του αναφορικά με το αν αυτό που επιδιώκει σε σχέση με την μεγαλεπίβολη αποστολή του είναι η αποδοχή του πατέρα του ή η συμβολική (;) πατροκτονία αποτυπώνεται με θαυμαστό τρόπο από έναν Μπραντ Πιτ που για μια ακόμα φορά αποδεικνύει πόσο καλός ηθοποιός είναι.
Θα πρέπει ωστόσο να γίνει και ειδική μνεία στα δυο βασικά και βαρβάτα μειονεκτήματα της ταινίας: αν δεν υπήρχαν αυτά, το «Ad Astra» θα ήταν πολύ πιο σημαντική ταινία. Το πρώτο μάλιστα, θα μπορούσε εύκολα να λείπει: ένα εκνευριστικό voice over που αποτυπώνει τις σκέψεις του Μπραντ Πιτ κάνει πολύ συχνά την εμφάνισή του και αφενός δίνει την ξενερωτική εντύπωση πως οι Πιτ και Γκρέι δεν εμπιστεύονται τον θεατή και επιχειρούν να του εξηγήσουν αναλυτικά το τι παίζει στο κεφάλι του πρωταγωνιστή, αφετέρου έρχεται σε αντίφαση με τον αποστασιοποιημένο τρόπο που ο Γκρέι κινηματογραφεί τον πρωταγωνιστή του και εν τέλει καταλήγει να αποδυναμώνεται αυτή η γοητευτική αποστασιοποίηση. Ίσως ένα cut χωρίς το εν λόγω voice over να είναι κάτι που θα πρέπει να δούμε στο μέλλον: είναι δεδομένο πως η ταινία θα είναι πολύ πιο αναβαθμισμένη χωρίς αυτό.
Το δεύτερο μειονέκτημα δεν ήταν και τόσο απλό να αποφευχθεί. Το «Ad Astra», αν και οπτικά αντλεί προφανέστατη έμπνευση από το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος», σεναριακά κρυφοκοιτάει και αντιγράφει διακριτικά το μοτίβο του «Αποκάλυψη Τώρα»: ο πατέρας του πρωταγωνιστή (ο Τόμι Λι Τζόουνς), ο χαρακτήρας δηλαδή που αποτελεί το αδιαφιλονίκητο συναισθηματικό κέντρο της ταινίας, είναι ένας εμμονικός οραματιστής, αυτοεξορισμένος σε ένα δικό του «βασίλειο», σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τους ανωτέρους του που κάποτε τον έστειλαν σε μια μεγάλη αποστολή για να αυτονομηθεί τελικά πλήρως από αυτούς και να αφοσιωθεί στο δικό του όραμα.
Είναι προφανές πως ο χαρακτήρας του Τόμι Λι Τζόουνς είναι μια Sci Fi εκδοχή του Συνταγματάρχη Κουρτζ από το «Αποκάλυψη Τώρα», του ρόλου δηλαδή στον οποίο άφησε εποχή ο Μάρλον Μπράντο. Τόσο ο ρόλος του Μπράντο όσο και αυτός του Τζόουνς, εκτός από το γεγονός ότι τους ορίζουν παρόμοια κίνητρα και συμπεριφορές, χτίζουν τον μύθο τους κατά την εξέλιξη της ταινίας (και του ταξιδιού των πρωταγωνιστών που οδεύουν προς το «βασίλειό» τους) δια της απουσίας τους, έτσι ώστε τις λίγες στιγμές που τελικά εμφανίζονται στην οθόνη να μοιάζουν επιβλητικοί. Σε αυτή την αντιγραφή δεν πολυπετυχαίνει το «Ad Astra». Όχι τόσο επειδή ο Τόμι Λι Τζόουνς, παρά τον απεριόριστο σεβασμό μας προς το πρόσωπό του, δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα ηθοποιός επιπέδου Μάρλον Μπράντο που με το που θα εμφανιστεί στην οθόνη θα καθορίσει όλη την ταινία (και γι’ αυτό βέβαια) αλλά κυρίως, επειδή το γράψιμό του είναι πρόχειρο και διεκπαιρεωτικό, αναλώνεται σε μερικές καλές ατάκες αλλά σε γενικές γραμμές, καπελώνεται από τον Μπραντ Πιτ που εδώ είναι ο απόλυτος σταρ της ταινίας και δεν παίζει κανείς να του κλέψει ούτε λίγη δόξα.
Ίσως, ο χειρισμός του συγκεκριμένου χαρακτήρα -αυτός του Τόμι Λι Τζόουνς- να ήταν πιο αποτελεσματικός αν το σενάριο φρόντιζε να περιφρουρήσει καλύτερα το μυστήριο που δομικά (θα μπορούσε να) τον περιβάλλει, όπως δηλαδή έκανε το «Αποκάλυψη Τώρα» που έκρυψε επιμελώς την παρουσία του Μάρλον Μπράντο πριν αυτός εμφανιστεί τελικά στο τελευταίο μισάωρο και κλέψει την παράσταση. Όμως, είπαμε: σε αυτή την ταινία κανείς δεν θα κλέψει την παράσταση από τον (εξαιρετικό κατά τα άλλα) Μπραντ Πιτ και ο χαρακτήρας του Τόμι Λι Τζόουνς «μας συστήνεται» μέσα από flash back σκηνές που αυτόματα αποδυναμώνουν την γοητεία του, μας στερούν το στοιχείο της έκπληξης αναφορικά με τον ίδιο, τελικά μας κάνουν να καταλάβουμε από πολύ νωρίς πως θα χρησιμοποιηθεί ο χαρακτήρας του και τι δυναμική θέλουν οι δημιουργοί της ταινίας να έχει και αναπόφευκτα, το «Αd Astra» πληρώνει έναν απαραβίαστο κανόνα: έχεις μόνο μια ευκαιρία για να κάνεις μια καλή πρώτη εντύπωση.
Ας είμαστε δίκαιοι: το «Αd Astra» είναι μια πολύ καλή ταινία, διακατέχεται από δημιουργική ψυχή και καλλιτεχνική άποψη και με τα 10s να οδεύουν στο φινάλε τους, μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως με το σπαθί της διεκδικεί μια θέση στις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας. Τα αριστουργήματα ωστόσο εμπιστεύονται την αντιληπτική ικανότητα του κοινού τους, δεν επιχειρούν να τους κάνουν «νιανιά» τα νοήματά τους και επίσης, τοποθετούν ψηλότερα από κάθε πρωταγωνιστή τους το συνολικό τους όραμα. Να γιατί το «Αd Astra», ενώ θα το ήθελε πάρα πολύ, δεν είναι αριστούργημα.