«Ο άντρας περπάτησε προς την πόρτα με εκπληκτική ταχύτητα για έναν τόσο βαρύ άνθρωπο. Την άνοιξε διάπλατα κι εξαφανίστηκε αφήνοντάς την πίσω του να κλείσει μ΄ έναν δυνατό θόρυβο. Εκείνη τη στιγμή ο Ίσιντορ είχε ένα παράξενο όραμα. Είδε ένα μεταλλικό πλαίσιο, μια πλατφόρμα με γρανάζια, κυκλώματα, μπαταρίες και τροχαλίες – και μετά επέστρεψε πάλι η ατημέλητη μορφή του Ρόι Μπάτι».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Φίλιπ Κ. Ντικ, καθώς έγραφε ένα από τα καλύτερα και πιο διάσημα βιβλία του, είχε μια έμπνευση που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον κόσμο της Επιστημονικής Φαντασίας. Ο Ντικ έγραφε το (αριστουργηματικό) «Ο Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο», το οποίο μιλούσε για μια εναλλακτική πραγματικότητα στην οποία οι ναζί ήταν οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μαζί με τους Ιάπωνες διοικούσαν όλο τον πλανήτη – των ηττημένων ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων. Για να γράψει εκείνο το βιβλίο, ο Ντικ έκανε μια μίνι έρευνα αναφορικά με την αληθινή ιστορία των ναζί.
Στα πλαίσια εκείνης της έρευνας, ο Ντικ είχε διαβάσει μια επιστολή ενός ναζί στρατιώτη που υπηρετούσε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Πολωνία. Γράφοντας προς τους δικούς του ανθρώπους, ο στρατιώτης εκείνος έλεγε σε κάποιο σημείο της επιστολής: «Τα βράδια δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε από τις κραυγές των παιδιών που πεινάνε». Ο Ντικ σοκαρίστηκε από το γεγονός ότι κάτι τόσο συνταρακτικό καταλάμβανε απλά την έκταση μιας πρότασης σε μια ολόκληρη επιστολή. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο συγκεκριμένος στρατιώτης ανέφερε κάτι τέτοιο σαν να επρόκειτο για κάτι απλό και καθημερινό και στην συνέχεια, απλά προχώρησε σε άλλα ζητήματα καθημερινότητας. Στο μυαλό του Ντικ, ο εν λόγω στρατιώτης έμοιαζε περισσότερο με ένα ρομπότ, ένα ανδροειδές, δεν μπορούσε να τον αντιληφθεί ως αληθινό άνθρωπο.
Αυτός ο συνειρμός ήταν η αφετηρία της σκέψης του πριν φτάσει να γράψει το πιο σημαντικό μυθιστόρημά του: «Do androids dream of electric sheep?», αναρωτιόταν ο Ντικ στον τίτλο της σημαντικότερης ιστορίας που έγραψε ποτέ. 14 χρόνια μετά την κυκλοφορία του και μόλις λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Ντικ, ο Ρίντλεϊ Σκοτ παρουσίασε στο παγκόσμιο κινηματογραφικό κοινό μια ταινία που αντλούσε ευθέως την έμπνευσή της από το «Do androids dream of electric sheep?»: το ιστορικό «Blade Runner». Μόνο που παρά το γεγονός πως το «Blade Runner» υπήρξε ένας αληθινός υπαρξιστικός ογκόλιθος, ένα φιλοσοφικό τοτέμ για την έννοια της εξέγερσης και του αυτοκαθορισμού μακριά από την παρουσία του Θεού – Δημιουργού, παρά το γεγονός με άλλα λόγια πως θα ήταν αστείο να κατηγορηθεί για έλλειψη βάθους η ταινία του Σκοτ, το μυθιστόρημα του Ντικ υπήρξε μια πολύ πιο αναβαθμισμένη ιστορία σε επίπεδο συνδηλώσεων, συμβολισμών και κοινωνικού σχολιασμού.
Στο σύμπαν που στήνει στο βιβλίο του ο Ντικ, τα συναισθήματα και τα διλήμματα των χαρακτήρων -ανθρώπινων και ρομποτικών- βρίσκονται σε πολύ πιο άμεση εξάρτηση από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Και αυτό είναι απόλυτα λογικό, διότι οι εσωτερικοί κανόνες της κοινωνίας όπου εξελίσσονται τα πάντα, χαρακτηρίζονται από την περιπλοκότητα και την συνοχή που μόνο μια ρεαλιστική κοινωνία θα μπορούσε να έχει. Ως αναγνώστης λοιπόν, νιώθεις πολύ πιο έντονα το βάρος αυτού του κοινωνικά άρρωστου περιβάλλοντος καθώς πέφτει πάνω στους δύσμοιρους χαρακτήρες, καθώς τους ωθεί σαν καλοκουρδισμένα ρομπότ -ειρωνικό, δεν είναι;- να προβούν στις εκάστοτε επιλογές τους. Ο Ντικ άλλωστε, είχε ξεκαθαρίσει κάποτε σε μια συνέντευξή του πως το βασικό κίνητρό του για τα όσα γράφει είναι, μέσα από τις δυστοπικές κοινωνίες του μέλλοντος που στήνει, να κάνει σχολιασμούς που αφορούν στο σήμερα: οι ιστορίες των βιβλίων του είναι απλά το μέσο για αυτούς τους σχολιασμούς και σε κανένα άλλο μυθιστόρημά του δεν θα βρεθεί τόσο έντονα και τόσο εύστοχα αυτή η ανάγκη του να μιλήσει για το τώρα.
Η ανάγκη της κοινωνικής ανέλιξης και ο τρόπος που αυτή επιδρά στο άτομο, η κοινωνική ιεραρχία, ο καταναλωτισμός, ο ρόλος της θρησκείας μέσα στην καθημερινή λειτουργία της κοινωνίας, το φλερτ με την κατάθλιψη και την αίσθηση ματαιότητας που αποκομίζει ο σύγχρονος άνθρωπος εξαιτίας της εργασιακής ρουτίνας του: το «Do androids dream of electric sheep?» είναι ένα καμβάς που πάνω του συνωστίζονται με περίτεχνα αρμονικό τρόπο όλοι αυτοί οι κοινωνικοί σχολιασμοί.
Μπορεί ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ανθρώπους και ανθρωποειδή να είναι κομβικός ως προς την εξέλιξη της βασικής ιστορίας, ωστόσο η αίσθηση του κενού που διακατέχει την απαισιόδοξη και κυνική κοινωνία που έχει δομήσει ο Ντικ, αποτελείται από ανθρώπους τόσο άδειους και τόσο μηχανιστικούς ως προς τις καθημερινές τους συμπεριφορές, που περίτεχνα ο Ντικ υπονοεί πως αυτός ο διαχωρισμός ανθρώπων και ρομπότ είναι στην πραγματικότητα επίπλαστος. Με άλλα λόγια, αυτό που ισχυρίζεται σε επίπεδο μηνύματος η ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ με θετικό -εν τέλει- τρόπο, ο Ντικ το λέει με τη γνωστή απαισιοδοξία που τον διακατέχει: στο «Blade Runner» αντιλαμβανόμαστε σταδιακά πως τα ανθρωποειδή κουβαλάνε μια ανθρώπινη ψυχή και αυτό είναι από μόνο του αισιόδοξο, αλλά στο «Do androids dream of electric sheep?» καταλαβαίνουμε πως οι άνθρωποι είναι τόσο ψυχροί, υπολογιστικοί και άδειοι, τόσο μηχανιστικοί στις συμπεριφορές τους, που επί της ουσίας είναι απλά βιολογικά (και όχι τεχνητά) «κατασκευάσματα».
Στο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ, τα πάντα λαμβάνουν χώρα σε μια Γη όπου τα δάση έχουν εξαφανιστεί εντελώς, τα ζώα έχουν εκλείψει σε τρομακτικό βαθμό (σπανίως βλέπεις ένα αληθινό από αυτά να κυκλοφορεί), οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται σε αποικίες σε άλλους πλανήτες και στον πλανήτη μας ζουν μόνο οι άτυχοι που έχουν ξεμείνει εδώ. Η τεχνολογία βέβαια είναι αντιστρόφως ανάλογη της φυσικής κατάστασης του πλανήτη: οι άνθρωποι μετακινούνται με εναέρια αμάξια, ειδικές συσκευές που συνδέονται με τους εγκεφάλους ρυθμίζουν τις διαθέσεις και τις αισθήσεις, ενώ ηλεκτρικά ζώα που μοιάζουν απίστευτα με αληθινά λειτουργούν ως κατοικίδια για τους ανθρώπους – άλλωστε, μόνο οι πολύ προνομιούχοι έχουν στην κατοχή τους αληθινά κατοικίδια και αυτά είναι πανάκριβα. Αυτό είναι άλλωστε και το βασικό κίνητρο του πρωταγωνιστή, του Ρικ Ντέκαρτ: να μαζέψει λεφτά ώστε να αγοράσει ένα αληθινό κατοικίδιο και να αντικαταστήσει με αυτό το ηλεκτρικό του πρόβατο. Η κυρίαρχη θρησκεία σε αυτό τον κόσμο είναι ο μερσερισμός (ο Ντικ επικεντρώνεται πάρα πολύ στο ζήτημα της θρησκείας) και ηγέτης της είναι ο Μέρσερ, ένας πνευματικός ηγέτης και ταυτόχρονα, τηλεοπτικός σταρ που αν και κάθε βράδυ κάνει κήρυγμα στους πιστούς του μέσω τηλεόρασης, πολλές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί που λένε πως ο Μέρσερ δεν υπάρχει καν, πως είναι ένα εικονικό κατασκεύασμα που έχουν εφεύρει τα κανάλια για λόγους τηλεθέασης.
Ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν και ανθρωποειδή, τα οποία λειτουργούν ουσιαστικά ως υπηρέτες των ανθρώπων. Εκ πρώτης όψεως μοιάζουν πολύ με τους ανθρώπους αλλά τους λείπει η ενσυναίσθηση, δεν έχουν αισθήματα, ούτε αναμνήσεις – είναι ρομπότ. Όμως, η νέα γενιά των ανθρωποειδών έχει αρχίσει να παρουσιάζει διάφορες «δυσλειτουργίες»: αναπτύσσουν ταλέντα, ευαισθησίες, ανησυχίες, αισθήματα και κυρίως, αίσθηση ελευθερίας. Πολλά ανθρωποειδή αποδρούν από τους ιδιοκτήτες τους και ζουν κυνηγημένα, κρυμμένα και επικηρυγμένα. Ο Ρικ Ντέκαρτ είναι ένας ειδικός κυνηγός ανθρωποειδών. Η δουλειά του είναι να τα ανακαλύπτει και να τα «αποσύρει» (και για κάθε ένα που «αποσύρει» το χρηματικό μπόνους μεγαλώνει). Από τη μια θέλει να «αποσύρει» όσο περισσότερα γίνεται ώστε να μαζέψει το απαιτούμενο ποσό για να αποκτήσει ένα αληθινό κατοικίδιο και να ξεφορτωθεί το ηλεκτρικό του πρόβατο, από την άλλη αρχίζει να ανακαλύπτει όλο και περισσότερο πως οι διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ανθρωποειδή είναι ψεύτικές, αρχίζει να αποκτά συμπάθεια για τα ανθρωποειδή, τα συμπονεί και τεράστια ηθικά διλήμματα αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν.
Ο κινηματογραφικός Ρικ Ντέκαρτ -ο ερμηνευόμενος από τον Χάρισον Φορντ στο «Blade Runner»- είχε την «τύχη» να του συμπεριφερθεί πολύ καλά ο Ρίντλεϊ Σκοτ, να του δώσει διάφορα ισχυρά άλλοθι για τις λανθασμένες πράξεις του και πολύ ελκυστικά κίνητρα για την αλλαγή του. Όμως, ο λογοτεχνικός Ρικ Ντέκαρτ δεν είναι τόσο τυχερός: ο Φίλιπ Ντικ δεν του κάνει την παραμικρή χάρη. Στο «Blade Runner» τα ανθρωποειδή παρουσιάζονται πανίσχυρα, απειλητικά και στην τελική, ως εξεγερμένα όντα που είναι, θέλουν να βλάψουν τους δυνάστες ανθρώπους. Ναι, ο Ντέκαρτ του Χάρισον Φορντ είναι ο ανήθικος της υπόθεσης όσο τα κυνηγάει για να τα σκοτώσει αλλά η συγκρουσιακή κατάσταση που δομείται του δίνει άλλοθι. Στο βιβλίο του Ντικ, τα ανθρωποειδή δεν έχουν μεγάλες διαφορές από τους ανθρώπους: δεν έχουν υπεράνθρωπες δυνάμεις, ούτε την δυνατότητα να λιώσουν σαν μυρμήγκια τους ανθρώπους, δεν έχουν καν την πρόθεση να τους εκδικηθούν. Θέλουν απλά να ζήσουν ελεύθερα και οι πράξεις τους δεν διαφέρουν σε τίποτα από εκείνες ενός ανθρώπου που επιθυμεί κάτι τέτοιο. Ο Ντέκαρτ λοιπόν δεν έχει καμία δικαιολογία. Το ακριβώς ανάποδο: η ανάγκη του να μαζέψει λεφτά για να αγοράσει ένα αληθινό κατοικίδιο κρίνεται τόσο ρηχή μπροστά στην βαρύτητα της αφαίρεσης μιας ζωής, που δύσκολα μπορούμε να τον δικαιολογήσουμε.
Ο λογοτεχνικός Ντέκαρτ νιώθει τις τύψεις να τον τσιμπάνε ελαφρά αλλά προσπαθεί να μην τις αφήσει να θεριέψουν: δεν πρέπει να σταματήσει να κυνηγάει ανθρωποειδή γιατί αν το κάνει θα μείνει για πάντα με μοναδικό κατοικίδιό του αυτό το ηλεκτρικό πρόβατο. Λέει και ξαναλέει στον εαυτό του πως δεν είναι κακός άνθρωπος, απλά «κάνει την δουλειά του». Όμως, μάλλον αυτό έλεγαν και οι ναζί στους εαυτούς τους όταν συνελάμβαναν τους Εβραίους και τους οδηγούσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αυτό λένε και οι αστυνομικοί όταν υλοποιούν με τα χέρια τους τις βάρβαρες, κατασταλτικές πολιτικές των κρατών που υπηρετούν: ότι «δεν φταίνε αυτοί», πως «απλά ακολουθούν εντολές», πως «απλά κάνουν την δουλειά τους». Και όπως και αυτοί δεν αθωώνονται, όπως και αυτοί θα πρέπει να σταματήσουν «να κάνουν την δουλειά τους» για να ισχυρίζονται με σοβαρότητα πως «δεν φταίνε», έτσι και ο Ντέκαρτ δεν έχει καμία δικαιολογία στην πραγματικότητα.
Φυσικά, το γεγονός ότι ο κινηματογραφικός Ντέκαρτ έχει ως κίνητρό του για την αλλαγή του τον έρωτα -μην ξεχνάμε, ότι καλό αρχίδι θα παρέμενε και αυτός αν δεν ερωτευόταν το θηλυκό ανθρωποειδές Ρέιτσελ- ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τον λογοτεχνικό Ντέκαρτ, είναι απλά μια υποσημείωση όσον αφορά την ηθική του. Αλλά ταυτόχρονα και ένας ακόμα λόγος για να οριστεί ως ένας πέρα για πέρα τραγικός χαρακτήρας. «Το ήξερα ότι ήταν λάθος να τα σκοτώσω αλλά έτσι κι αλλιώς, το έκανα. Πολύ περίεργο. Καμιά φορά προτιμάς να κάνεις το λάθος παρά το σωστό», λέει ο Ντέκαρτ όταν συνομιλεί με τον Μέρσερ, τον θρησκευτικό ηγέτη – τηλεοπτικό σταρ, που προφανώς (σε ένα αιχμηρό σχόλιο ενάντια στις θρησκείες) δεν βοηθά ιδιαίτερα τον Ντέκαρτ να ξεμπλέξει από τις τύψεις του.
Σε έναν τέτοιο κόσμο πως μπορείς με βεβαιότητα να ορίσεις ποιοι είναι αληθινοί και ποιοι τεχνητοί άνθρωποι; Σε έναν τέτοιο κόσμο, άραγε έχει την παραμικρή σημασία; Τελικά, οι διαχωρισμοί έχουν κάποιο αληθινό νόημα ή υπάρχουν απλά για να… διαχωρίζουν; Να ποιο είναι το αληθινό συμπέρασμα της ατομικής πορείας του Ντέκαρτ, τόσο στην λογοτεχνία όσο και στο σινεμά. Και αφού δίνουμε απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση, αυτόματα προκύπτουν και οι αυθόρμητες απαντήσεις σε δυο άλλα μεγάλα ερωτήματα. Είναι ο Ντέκαρτ άνθρωπος ή ανθρωποειδές; Και τελικά, ονειρεύονται τα ανθρωποειδή ηλεκτρικά πρόβατα; Η απάντηση και στα δυο είναι κοινή: δεν έχει σημασία. Διότι οτιδήποτε έχει ψυχή και συνείδηση δικαιούται να ζει ελεύθερο, είτε πρόκειται για τεχνητή είτε για βιολογική δημιουργία, είτε έχει γρανάζια είτε φλέβες, είτε τρέχει μέσα του αίμα είτε υγρό μπαταριών. Όλα αυτά είναι λεπτομέρειες και ανούσιοι, επίπλαστοι διαχωρισμοί, που πρέπει να αρθούν.