«Τhe blood is the life…»: Αυτές είναι οι 10 καλύτερες βαμπιρικές ταινίες ever

Μακριά δόντια, αίμα και ανθρωποθυσίες, μαύρο και άραχνο σκοτάδι, υποβόσκων ερωτισμός, ανατριχίλες και πάνω από όλα τρόμος: αγνός και μεταφυσικός τρόμος.

Ο βαμπιρικός μύθος αποτελεί μια από τις πιο αγαπημένες θεματικές της κινηματογραφικής τέχνης και ταινιάρες ολκής έχουν προκύψει γύρω από τη συγκεκριμένη παράδοση.

Το Nerd Things, θέλοντας να τιμήσει ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά είδη του horror κινηματογράφου, αυτό των βαμπιρικών ταινιών, έφτιαξε ένα top-10 με τις καλύτερες βαμπιρικές ταινίες όλων των εποχών.

10. «Στη σκιά του βρυκόλακα» (2000) του Ε.Ελίας Μέριγκε

Φόρος τιμής στο θρυλικό «Νοσφεράτου» και ταυτόχρονα αναπαραγωγή της θεωρίας πως ο Μαξ Σρεκ, ο μυστήριος ηθοποιός που πρωταγωνίστησε στην ιστορική ταινία του 1922, ήταν ένας αληθινός βρυκόλακας (!), το «Στη σκιά του βρυκόλακα» είναι μια ταινία φτιαγμένη με πολύ αγάπη για το συγκεκριμένο είδος ταινιών και διακατεχόμενη από ένα εξαιρετικά λεπτό αλλά πολύ μαύρο χιούμορ που αναβαθμίζει καθοριστικά το περιεχόμενό της.

Υιοθετώντας τον αστικό μύθο πως το «Νοσφεράτου» υπήρξε μια τόσο τρομακτική ταινία επειδή τα όσα βλέπουμε επί της οθόνης γίνονται όντως (έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια snuff ταινία αλλά με βρυκόλακες…), η δημιουργία του Μέριγκε κάνει ένα ξεκάθαρο σχόλιο για την ανθρώπινη φύση: ο βρυκόλακας της ιστορίας (που εδώ ζωντανεύει από έναν απολαυστικό Γουίλιαμ Νταφόε), παρά την επικίνδυνη φύση του είναι ένα αθώο πλάσμα. Ο αληθινά «κακός» της κατάστασης είναι ο σκηνοθέτης Μουρνάο (που τον ερμηνεύει ο εξίσου απολαυστικός Τζον Μάλκοβιτς): ένας αληθινός εκμεταλλευτής που τοποθετεί το όραμά του πιο ψηλά από την ηθική – πρόκειται, με άλλα λόγια, για έναν τυπικό άνθρωπο. Και τίποτα πιο επικίνδυνο από κάτι τέτοιο, ακόμα και σε σύγκριση με έναν βρυκόλακα…

9. «Τα Παιδιά της Νύχτας» (1987) του Τζόελ Σουμάχερ

Δυστυχώς, ο Τζόελ Σουμάχερ θα μείνει για πάντα στις συνειδήσεις όλου του κόσμου ως ο άνθρωπος που κατέστρεψε τον κινηματογραφικό μύθο του Μπάτμαν. Τόσο πριν όσο και μετά τις δυο ταινίες που χάλασαν τη φήμη του όμως, έχει υπογράψει ορισμένες πολύ καλές ταινίες. «Τα Παιδιά της Νύχτας», η βαμπιρική ταινία με τον Κίφερ Σάντερλαντ να ηγείται μας αλήτικης παρέας εφήβων που ταυτόχρονα είναι και βρυκόλακες, είναι μια τέτοια!

Το στόρι είναι πολύ βασικό: ένας έφηβος μετακομίζει σε μια κωμόπολη και εκεί γνωρίζει μια κοπέλα που του αρέσει αλλά και κάτι κωλόπαιδα -βαμπίρ (!) που του κάνουν μπούλινγκ. Θα μπορούσε με άλλα λόγια να είναι το «Καράτε Κιντ» με βρυκόλακες. Και όμως, παρά την κοινοτοπία του περιεχομένου της, τα «Παιδιά της Νύχτας» είναι μια παράδοξα διαχρονική ταινία: στα 80s αγαπήθηκε γιατί… ήταν τα 80s και τέτοιες ταινίες αγαπιόντουσαν τότε, σήμερα αγαπιέται με την ίδια ένταση γιατί βιώνουμε εποχές που τα καμπανάκια νοσταλγίας ενεργοποιούνται για πλάκα. Ταυτόχρονα, ένας coming of age ύμνος στην γκοθ ροκ τάση της εποχής: λογικά είναι η αγαπημένη ταινία των Sisters of Mercy…

8. «Δράκουλας: Ο Άρχοντας του Σκότους» (1966) του Τέρενς Φίσερ

Η δεύτερη από τις εφτά συνολικά φορές που ο Κρίστοφερ Λι υποδύθηκε τον θρυλικό Κόμη Δράκουλα ήταν και η καλύτερή του και εδώ που τα λέμε, μάλλον η μοναδική ταινία της σειράς που έχει όντως κάτι παραπάνω να προσφέρει σε επίπεδο πλοκής, ατμόσφαιρας και σκηνοθεσίας πέρα από τη γοητεία του cult στοιχείου. Παραγωγή της θρυλικής Hammer Horror Films, το «Δράκουλας: Ο Άρχοντας του Σκότους» είναι το απευθείας σίκουελ της ταινίας «Δράκουλας» του 1958 (είχε μεσολαβήσει και ένα spin off, το «Οι Νύφες του Δράκουλα») με τον Κρίστοφερ Λι να επιστρέφει στον ρόλο αλλά… με το ζόρι! Με το στόρι να θέλει τον τρομακτικό Κόμη να σηκώνεται από τον τάφο μετά από δέκα χρόνια, να είναι πολύ πεινασμένος και να τρομοκρατεί τους ανυποψίαστους επισκέπτες του κάστρου του, η ταινία αφήνει εποχή παρουσιάζοντας τον επιβλητικό Κρίστοφερ Λι να μην λέει ούτε μια κουβέντα σε όλη την ταινία αλλά αντίθετα, να σκορπάει φόβο και τρόμο απλά με την όψη του και το βλέμμα του.

Ο ίδιος ο Λι ισχυρίζεται πως δεν ήθελε να παίξει στην ταινία, πως δεν του άρεσε η cult φυσιογνωμία του συγκεκριμένου franchise και πως στην πραγματικότητα δεν μιλάει ποτέ στην ταινία διότι αρνείται να πει τις «άθλιες ατάκες» του σεναρίου. Ο δημιουργός της ταινίας από την άλλη, ο Τέρενς Φίσερ, διαψεύδει λέγοντας πως το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ήταν σκηνοθετική οδηγία του για να αποκτήσει ατμόσφαιρα η ταινία. Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα ήταν μια από τις καλύτερες βαμπιρικές ταινίες όλων των εποχών, η παρένθεση της συγκεκριμένης σειράς ταινιών όσον αφορά την καλτίλα και η εδραίωση του Λι στον ρόλο, ο οποίος άλλωστε ξέχασε γρήγορα τις ενστάσεις του για το ύφος του franchise και έπαιξε σε πέντε επιπλέον ταινίες της σειράς…

7. «Συνέντευξη με έναν βρυκόλακα» (1994) του Νιλ Τζόρνταν

Παραμυθένια ατμόσφαιρα, περιπετειώδης αγωνία, queer ερωτισμός και πάνω από όλα αγνός, horror τρόμος, το «Συνέντευξη με έναν βρυκόλακα» καταφέρνει να συνδυάσει με εντυπωσιακά αρμονικό τρόπο όλα όσα συνθέτουν έναν βαμπιρικό μύθο και αυτονόητα γράφει ιστορία στο είδος. Γνήσιο τέκνο της 90s δημιουργικότητας και κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου από τα 12 βιβλία της Αν Ρις από τη ανθολογία «The Vampire Chronicles» (που αναμένεται σύντομα να γίνει και σειρά στα πρότυπα του «Game of Thrones»), η ταινιάρα του Νιλ Τζόρνταν καταφέρνει να κουβαλήσει πολλά καρπούζια κάτω από μια μασχάλη με τρόπο που εύκολα μπορεί να γίνει σε ένα ογκώδες βιβλίο αλλά δύσκολα μπορεί να αποτυπωθεί στον περιορισμένο φιλμικό χρόνο – γι’ αυτό και πρόκειται περί ταινιάρας.

Το δίδυμο των Τομ Κρουζ και Μπραντ Πιτ κάνει ερμηνευτικούς παπάδες αλλά ταυτόχρονα, γράφει ιστορία αντιπροσωπεύοντας το ιδανικό δίπολο. Από τη μια ένας βρυκόλακας κακός, υπερόπτης και κυνικός, απόλυτα απενοχοποιημένος για τη φύση του, κάνει με μεγάλη προθυμία χρήση της υπεράνθρωπης εξουσίας πάνω στο κατώτερο, σε σχέση με τον ίδιο, ανθρώπινο είδος. Και από την άλλη ένας βρυκόλακας που αντιλαμβάνεται τα χαρακτηριστικά του ως κατάρα, βιώνει την αθανασία ως έναν μεγάλο εφιάλτη χωρίς καμία λύτρωση, πασχίζει να κρατήσει ζωντανή την ανθρώπινη πλευρά του, να διατηρήσει τα αισθήματά του, τις αγωνίες του, την ανάγκη του για συνύπαρξη. Και όλα αυτά αποτυπώνονται ως το περιεχόμενο μιας συνέντευξης…

6. «Μάρτιν» (1978) του Τζορτζ Ρομέρο

Μια από τις πιο ιδιαίτερες, πιο υποτιμημένες και τελικά από τις καλύτερες βαμπιρικές ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ, το «Μάρτιν» είναι η προσπάθεια του Τζορτζ Ρομέρο, ενός σκηνοθέτη του οποίου το όνομα έχει συνδεθεί όσο κανενός άλλου με τις ταινίες για ζόμπι, να διαβεί τα χωράφια του βαμπιρικού μύθου. Το αποτέλεσμα σήμερα είναι σχετικά αγνοημένο αλλά η οπτική του μεγάλου Ρομέρο το κάνει ταυτόχρονα και αριστουργηματικό. Ένας μοναχικός έφηβος, γεμάτος ανασφάλειες, ψυχολογικά προβλήματα και ζητήματα κοινωνικοποίησης, έχει να διαχειριστεί ένα μεγάλο μυστικό: είναι βρυκόλακας και πρέπει να πίνει αίμα για να ζήσει. Ταυτόχρονα, έχει να διαχειριστεί την καταπίεση του οικογενειακού του περιβάλλοντος, που πρώτο τον μετουσιώνει σε έναν κοινωνικά απόβλητο άνθρωπο.

Το δημιουργικό βλέμμα του Ρομέρο είναι βαθύ και διεισδυτικό, απογυμνώνει τον χαρακτήρα του από κάθε προνόμιο απολαμβάνει μια αρχετυπική βαμπιρική φιγούρα και εδώ έχουμε να κάνουμε, δίχως καμία αμφιβολία, με ένα καταραμένο παιδί: όπως και με την «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» του δέκα χρόνια πριν, έτσι και τώρα ο Ρομέρο χρησιμοποιεί το horror περιεχόμενο της ταινίας του ως αφηγηματικό όχημα για να κάνει κοινωνικό σχολιασμό. Και, διάολε, δεν θα μπορέσουμε να αποφασίσουμε ποτέ αν είναι τόσο καλός σε αυτό παρά την cult ματιά του ή εξαιτίας της.

5. «Νοσφεράτου: Ο Δράκουλας της Νύχτας» (1979) του Βέρνερ Χέρτζογκ

Ένας από τους πιο ιδιοφυείς σκηνοθέτες της δεκαετίας του ’70 και μεγάλος εκπρόσωπος του 70s ρεύματος του γερμανικού σινεμά που υπήρξε από τις πιο εμπνευσμένες περιόδους της ιστορίας του, ο Βέρνερ Χέρτζογκ, αποτίει έναν μεγάλο φόρο τιμής, γεμάτο ευλάβεια και σεβασμό, σε μια από τις πιο ιστορικές ταινίες του γερμανικού (και παγκόσμιου) κινηματογράφου, το «Νοσφεράτου». Ο Χέρτζογκ, 57 χρόνια μετά την πρωτότυπη ταινία, δημιουργεί ένα αψεγάδιαστο ριμέικ που μένει πιστό στο αρχικό υλικό και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που δεν είχε η ταινία του 1922 (όπως η ομιλία και τα χρώματα) για να υπερθεματίσει στο σκεπτικό της. Τελικά, ακριβώς εξαιτίας αυτών των νέων πινελιών, το «Νοσφεράτου» του Χέρτζογκ καταλήγει κάτι πολύ λιγότερο τρομακτικό αλλά απείρως πιο μελαγχολικό και θεατρικό: δομεί, δηλαδή, μια δική του (περιορισμένη ίσως αλλά δική του) ταυτότητα.

Ο ψυχάκιας Κλάους Κίνσκι προκαλεί γνήσιο κινηματογραφικό δέος σαν Κόμης Όρλοκ: ένα μοναχικό τέρας, αποζητά την ανθρώπινη επαφή για να ξεφύγει από την αιώνια, σκοτεινή μοναξιά στην οποία είναι εγκλωβισμένος αλλά, δυστυχώς για τον ίδιο, κάτι τέτοιο είναι κόντρα στη φύση του. Όσο και αν προσπαθήσει δεν θα μπορέσει ποτέ να κοινωνικοποιηθεί, είναι προϋπόθεση να σκοτώνει για να ζήσει και συνεπώς, να τον φοβούνται και να τον αντιμάχονται. Η σκηνή που ο Κόμης Όρλοκ κουβαλάει το φέρετρό του και τρέχει στα άδεια στενά της πόλης προκειμένου να βρει μέρος να το βάλει, γεμάτος ελπίδα για συνύπαρξη στο πρόσωπό του ενώ μια μουσική χαρούμενη και μακάβρια ταυτόχρονα τον συνοδεύει, είναι η αποθέωση του σινεμά.

4. «Δίψα» (2009) του Πάρκ Τσανκ Γουκ

Δεν υπάρχει απόλυτη διάκριση του καλού με το κακό. Τέτοιοι απόλυτα μανιχαϊστικοί διαχωρισμοί είναι για τα απλοϊκά σκεπτικά. Ή/και για τις θρησκείες. Για τον σκηνοθέτη του «Old Boy» αυτή η διαπίστωση είναι η αφετηρία για να δημιουργήσει το δικό του βαμπιρικό μύθο. Και κάπως έτσι, μια από τις καλύτερες ταινίες του είδους προκύπτει από την Νότιο Κορέα. Οικειοποιούμενος την θεωρία πως ο βαμπιρισμός είναι ιός, ο Γουκ αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που προσβάλλεται από αυτόν. Και -τι ειρωνεία- πρόκειται για έναν άνθρωπο θεοσεβούμενο, έναν μοναχό που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο καλό, έτσι όπως αυτός το αντιλαμβάνεται. Αλλά πλέον, η νέα φύση του δεν του δίνει πολλά περιθώρια: αν θέλει να επιβιώσει πρέπει να ανακουφιστεί από αυτή την δίψα που τον έχει κυριεύσει.

Παίζοντας με σχεδόν σαδιστική οπτική το παιχνίδι της κατάρρευσης των βεβαιοτήτων -ο πρωταγωνιστής ξέρει πως παραμένει ένα «καλό» πλάσμα αλλά ως βρυκόλακας δεν μπορεί πια να υποστηρίξει το «καλό» και έτσι μπερδεύεται- το αριστούργημα του Πάρκ Τσανκ Γουκ πηδάει από το ένα είδος στο άλλο: από το αγνό horror στην κοινωνική σάτιρα και από την οριακά Sci Fi αισθητική στο απροκάλυπτο φλερτ με την παρωδία. Και μέσα σε όλα αυτά, μια ήδη κλασική τελευταία σκηνή, φτιαγμένη για να διδάσκεται σε σχολές κινηματογράφου.

3. «Δράκουλας» (1992) του Φράνσις Φορντ Κόπολα

Ποιος θα το έλεγε τον Μπράμ Στόκερ, συγγραφέα του ομώνυμου κλασικού βιβλίου του 1897, πως αυτό το άψυχο, μυστηριώδες και τρομακτικό τέρας που είχε παρουσιάσει ως Δράκουλα, θα μεταμορφωνόταν στον πρωταγωνιστή μιας από τις πιο ιδιαίτερες και όμορφες ιστορίες αγάπης που γνώρισε ποτέ η ποπ κουλτούρα. Διότι αυτό ακριβώς κάνει ο Φράνσις Φορντ Κόπολα στον «Δράκουλά» του: αλλάζει εντελώς την ιστορία που υποτίθεται πως διασκευάζει, προσδίδει χαρακτήρα στον κεντρικό ήρωα και τον «γεμίζει» με εντελώς διαφοροποιημένους συμβολισμούς σε σχέση με το αρχικό υλικό. Διότι αν στο βιβλίο του Στόκερ, ο Δράκουλας συμβόλιζε τον φόβο προς τον ξένο κατακτητή (παίζοντας με τις φοβίες της βρετανικής κοινωνίας πως οι ρόλοι θα αντιστραφούν), εδώ το θρυλικό βαμπίρ, κατακλυσμένο από ρομαντισμό και ερωτισμό, γίνεται τρομακτικό σπέρνοντας αμαρτία στην αθωότητα.

Ο Γκάρι Όλντμαν γράφει ιστορία στον ρόλο -το debate για το αν ο ρόλος βρίσκεται εδώ ή στο «Λεόν» δεν θα έχει ποτέ κατάληξη- και παραδίδει έναν χαρακτήρα ασύλληπτα ισορροπημένο, χωρίς ποτέ οι φαινομενικές αντιφάσεις του να τον κάνουν μη ρεαλιστικό: ο Δράκουλας, διψασμένος για αίμα και έρωτα, είναι ένα πλάσμα υπερβολικά τρομακτικό, απελπιστικά δυνατό, ένα ον που δεν θα ήθελες ποτέ να είσαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, μια δολοφονική μηχανή, μια ανώτερη οντότητα που δεν βρίσκει κανένα λόγο να μην σκοτώσει τα κατώτερα ανθρώπινα όντα. Όμως, στα βάθη της ψυχής του, είναι ακόμα ένας ιδεαλιστής πρίγκιπας και μόνο η Μίνα, η μετεμψύχωση της απόλυτης αγαπημένης του, βγάζει τον άλλο εαυτό του: μπροστά στην Μίνα, ο Δράκουλας είναι ένας γοητευτικός ερωτευμένος ευγενής. Ποτέ ξανά το απόλυτο Κακό δεν έμοιαζε τόσο ρομαντικό…

2. «Άσε το κακό να μπει» (2009) του Τόμας Άλφρεντσον

Ιστορική ταινία για ολόκληρο το horror σινεμά καθώς, σε μια περίοδο που ο συνδυασμός του βαμπιρικού μύθου με την εφηβική καθημερινότητα παρήγαγε ανέμπνευστες και εξοργιστικά φωτεινές μετριότητες όπως το «Twilight», το «Άσε το κακό να μπει» έσκασε σαν κομήτης στην τότε φιλμογραφία για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ταυτόχρονα, δημιούργησε ένα ολόκληρο ρεύμα απεγκλωβίζοντας το horror από την ανούσια εκδοχή των jump scares μέσω της οποίας υπήρχε κυρίαρχα για χρόνια και το επανατοποθέτησε στην οικογένεια των σκεπτόμενων ειδών. Αλλά και τίποτα από αυτά να μην είχε γίνει, η ουσία θα παρέμενε: αυτή η ιστορία δυο 12χρονων παιδιών που ερωτεύονται πλατωνικά κάπου στη Σουηδία, με τον αστερίσκο ότι το κοριτσάκι της ιστορίας είναι ένα απέθαντο βαμπίρ που πρέπει να πίνει ανθρώπινο αίμα για να ζήσει, είναι μια από τις ομορφότερες, επιβλητικότερες και καλύτερες horror ιστορίες που έχουμε δει ποτέ.

Μια μεγαλοπρεπής αλληγορία πάνω στην αιώνια φύση της πρώτης αγάπης, καταθλιπτικά ρομαντική και ενισχυμένη αποφασιστικά σε επίπεδο ατμόσφαιρας από το απρόσωπο χιονισμένο τοπίο της σουηδικής επαρχίας και ταυτόχρονα, ένα σκληρό και ρεαλιστικό κοινωνικό σχόλιο πάνω στο φαινόμενο του σχολικού μπούλινγκ και της παιδικής αποξένωσης, το αριστούργημα του Άλφρεντσον είναι ένα τεράστιο must see για κάθε οπαδό του βαμπιρικού μύθου. Βίαιο και αιματοβαμμένο τόσο σε μεταφυσικό όσο και σε ρεαλιστικό επίπεδο (οι σκηνές της παιδικής βιαιότητας δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα σε σκληρότητα από τις σκηνές που καθορίζονται από την βαμπιρική βία), εμπλουτισμένο με ορισμένες σκηνές κινηματογραφικής ανθολογίας (όπως η σκηνάρα στην πισίνα) και πάνω από όλα ένα αληθινά τολμηρό, πέρα για πέρα διφορούμενο και αναμφισβήτητα άρρωστο φινάλε, αν δεν υπήρχε το νούμερο 1 αυτής της λίστας, το «Άσε το κακό να μπει» θα ήταν η καλύτερη βαμπιρική ταινία ever.

1. «Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου» (1922) του Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου

Κάτι λιγότερο από έναν αιώνα μετά τη «γέννησή» του, η αξεπέραστη δημιουργία του Μούρναου μοιάζει τόσο αθάνατη όσο και η κεντρική, χαρακτηριστική φιγούρα της ιστορίας του, ο ανατριχιαστικός Κόμης Όρλοκ. Και να φανταστεί κανείς ότι ο Μούρναου ήθελε να διασκευάσει το «Δράκουλα», το βιβλίο του Μπράμ Στόκερ», αλλά επειδή δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα, άλλαξε τα ονόματα των βασικών χαρακτήρων και διαφοροποίησε όσο χρειαζόταν την πλοκή για να μην μπορεί να του γίνει μήνυση (δεν την απέφυγε τελικά). Και επειδή η ιστορία είναι γεμάτη ειρωνεία, μέσα από αυτή την «κομπίνα», ο Μούρναου δεν έφτιαξε απλά μια θρυλική ταινία αλλά και ένα ολόκληρο είδος: το «Νοσφεράτου» είναι μάλλον η πρώτη horror ταινία όλων των εποχών.

Αναπόφευκτα ξεπερασμένο σε ορισμένα σημεία του πλέον αλλά εντυπωσιακά επιβλητικό λες και δημιουργήθηκε χθες σε ορισμένα άλλα, γνήσιο τέκνο και ταυτόχρονα, χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αληθινά τρομακτικό και γνήσια ανατριχιαστικό αλλά πάνω από όλα υποδειγματικά αρχετυπικό, το «Νοσφεράτου» οφείλει όλη του την γοητεία στην πρωτοποριακή οπτική του σκηνοθέτη του: για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά, ένας δημιουργός έχει την οξυδέρκεια να κατανοήσει την αθώα πλευρά ενός τέρατος και να φωτίσει την τραγική πλευρά του. Μπερδεμένα τα κοινά της εποχής προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν περισσότερο φοβόντουσαν τον Κόμη Όρλοκ ή τον λυπόντουσαν για την κατάρα του και η συνειδητοποίηση πως το ένα συναίσθημα δεν αναιρεί το άλλο υπήρξε μια από τις πιο ιστορικές στιγμές στην ιστορία του σινεμά.