Πολύ πριν ο Μπράιαν Σίνγκερ γίνει ένας από τους βασικούς σκηνοθέτες που καθόρισαν το υπερηρωικό είδος με τα «X-Men» του, πολύ πριν ο Κέιβιν Σπέισι γίνει ένας σούπερ σταρ του Χόλιγουντ χαρίζοντας στο κινηματογραφικό κοινό ανυπέρβλητες ερμηνείες, πολύ πριν και οι δυο τους καταγγελθούν για σεξουαλική παρενόχληση και δουν τις καριέρες τους να καταστρέφονται εξαιτίας αυτών των καταγγελιών, ένα από τα πιο αστραφτερά crime/νεονουάρ διαμάντια των 90s έφερε φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους. Την ερμηνευτική του Σπέισι και την σκηνοθετική του Σίνγκερ: ο λόγος φυσικά για το ιστορικό πλέον «Συνήθεις Ύποπτοι».
Όσο εύκολο και αν είναι να διαχωρίζεις τον καλλιτέχνη ως άνθρωπο από το καλλιτεχνικό του δημιούργημα όταν το τελευταίο δεν εμπεριέχει κάποιου είδος υπεράσπιση για το ατομικό ποιόν του πρώτου (και το «Συνήθεις Ύποπτοι» δεν αποτελεί δομικά κάποιου είδος δικαιολογία για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις των βασικών του ιθυνόντων) άλλο τόσο άβολο είναι σε προσωπικό επίπεδο να θαυμάζεις μια τέτοια δημιουργία όταν ξέρεις ότι οι συντελεστές της είναι αυτοί που είναι. Όμως έτσι κι αλλιώς, δεν έχει κανένα νόημα να λες ψέματα στον εαυτό σου: είναι ένα αληθινό αριστούργημα το «Συνήθεις Ύποπτοι» και αυτή η πραγματικότητα δεν αλλάζει.
Αυτές τις μέρες, η ταινιάρα αυτή φιγουράρει στο Netflix και αυτός είναι ο λόγος που γράφεται αυτό το κείμενο: ο γραφών πρέπει να είχε δει πάνω από 10 φορές την ταινία πριν την ανακαλύψει στο Netflix, ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά το πώς δομείται η μεγάλη της ανατροπή, που υπήρξε άλλωστε και το σήμα κατατεθέν της αλλά παρ’ όλα αυτά, έκατσε και την είδε δύο συνεχόμενες φορές εκ νέου λες και την έβλεπε για πρώτη φορά. Και αυτό αναδεικνύει το ότι παρά το γεγονός πως το διάσημο plot twist του φινάλε της είναι και το στοιχείο που την έκανε διάσημη, το στόρι και το πως αυτό γίνεται αντικείμενο αφήγησης στα πλαίσια της ταινίας παραμένει συνολικά καταπληκτικό: το φινάλε είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα και όχι ολόκληρη η τούρτα, η ταινία στέκεται αξιοθαύμαστα ακόμα και αν γνωρίζεις την ανατροπή.
Για αυτή την καταπληκτική αφήγηση και το πώς παραμένει εξίσου απολαυστική ακόμα και σήμερα, 26 ολόκληρα χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας, θα επιχειρήσει να μιλήσει αυτό το κείμενο. Και φυσικά θα μιλήσουμε με spoilers, συνεπώς όσοι δεν έχετε δει την ταινία, σταματήστε να διαβάζετε αυτό το κείμενο και βάλτε να την δείτε. Προς θεού ωστόσο, μην συνεχίζετε την ανάγνωση (αν θέλετε κάντε το αφού δείτε την ταινία). Όσοι την έχετε δει γνωρίζετε ήδη τι παίζει οπότε θα πάμε κατευθείαν στο ξεκοκάλισμά της.
Το καταπληκτικό με αυτή την αφήγηση είναι πως μόλις η πρώτη σκηνή αποκαλύπτει μεγάλο μέρος του φινάλε: η ταινία ανοίγει με τον εγκληματία Ντιν Κίτον, ξαπλωμένο και βαριά τραυματισμένο στην προβλήτα του Σαν Πέδρο Μπέι. Μπροστά του εμφανίζεται μία μυστηριώδης φιγούρα, ονομαζόμενη Κάιζερ, ο οποίος τον πυροβολεί και στη συνέχεια, βάζει φωτιά στο πλοίο. Ξέρουμε λοιπόν από την πρώτη μόλις σκηνή πως ο Ντιν Κίτον είναι νεκρός, δολοφονημένος από κάποιον Κάιζερ. Και όμως, σε όλη την υπόλοιπη ταινία, ο σεναριογράφος Κρίστοφερ Μακ Κουάιρ και ο σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ σπαταλάνε περίπου δυο ώρες επιχειρώντας και εν τέλει καταφέρνοντας να σε πείσουν πως αυτό δεν ισχύει, πως κάτι άλλο έχει συμβεί εκείνη την νύχτα στο λιμάνι.
Υπό αυτή την έννοια, πρόκειται για μια μεγάλη αλλά σεμιναριακού επιπέδου χειραγώγηση της ταινίας πάνω μας: το γεγονός ότι στην σκηνή της δολοφονίας του Ντιν Κίτον ακούμε τους πυροβολισμούς που δέχεται από τον Κάιζερ αλλά δεν βλέπουμε ποτέ το πτώμα του -βλέπουμε ωστόσο τη μυστηριώδη φιγούρα του Κάιζερ να φεύγει χωρίς πρόβλημα από τον τόπο του εγκλήματος, άρα δεν απειλείται από τον Κίτον- δεν θα έπρεπε να είναι ικανό να μας κάνει να αμφιβάλουμε για το αν είναι νεκρός. Και όμως, όσο η ταινία εξελίσσεται, όλο και περισσότερο αμφιβάλλουμε!
Πως καταφέρνει η ταινία να σε κάνει να αγνοήσεις αυτό που ήδη ξέρεις; Στήνοντας το δίπολο του επιθεωρητή Κούγιαν (τον οποίο υποδύεται ο Τσαζ Παλμιντέρι) και του ανακρινόμενου μάρτυρα Βέρμπαλ Κιντ (δηλαδή του Κέβιν Σπέισι). Ο Κούγιαν είναι ένας μπάτσος γεμάτος αυτοπεποίθηση και τσαμπουκά. Θεωρεί τον εαυτό του πανέξυπνο και στην πραγματικότητα, ψάχνοντας να βρει τι κρύβεται πίσω από το μακελειό του πλοίου, επιχειρεί απλά να επιβεβαιώσει αυτό για το οποίο είναι βέβαιος: πως πίσω από όλα βρίσκεται ο Ντιν Κίτον και ένα ακόμα μεγάλο σχέδιο που έχει στήσει. Ο Βέρμπαλ από την άλλη, τόσο οπτικά όσο και σε επίπεδο ομιλίας, «βρωμάει» αφέλεια και αδυναμία από πάνω μέχρι κάτω: δεν είναι απλά η σωματική του αναπηρία που σε κάνει να τον αντιληφθείς έτσι, είναι και πως μιλάει συναισθηματικά, πως τα λόγια του κρύβουν μια τρομακτική αφέλεια, οριακά είναι ένας κουτοπόνηρος αφηγητής, που νομίζει πως παρά τις τόσες αδυναμίες του θα καταφέρει να ξεγελάσει έναν φτασμένο και έμπειρο μπάτσο.
Αυθόρμητα λοιπόν, ο θεατής οικειοποιείται την οπτική γωνία του Κούγιαν και έτσι, η ταινία καταφέρνει να τον μανιπουλάρει. Δεν χρειάζεται το plot twist του φινάλε: ΞΕΡΕΙΣ πως ο Βέρμπαλ είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής όπως το ξέρει και ο Κούγιαν. Και αφού ο θεατής και ο Κούγιαν βλέπουν υπό το ίδιο πρίσμα τον Βέρμπαλ, αυτονόητα μοιράζονται την ίδια οπτική και για τον Κίτον: αυτός είναι ο εγκέφαλος πίσω από όλα, το πιθανότερο είναι πως αυτός είναι ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ Κάιζερ Σόζε, ο κουτσός βλάκας λέει απλά μαλακίες. Το φινάλε έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό το συμπέρασμα αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο: ο Βέρμπαλ -δηλαδή ο Κάιζερ Σόζε- ΘΕΛΕΙ ο Κούγιαν να κάνει αυτή την αλληλουχία σκέψης. Αφηγείται με αφέλεια την ιστορία ακριβώς για να τον κάνει να πιστέψει πως λέει ψέματα. Αν του έλεγε στα μούτρα του αυτό που ήθελε να ακούσει, δηλαδή ότι ο Ντιν Κίτον ήταν ο εγκέφαλος όλης της κομπίνας, δεν θα εκλαμβανόταν ως αφελής που μπορεί να τον ξεγελάσει, άρα δεν θα ήταν το ίδιο καμουφλαρισμένος στα μάτια του ως υπεράνω υποψίας. Τι κάνει λοιπόν; Του λέει την ΑΛΗΘΕΙΑ και πασπαλίζοντας την αφήγησή του με δόσεις αφέλειας (και κρύβοντας προφανώς τον δικό του, κρυφό ρόλο σε όλα αυτά) την κάνει να μοιάζει ένα ΨΕΜΑ. Έτσι, μέσα από αυτή την αντίστροφη διαδικασία, ωθεί τον Κούγιαν να ΜΗΝ τον πιστέψει, άρα να εδραιωθεί μέσα του το αρχικό του συμπέρασμα για τον ρόλο του Κίτον.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η ταινία στέκεται πανεύκολα στα μάτια όποιου την έχει δει ήδη και όσες φορές και αν την έχει δει. Διότι ακόμα και αν ξέρει την αληθινή ταυτότητα του Βέρμπαλ, τον χαζεύει όχι απλά να λέει ψέματα αλλά κατά βάση την αλήθεια! Ο Βέρμπαλ δεν παραμυθιάζει τον Κούγιαν με ανύπαρκτα γεγονότα, τον παραμυθιάζει απλά με το στιλ του. Γνωρίζοντας λοιπόν το φινάλε απολαμβάνουμε αφενός την ιστορία, διότι πλέον ξέρουμε πως είναι αληθινή και αφετέρου θαυμάζουμε το πόσο ψεύτικη την κάνει να μοιάζει ο αληθινός Κάιζερ Σόζε! Η ταινία δεν είναι ένα μεγάλο ψέμα, είναι μια αλήθεια ειπωμένη με μη πειστικό τρόπο. Και αυτή η περίπλοκη μεθοδολογία του Κάιζερ Σόζε την κάνει αληθινό κομψοτέχνημα. Ειδικότερα δε οι στιγμές που ο Βέρμπαλ αναφέρεται με δέος και θαυμασμό (και υποτιθέμενο φόβο) στον Κάιζερ Σόζε, είναι οι πιο αληθινές σκηνές της αφήγησής του διότι ουσιαστικά αυτοθαυμάζεται: ο Κάιζερ Σόζε δεν είναι αναξιόπιστος αφηγητής, απλά ως τέτοιος θέλει να εκληφθεί.
«Ήταν μια ταινία που πήρε όλους τους κανόνες του φιλμ νουάρ και τους αναποδογύρισε», είχε πει ένας διάσημος Αμερικάνος κριτικός κινηματογράφου για τους «Συνήθεις Υπόπτους» το 2015. «Ήμασταν τόσο άσχετοι όσον αφορά τους κανόνες αυτούς, που ούτε καν καταλάβαμε ότι τους σπάσαμε», είχε απαντήσει ο σεναριογράφος της, Κρίστοφερ Μακ Κουάιρ συνοψίζοντας το γιατί αυτό το νεο-νουάρ είναι τόσο αυθάδικο και κατ’ επέκταση τόσο εμπνευσμένο σε τόσα πολλά επίπεδα.
Για το κλείσιμο δυο μικρές πληροφορίες που αξίζει να τις γνωρίζει όποιος είναι nerd με ετούτη την ταινιάρα: για την δημιουργία του Κάιζερ Σόζε, ο Μακ Κουάιρ εμπνεύστηκε από την αληθινή ιστορία ενός κακοποιού των 80s, ο οποίος σκότωσε ολόκληρη την οικογένειά του, οικειοποιήθηκε μια νέα ταυτότητα και ξεκίνησε ως αγνοούμενος μια νέα ζωή. Επίσης, ο Μακ Κουάιρ εμπνεύστηκε το όνομα του θρυλικού villain από έναν πρώην προϊστάμενό του όταν δούλευε σε μια δικηγορική εταιρία του Λος Άντζελες. Ο προϊστάμενός του λεγότα Κάιζερ Σουμ. Το «Σόζε» προέκυψε από την τούρκικη φράση «söze boğmak», που περιγράφει «εκείνον που μιλάει υπερβολικά πολύ και δημιουργεί σύγχυση με τα λεγόμενά του», ακριβώς με άλλα λόγια αυτό που κάνει σε αυτή την ταινία ο χαρακτήρας του Κέβιν Σπέισι!