35 χρόνια «Νευρομάντης»: Ωδή στην Βίβλο του Cyberpunk

«Ο ουρανός πάνω από το λιμάνι είχε το χρώμα μιας τηλεοπτικής οθόνης, που είναι συντονισμένη σε ένα νεκρό κανάλι».

Το καλοκαίρι του 1984, άπειροι οπαδοί της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας διάβασαν αυτήν την φράση μόλις άνοιξαν τον «Νευρομάντη», το πρώτο βιβλίο του Γουίλιαμ Γκίμπσον και από τις πρώτες μόλις σειρές του εισήχθησαν πιο αποτελεσματικά από όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς σε ένα δυστοπικό περιβάλλον που ποτέ δεν είχαν ξανασυναντήσει στο συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας. Η παρουσίαση δυστοπικών κοινωνιών ήταν πάντα ένα από τα πιο γοητευτικά ευρήματα των συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, αλλά αυτό που κατάφερε ο Γκίμπσον με το συγγραφικό του ντεμπούτο ήταν κάτι αληθινά ξεχωριστό.

Διότι ο «Νευρομάντης» δεν παρουσίαζε απλά ένα απαισιόδοξο μέλλον σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης αλλά κάτι πολύ ευρύτερο από αυτό. Οκ, τα κατασκευάσματα Τεχνητής Νοημοσύνης δεν έχουν φτάσει ακόμα στο επίπεδο να έχουν δική τους συνείδηση -όπως στον «Νευρόμαντη»-, ενώ για την ώρα δεν έχουν χτιστεί υπερπολυτελείς βίλες που αιωρούνται στο διάστημα για να αποσύρονται εκεί οι πάμπλουτοι ιδιοκτήτες τους. Αυτά όμως, σε ένα Sci-Fi σύμπαν είναι στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε να εναρμονιστεί σχετικά εύκολα κάποιος μυημένος στους κανόνες του είδους. Αυτό που προκαλούσε ένα ασύλληπτο mindfuck στους αναγνώστες του «Νευρομάντη» ήταν κάτι άλλο, κάτι που ποτέ δεν είχαν ξανασυναντήσει σε αντίστοιχα μυθιστορήματα, ένα σκοτεινό και τρομακτικό εύρημα που προκαλούσε ασύλληπτο εθισμό στους χαρακτήρες του βιβλίου: το Διαδίκτυο.

Ο Γκίμπσον δεν έμεινε τυχαία στην ιστορία ως «ο άνθρωπος που είδε το μέλλον». Στο συγκεκριμένο βιβλίο μίλησε για ένα δίκτυο, έναν αχανές και λαβυρινθώδες κυβερνοχώρο, όπου αναρίθμητα δεδομένα είναι αποθηκευμένα, έναν «χώρο» στον οποίο οι άνθρωποι συνδέονται και σερφάρουν με τις ώρες, πηγαίνουν από τη μια γωνία του μέχρι την άλλη και εξερευνούν τα άπειρα περιεχόμενά του. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς τους χρήστες εθίζονται τόσο πολύ στη συγκεκριμένη διαδικασία που εν τέλει καταλήγουν να αποτελούν αληθινά πρεζάκια, εθισμένα σε αυτό το ιδιαίτερο, ηλεκτρονικό ναρκωτικό.

Στην κοινωνία του «Νευρομάντη», οι χρήστες συνδέονται σε αυτό το δίκτυο εισάγοντας βύσματα σε τεχνητά εμφυτεύματα πάνω στο σώμα τους, που λειτουργούν ως υποδοχές. Συνήθως αυτά τα εμφυτεύματα βρίσκονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους και με την είσοδο τους στο διαδίκτυο, όλες οι αισθήσεις τους μεταφέρονται σε έναν τεχνητό κόσμο. Το σώμα τους μπορεί να παραμένει μπροστά από έναν υπολογιστή αλλά η συνείδησή τους και η αντιληπτική τους ικανότητα, ο ίδιος ο εγκέφαλός τους πλέον δίνει εντολές σε ένα σώμα που υπάρχει μόνο εκεί μέσα, μόνο σε αυτή την εικονική πραγματικότητα.

Κανένας άνθρωπος που ανακάλυψε τον γοητευτικό κόσμο της επιστημονικής φαντασίας στα τέλη των 90s και διάβασε στη συνέχεια το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί το πόσο επιδραστικό υπήρξε για μια σειρά άλλων δημιουργιών με πρώτη και καλύτερη το «Matrix», που κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους 15 ολόκληρα χρόνια μετά το βιβλίο του Γκίμπσον. Πολλοί «ψαγμένοι» με το είδος μάλιστα, τις εποχές που η ταινία των αδερφών Γουατσόφσκι προκαλούσε παροξυσμό στο κοινό της ποπ κουλτούρας, δεν δίστασαν να την κατηγορήσουν για ξεδιάντροπη κλεψιά του σύμπαντος του Γκίμπσον. Υπό μια έννοια, δεν είχαν εντελώς άδικο…

«Το Matrix είναι ένας κόσμος μέσα στον κόσμο, μια παγκόσμιας συναίνεσης παραίσθηση, η αναπαράσταση του κάθε byte δεδομένων στον κυβερνοχώρο…», αναφέρεται άλλωστε σε ένα σημείο του βιβλίου, σε ένα από τα ελάχιστα δείγματα exposition αναφορικά με το τι στο διάολο γίνεται σε αυτή την ιστορία: η ίδια η έννοια του «Μatrix» με άλλα λόγια, συναντιέται πρώτα στον «Νευρομάντη» και στη συνέχεια στην περιπέτεια των Γουατσόφσκι. Μόνο που η ιστορία που εδώ αφηγείται ο Γκίμπσον είναι πολύ πιο σκοτεινή και απαισιόδοξη, υφολογικά φλερτάρει τόσο έντονα με τον μηδενισμό που αναπόφευκτα κατανοείς όχι απλά την μαυρίλα αυτού του μέλλοντος σε επίπεδο μορφής αλλά, πολύ περισσότερο, σε επίπεδο περιεχομένου.

Πρωταγωνιστής του «Νευρομάντη» είναι ο Κέις, ένας τύπος που κάποτε υπήρξε ένας από τους καλύτερους κλέφτες δεδομένων στον κόσμο. Κάποια στιγμή ωστόσο, ο Κέις υπέπεσε σε ένα ασυγχώρητο λάθος: έκλεψε κάτι από έναν από τους πάμπλουτους εργοδότες του. Όταν ο εν λόγω εργοδότης ανακάλυψε την κλοπή του Κέις δεν τον σκότωσε (όπως θα γινόταν στον δικό μας κόσμο) αλλά αντίθετα, τον τιμώρησε με πολύ πιο σαδιστικό τρόπο: προκάλεσε μια μεγάλη και ακριβή βλάβη στο νευρικό του σύστημα, με αποτέλεσμα ο Κέις να μην έχει πια την δυνατότητα να ασκεί το επάγγελμά του και πολύ περισσότερο, να συνδέεται στο διαδίκτυο, τιμωρία ισοδύναμη με θάνατο σε αυτόν τον κόσμο.

Ο Κέις γίνεται τοξικομανής. Περιφέρεται ημι-άστεγος στους δρόμους της πόλης, σκοτώνει και ληστεύει για να βρει τη δόση του, κάνει μικροκομπίνες με σκατόφατσες του υπόκοσμου για να ζήσει. Μέχρι που έρχεται σε επαφή με τον Άρμιταζ, έναν μυστηριώδη άντρα, που προσφέρεται να επισκευάσει το νευρικό του σύστημα, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες του Κέις ως κλέφτη δεδομένων. Μέσω μιας χειρουργικής επέμβασης, ο Κέις αποκτά εκ νέου τη δυνατότητα να μπαίνει και να σερφάρει στο διαδίκτυο αλλά ο Άρμιταζ τον προειδοποιεί πως αν δεν φέρει εις πέρας την αποστολή που του αναθέτει, τότε θα του το καταστρέψει ξανά: το να κάνει την δουλειά, είναι μονόδρομος πλέον για τον Κέις.

Η αποστολή του Κέις δεν είναι καθόλου εύκολη: πρέπει να κλέψει τα δεδομένα μιας ασύλληπτα ισχυρής Τεχνητής Νοημοσύνης, η οποία αποτελεί το κεντρικό σύστημα διαχείρισης της μεγαλύτερης πολυεθνικής του κόσμου. Σε αυτή του την προσπάθεια, θα συμμαχήσει με μια μυστήρια σαμουράι, την Μόλυ (ο χαρακτήρας της Τρίνιτι από το «Matrix» είναι ξεκάθαρα επηρεασμένος από αυτή) και οι δυο τους μπλέκουν σε μια περιπέτεια όπου συμβαίνει το ένα τρελό και παλαβό μετά το άλλο.

Τα (δύο) plot twist των περιπετειών του Κέις και της Μόλι είναι αληθινά αριστουργηματικά: οι μεγάλες αποκαλύψεις αναφορικά με αυτή τη μυστήρια αποστολή που έχει ανατεθεί στον Κέις κάνουν τον αναγνώστη να θέλει να φωνάξει «Ουάου» από την έκπληξη και ακριβώς αυτή η καταπληκτική εξέλιξη της πλοκής φτάνει για κατατάξει αυτοδίκαια τον «Νευρομάντη» στη λίστα με τα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας όλων των εποχών. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί: παρά το μεγαλείο του και την άπειρη λατρεία που απέκτησαν για αυτόν οι geek της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας όταν το διάβασαν, ο «Νευρομάντης» δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο. Ίσα-ίσα: το ύφος γραφής του Γκίμπσον κάνει την ανάγνωση του «Νευρομάντη» μια πολύ απαιτητική διαδικασία.

Ο Γκίμπσον γράφει «στεγνά», με ένα κυνικό αλλά και οικονομικό ύφος. Οι περιγραφές του είναι αφαιρετικές και απαλλαγμένες από το οποιοδήποτε συναίσθημα. Πολλές φορές μιλάει για εξαιρετικά βίαια περιστατικά με μια τρομακτική φυσικοποίηση, με φανερή την απουσία «χρωματισμού». Αυτό το ύφος φυσικά, είναι και ο λόγος που στον θεατή μεταλαμπαδεύεται στο έπακρο η μιζέρια και η σκατοψυχιά που καθορίζει την κοινωνία του βιβλίου. Ταυτόχρονα, η γραφή του Γκίμπσον διακατέχεται από μια πεισματική άρνηση να εξηγήσει με λεπτομέρειες τον τρόπο λειτουργίας διάφορων διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα σε αυτόν τον κόσμο. Ο Γκίμπσον αντιμετωπίζει τον αναγνώστη σαν ένα άτομο που ζει στην συγκεκριμένη κοινωνία και έχει ως δεδομένες ορισμένες λειτουργίες της. Μόνο που τέτοιος αναγνώστης δεν υπάρχει, απλούστατα επειδή δεν υπάρχει ούτε η συγκεκριμένη κοινωνία.

Αυτά τα στοιχεία δημιουργούν την απαίτηση από τον αναγνώστη να πρέπει να προσπαθήσει για να καταλάβει στο έπακρο τι είναι αυτά που διαβάζει. Ο σύγχρονος αναγνώστης βέβαια, γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνει διαδίκτυο καθώς υπάρχει στην καθημερινότητά του ενώ ταυτόχρονα, έχει δει και το «Μatrix», γεγονός που τον βοηθάει να προσαρμοστεί στα τρελά και παλαβά που γίνονται στο βιβλίο. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και ο σύγχρονος αναγνώστης δεν παίζει να μην μπερδευτεί, δεν παίζει να μην νιώσει τον εγκέφαλό του να «καίγεται» (μεταφορικά μιλώντας πάντα, σε αντίθεση με το εγκεφαλικό κάψιμο των χαρακτήρων του «Νευρομάντη» που είναι κυριολεκτικό…). Και αν αυτό το μπέρδεμα αφορά τον σύγχρονο αναγνώστη, μπορεί κανείς να φανταστεί τι «κάψιμο» προκάλεσε ο «Νευρομάντης» στο αναγνωστικό κοινό των 80s. Αυτά τα υφολογικά στοιχεία είναι μάλλον και ο λόγος που τα στούντιο του Χόλιγουντ δεν κατάφεραν ποτέ να αποδώσουν ετούτο το αριστούργημα υπό μορφή ταινίας και μπόλικοι παραγωγοί και σεναριογράφοι, αν και προσπάθησαν να μετασχηματίσουν σε ταινία αυτό το βιβλίο, τα παράτησαν. Ο τελευταίος που θα προσπαθήσει να το καταφέρει είναι ο Τιμ Μίλερ του «Deadpool» αλλά για την ώρα, το εν λόγω project βρίσκεται σε προπαρασκευαστικό επίπεδο και μέχρι να το δούμε να προχωράει δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι πως θα μπορέσει να γίνει πράξη.

Αν ο υπερμέγιστος Φίλιπ Ντικ έγραψε ιστορία στην λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας δομώντας μέσα από τα αριστουργηματικά του βιβλία, το υπο-είδος του New Wave Sci-Fi, ένα είδος δηλαδή που καταπιάνεται πολύ περισσότερο με τις κοινωνικές προεκτάσεις των μελλοντικών δυστοπιών και λιγότερο με τις τεχνολογικές υπερβάσεις που (θα) τις καθορίζουν, ο Γουίλιαμ Γκίμπσον έγραψε τη δική του ιστορία επεκτείνοντας καθοριστικά το New Wave Sci-Fi και οδηγώντας του στην νέα του εποχή. O «Νευρομάντης» αποτελεί ουσιαστικά την απαρχή του είδους του Cyberpunk, μιας λογοτεχνικής τάσης δηλαδή που κρατώντας ανέπαφα τα στοιχεία του κοινωνικού σχολιασμού του New Wave Sci-Fi, τα μπασταρδεύει με μια δομική επικέντρωση στην επίδραση της τεχνολογίας πάνω στο άτομο και της σκοτεινής φυσιογνωμίας της μέσα στις κοινωνίες. Μιας φυσιογνωμίας τόσο κυριαρχικής που καταλήγει, με έναν παράδοξο τρόπο, να συμπρωταγωνιστεί στα τεκταινόμενα των Cyberpunk ιστοριών, κατορθώνοντας εν τέλει να κάνει το Cyberpunk μια πραγματική πολιτιστική κουλτούρα (ας το ξαναπούμε: το «Matrix» μπορεί να μην είναι το πιο πρωτότυπο αλλά είναι μάλλον το πιο γνήσιο τέκνο της παράδοσης που ξεκίνησε ο «Νευρομάντης»).

Το φετινό καλοκαίρι, ο «Νευρομάντης» συμπληρώνει 35 χρόνια ύπαρξης. Και όσο ανακουφιστικά μακριά μοιάζει η παράδοξη κοινωνία του άλλο τόσο απειλητικά κοντά φαίνεται πως βρίσκεται και αυτό το σκοτσέζικο ντους που προκαλεί στις αισθήσεις μας διαβάζοντάς το είναι που το κάνει ένα πραγματικά διαχρονικό αριστούργημα, ένα έπος βγαλμένο από ένα λαμπρό μυαλό που ωστόσο, μάλλον απόλυτα λογικά, ποτέ δεν κατάφερε στις μετέπειτα Cyberpunk δημιουργίες του, να ανταγωνιστεί τον ίδιο τον εαυτό του, που παρουσίασε το καλοκαίρι του 1984 αυτό το έπος.

«Οι σημερινοί αναγνώστες μάλλον θα πρέπει να μου κάνουν παρατήρηση για το γεγονός ότι στον «Νευρομάντη» οι χαρακτήρες δεν χρησιμοποιούν κινητά τηλέφωνα. Δεν μπόρεσα να τα προβλέψω το 1984, δεν έφτασα μέχρι εκεί», θα πει σε μια συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα ο Γουίλιαμ Γκίμπσον σε μια προσπάθεια να αυτοσαρκαστεί αναφορικά με τον χαρακτηρισμό του «ανθρώπου που είδε το μέλλον». Όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία, άλλωστε αυτά που «είδε» και περιέγραψε στον «Νευρομάντη» τον τοποθετούν για πάντα στο πάνθεον των καλύτερων και πιο διορατικών δημιουργών επιστημονικής φαντασίας.

Πρεζάκια της τεχνολογίας που συνδέονται με τεχνητά εξαρτήματα του εγκεφάλου τους στον κυβερνοχώρο σαν να πίνουν πρέζα, αδίστακτοι μαφιόζοι της Γιαγκούζα, τεχνητά κεφάλια χωρίς σώμα που μιλάνε, δισκέτες «φορτωμένες» με ανθρώπινες συνειδήσεις, χάκερ μηδενιστές που απολαμβάνουν να οργανώνουν μίνι γενοκτονίες, αστικές οικογένειες με βίλες που αιωρούνται στο σύμπαν και καταλαμβάνουν την έκταση ενός γαλαξία και πάνω από όλα ένας υπαρξιακός μοναχικός αγώνας: δεν πειράζει που λείπουν τα κινητά, ο «Νευρομάντης» διακατέχεται από πλεόνασμα αριστουργηματικών ιδεών…

Αντί κλεισίματος, μερικές από τις πιο ωραίες δημιουργίες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο (υπό τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα…), οι «πατέρες» των οποίων τις έχουν εμπνευστεί από τη ανάγνωση του «Νευρομάντη»: