Η πρώτη ταινία της σημαντικότερης τριλογίας που προέκυψε ποτέ στον κινηματογράφο, της τριλογίας του «Νονού» δηλαδή, ξεκινάει με μια δήλωση απλή και λιττή αλλά ταυτόχρονα πέρα για πέρα πολιτική και ιδεολογικά φορτισμένη: «Πιστεύω στην Αμερική». Ξεστομίζεται από τα χείλη του Μπονασέρα, ενός μεσήλικα Ιταλού μετανάστη στις μεταπολεμικές ΗΠΑ, ο οποίος στέκεται στο κέντρο ενός σκοτεινού δωματίου και απευθύνεται σε μια εμβληματική φιγούρα, της οποίας ωστόσο κοιτάμε μόνο την πλάτη ενώ βρίσκεται αναπαυτικά καθισμένη πίσω από ένα μεγάλο γραφείο.
«Πιστεύω στην Αμερική», λέει ο Μπονασέρα και η φράση αυτή είναι η αφετηρία της μετέπειτα διήγησής του. Ο Μπονασέρα λέει σε αυτή την εμβληματική, μυστηριώδη φιγούρα την ιστορία του βιασμού της κόρης του από δυο Αμερικάνους αλήτες (ο Μπονασέρα είχε αντιρρήσεις για το ότι η κόρη του δεν βγαίνει με κάποιον Ιταλό αλλά δεν μίλησε…), το πόσο άγρια την χτύπησαν και έτσι, «δεν είναι πια όμορφη», για το πως η αμερικάνικη δικαιοσύνη τον πούλησε με το να τους τιμωρήσει με αναστολή παρά το ότι ο ίδιος φέρθηκε «σαν καλός Αμερικάνος» και απευθύνθηκε αμέσως στην αστυνομία.
Μα για μια στιγμή – θα σκεφτεί αυθόρμητα ο θεατής: εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία προδοσίας. Η Αμερική πρόδωσε αυτόν τον περήφανο και τίμιο μετανάστη που βρέθηκε στα εδάφη της και έφτιαξε τη ζωή του, του φέρθηκε άτιμα, άφησε ατιμώρητους τους κακοποιητές και βιαστές της αγαπημένης κόρης του. Με ποια λογική λοιπόν, ο Μπονασέρα δηλώνει με στόμφο πως «πιστεύει στην Αμερική»; Γιατί τοποθετεί ετούτη την δήλωσή του σε χρόνο ενεστώτα; Γιατί δεν δηλώνει -όπως θα ήταν απόλυτα λογικό- πως έχει πάψει να πιστεύει στην Αμερική; Αντιφατικά μας τα λέει… Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο…
«Τότε είπα στην γυναίκα μου πως για δικαιοσύνη θα πάω στον Δον Κορλεόνε», εξηγεί ο Μπονασέρα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η προσμονή για την ολοκληρωμένη όψη της εμβληματικής φιγούρας που βρίσκεται απέναντί του τελειώνει: η όψη του Μάρλον Μπράντο παρουσιάζεται με δέος στην οθόνη και δεν χρειάζεται να ανοίξει καν το στόμα του για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Έχουμε μπροστά μας έναν άνθρωπο με τεράστια δύναμη στα χέρια του, έναν άνθρωπο επικίνδυνο, κάποιος που αν τον έχεις φίλο σε φοβούνται. Τα δυο καθίκια που έμειναν ατιμώρητα για τον βιασμό και τον ξυλοδαρμό μιας κοπέλας θα εύχονταν να ήταν στη φυλακή σε περίπτωση που ο Δον Κορλεόνε αποφασίσει να κάνει την χάρη στον δύσμοιρο Μπονασέρα.
Να γιατί ο Μπονασέρα συνεχίζει να πιστεύει στην Αμερική. Να γιατί τοποθετεί την δήλωσή του σε χρόνο ενεστώτα. Διότι ο Δον Κορλεόνε και η δύναμή του είναι κομμάτια της Αμερικής, την συναποτελούν, την ορίζουν και ας βρίσκεται αυτή η εμβληματική φιγούρα κρυμμένη στα σκοτάδια. Υπό μια έννοια εκείνος και οι όμοιοί του είναι η βαθιά ουσία της Αμερικής, οι αληθινές όψεις του αμερικάνικου ονείρου. Η Ιστορία των κρατών άλλωστε δεν εδράζεται απλά στις επίσημες αφηγήσεις τους, υπάρχει και σε όλες τις διεργασίες που κινητοποιούν τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς πίσω από την ορατή πλευρά του κόσμου. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τις ΗΠΑ, την χώρα που γιγαντώθηκε από τους μετανάστες, που τους ξεζούμισε πριν τους αφομιώσει.
Η φράση «τέτοιες ταινίες δεν γυρίζονται πια» μπορεί να μοιάζει κλισέ και δείγμα εμμονής με το παρελθόν αλλά εδράζεται σε μια αντικειμενική πραγματικότητα που καθόρισε την «χρυσή» δεκαετία του ’70 για τον αμερικάνικο κινηματογράφο: ήταν η εποχή που μια ολόκληρη γενιά νέων δημιουργών, άμεσα επηρρεασμένη από τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα των 60s, έκανε την τσαμπουκαλεμένη εμφάνισή της στον πυρήνα της μεγαλύτερης κινηματογραφικής βιομηχανίας του κόσμου και για πρώτη -και ίσως τελευταία φορά- αφέθηκε ελεύθερη από τις άνωθεν παρεμβάσεις των μεγάλων στούντιο να μιλήσει μέσω των ταινιών της για τον κόσμο έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται δίχως σταγόνα νερού να πέφτει στο κρασί της. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και οι (δύο πρώτοι) «Νονοί» του στέκουν μάλλον αυτονόητα στην κορυφή εκείνης της φουρνιάς μεγάλων δημιουργών και αριστουργημάτων.
Η ιστορία της οικογένειας Κορλεόνε είναι σε πρώτο επίπεδο μια μαφιόζικη ιστορία στο εσωτερικό της οποίας λαμβάνει χώρα ένα μεγάλο οικογενειακό δράμα αλλά ταυτόχρονα, αποτελεί και μια μελέτη για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ανάδειξη του ρόλου της βίας που κάθε τέτοιου τύπου μετάβαση περιλαμβάνει ως δομικό της στοιχείο και η επισήμανση των ταυτόχρονων κοινωνικών μετασχηματισμών που συντελούνται πλάι στους συστημικούς. Ο Κόπολα κάνει κινηματογραφική λαογραφία μέσα από τα μαφιόζικα αριστουργήματά του, οικειοποιείται μια ντοκιμαντερίστικη οπτική που ωθεί τον θεατή να νιώθει περισσότερο ως παρατηρητής καταστάσεων και λιγότερο κινηματογραφικό κοινό.
Η έννοια της μετάβασης: αυτή είναι η μεγάλη θεματική των «Νονών». «Κληρονομιά» θα την αποκαλούσαμε αν την βλέπαμε στενά μέσα από ένα οικογενειακό πρίσμα – μέσα δηλαδή από τα όσα βιώνει η οικογένεια Κορλεόνε. «Μετασχηματισμός» θα ήταν ο πιο εύστοχος ορισμός σε περίπτωση που αδυνατουμε να αντιληφθούμε πρωτογενώς τους Κορλεόνε ως οικογένεια αλλά κατά βάση ως μια φράξια της Μαφίας. «Μια αλληγορία για τον καπιταλισμό»: έτσι προτιμούσε εξαρχής ο Φράνσις Φορντ Κόπολα να εδραιωθεί στις συλλογικές κινηματογραφικές συνειδήσεις ο «Νονός». Σε κάθε περίπτωση θα αρκούσε απλά να αντιπαραβάλει κανείς τις εναρκτήριες σεκάνς των δυο πρώτων ταινιών για να αντιληφθεί την ουσία των «Νονών».
Για τον Δον Βίτο Κορλεόνε, ηγεμονική φιγούρα της ιταλικής κοινότητας της Νέας Υόρκης, το να δέχεται επισκέψεις στο γραφείο του και να κάνει πραγματικότητα τις «χάρες» που ζητάνε οι επισκέπτες του είναι μια ηθική υποχρέωση την ημέρα του γάμου της κόρης του. Και ενώ πίσω από τις κλειστές πόρτες του εμβληματικού του γραφείου, αυτός ο μαφιόζος ακούει τα προβλήματα των «φίλων» του, στην αυλή του αρχοντικού του μια οικογενειακή γιορτή συντελείται: χαρούμενα πρόσωπα χορεύουν και τραγουδάνε, οι Ιταλοί της Νέας Υόρκης, ένα μεγάλο σόι θα έλεγε κανείς, έχουν στήσει ένα τυπικό μεσογειακό γλέντι. Ο μεγάλος πατριάρχης Βίτο Κορλεόνε έχει πάντα τις δικές του σκοτούρες, άλλωστε τόσος «δικός του» κόσμος έχει την ανάγκη του αλλά θα ξεκλέψει λίγο χρόνο για να χορέψει με την κόρη του. Ο Βίτο Κορλεόνε είναι ένας οικογενειάρχης – αυτό τον ορίζει. Μπορεί η δική του φαμίλια να επεκτείνεται έξω από τα παραδοσιακά στεγανά, μπορεί αποτρόπαιοι εκβιασμοί και βίαιες πράξεις να πηγαίνουν σετ με τις χάρες που κάνει, μπορεί ο ουδέτερος θεατής να βλέπει μια τεράστια υποκρισία πίσω από την επίφαση ηθικών αξιών που επικαλείται ο Βίτο, αλλά για τον ίδιο αυτή είναι η ζωή που επέλεξε και την έχει επιλέξει με ειλικρίνεια και αφοσίωση.
Το σκηνικό της πρώτης σεκάνς της δεύτερης ταινίας είναι παρόμοιο αλλά ταυτόχρονα, καθοριστικά αλλαγμένο. Και εδώ ο Νονός δέχεται επισκέψεις πίσω από τις κλειστές πόρτες του γραφείου του. Και εδώ στην αυλή του πολυτελούς σπιτιού του συντελείται μια γιορτή. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει αισθητά. Ο Μάικλ Κορλεόνε -διάδοχος του Βίτο μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας- ούτε ακούει τον πόνο των Ιταλών μεταναστών στο γραφείο του ούτε βρίσκεται εκεί για να κάνει «χάρες». Αυτά δεν τον απασχολούν, έχει άλλα ζητήματα να ασχοληθεί. Συνομιλεί με γερουσιαστές και με επιχειρηματίες, κάνει μπίζνες και στις μπίζνες δεν χωράνε συναισθηματισμοί και ηθικές. Στο γλέντι δεν βρίσκονται χαρούμενες μεσογειακές οικογένειες, αλλά πολιτικοί και εξέχοντα μέλη της αστικής τάξης. Δεν γιορτάζεται κάποιος γάμος, αντίθετα άπαντες είναι εδώ για να τιμήσουν την επιχειρηματική γιγάντωση της οικογένειας Κορλεόνε. Ας μην γελιόμαστε, δεν διαφέρει τόσο καθοριστικά από τον μπαμπά του: μαφιόζοι είναι και οι δυο, επικίνδυνοι άνθρωποι, αφεντικά του υποκόσμου. Όμως, όπως ο Βίτο αν έπρεπε να διαλέξει έναν ορισμό που να τον περιγράφει θα διάλεγε αυτόν του οικογενειάρχη, από το μυαλό του Μάικλ δύσκολα θα περνούσε αυτή η ταυτότητα ως ενδεικτική της φύσης του: μάλλον θα διάλεγε να αυτοκαθοριστεί ως επιχειρηματίας.
Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του οραματιζόταν για εκείνον μια εντελώς διαφορετική ζωή, μια ατομική πορεία έξω από τον αιματοβαμμένο βούρκο της Μαφίας, μια πορεία στην φωτεινή πλευρά του αμερικάνικου ονείρου, ο Μάικλ κατεληξε να γίνει Νονός στη θέση του Νονού: διότι (όπως και ο μπαμπάς του άλλωστε) είναι ένας άνθρωπος του καιρού του. Ο Βίτο προσωποιεί μια άλλη εποχή. Την εποχή που οι Ιταλοί μετανάστες βρίσκονταν στο περιθώριο της αμερικάνικης κοινωνίας, που ζούσαν μέσα στην φτώχεια και την στυγνή εκμετάλλευση από τους ντόπιους: την εποχή που η παρανομία δεν ήταν μια μπίζνα για αυτούς αλλά ένας μονόδρομος επιβίωσης.
Πρωτοστάτης της μετάβασης των παρανόμων της ιταλικής κοινότητας από μικροκομπιναδόρους σε μαφιόζους, ο Βίτο κατέληξε πλούσιος και επιτυχημένος, ένας άνθρωπος με πολιτικές επαφές, επιρροή στα ΜΜΕ και προστασία από μπάτσους που ο ίδιος έλεγχε. Αλλά τα κίνητρά του παρέμειναν για πάντα τα ίδια, η φράση «ένας άντρας που παραμελλεί την οικογένειά του δεν είναι άντρας» παρέμεινε για πάντα η πυξίδα του. Γι΄αυτό και δεν αντέχει να δώσει το ελεύθερο στην Μαφία να εμπλακεί με την καλπάζουσα επιχείρηση των ναρκωτικών. Τα ναρκωτικά θα διαλύσουν την κοινότητα και δεν θα διαλυθεί η κοινότητα για να βγάλουμε λεφτά, πάει και τελείωσε. Αδυνατεί να το καταλάβει: η Μαφία εξελίσσεται σε πρότυπο καπιταλιστικής επιχείρησης.
Ο Βίτο του Μπράντο είναι το παρελθόν. Ένα παρελθόν γεμάτο βαθιές αξίες, ακλόνητες και απαραβίαστες, ένα παρελθόν γεμάτο κώδικες τιμής και μια παράδοξη ηθική. Ο Μάικλ του Πατσίνο είναι το παρόν. Ένα παρόν γεμάτο κυνισμό και ψυχρότητα, αλαζονικό και ανήθικο, ένα παρόν που νομοτελειακά θα έρθει να ξεπεράσει τον χρεοκοπημένο ρομαντισμό της προηγούμενης κατάστασης. Η μετάβαση της Μαφίας στην επιχειρηματική της εποχή περνάει αναπόφευκτα μέσα από έναν αιματοβαμμένο δρόμο. Το κέρδος μετουσιώνεται στην μοναδική της αξία και έτσι, περιθώρια σεβασμού και συνύπαρξης ανάμεσα στις «οικογένειες» δεν υπάρχουν. Αυτά είναι παρελθοντικές καταστάσεις, πλέον ο πόλεμος θα είναι μια μόνιμη συνθήκη. Ο υπερόπτης Μάικλ γνωρίζει πως είναι ο μοναδικός που μπορεί να οδηγήσει την οικογένεια Κορλεόνε σε αυτή την νέα εποχή. Ο σοφός Βίτο ξέρει πως οι εποχές του έχουν περάσει. Δεν εγκρίνει την νέα κατάσταση αλλά θα την αποδεχθεί. Η επιβλητική του φιγούρα θα πάρει θέση συμβουλάτορα, η νέα γενιά θα μπερδέψει τα ιδανικά της με την παλιά και οι Κορλεόνε θα πρέπει να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον διαρκούς απειλής και βίας. Πριν δέκα χρόνια, την εποχή που ο Βίτο ήταν το μοναδικό και αναμφισβήτητο αφεντικό όλα θα ήταν πιο απλά. Όμως πλέον, τα πάντα έχουν αλλάξει. Και έχουν αλλάξει για πάντα…
«Δεν ήθελα αυτή τη ζωή για εσένα», θα πει ο Βίτο στον γιο του στην πιο συγκινητική σκηνή της πρώτης ταινίας. «Δούλεψα σε όλη μου τη ζωή -και δεν απολογούμαι για αυτό- για να φροντίσω την οικογένειά μου. Αρνήθηκα να είμαι ένας ανόητος που τον ελέγχουν οι δυνατοί που κινούν τα νήματα. Δεν απολογούμαι, αυτή τη ζωή διάλεξα. Όμως πίστευα πως όταν θα φτάσει ο δικός σου καιρός, θα ήσουν εσύ ένας από αυτούς που κινούν τα νήματα. Γερουσιαστής Κορλεόνε. Κυβερνήτης Κορλεόνε. Τελικά, δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να γίνει αυτό, Μάικλ. Δεν υπήρχε αρκετός χρόνος», μονολογεί κουρασμένος ο Βίτο.
Ο Βίτο Κορλεόνε πιστεύει στην Αμερική. Πιστεύει στο αμερικάνικο όνειρο και ήθελε ο γιος του να εξυψωθεί μέσα από αυτό. Πιστεύει πως απέτυχε να του κληροδοτήσει τις κατάλληλες συνθήκες για κάτι τέτοιο, μα κάνει λάθος. Παρά την απέραντη σοφία του, ο Βίτο Κορλεόνε δεν έχει αντιληφθεί την αληθινή φύση του αμερικάνικου ονείρου. Ίσως να την καταλάβαινε αν ζούσε στο δεύτερο μέρος της ιστορίας και έβλεπε την εξέλιξη του Μάικλ. Διότι ο Μάικλ έγινε αυτό ακριβώς που ο πατέρας του οραματιζόταν: ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος, ένα εξέχων μέλος της κοινωνίας, μια εμβληματική φυσιογνωμία της αστικής τάξης, κάποιος που κινεί τα νήματα.
Ο Μάικλ θα προσπαθεί για πάντα να αποτάξει την μαφιόζικη κληρονομιά του πατέρα του και να γίνει ένας νομότυπος επιχειρηματίας: έχει τις δικές του ψευδαισθήσεις, όπως και ο πατέρας του. Τι σημαίνει μαφιόζος άλλωστε και τι σημαίνει επιχειρηματίας; Ποιες είναι ακριβώς οι διαφορές ανάμεσα σε έναν επιτυχημένο μαφιόζο και έναν επιτυχημένο επιχειρηματία; Πόσο ευδιάκριτοι είναι οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο νομότυπο και ευσεβές κομμάτι του Κεφαλαίου και την σκοτεινή πλευρά του; Μπορεί άραγε η μία να υπάρξει χωρίς την άλλη ή είτε θα γιγαντωθούν μαζί είτε μαζί θα καταρρεύσουν; Ο Βίτο δεν το κατάλαβε ποτέ, ο Μάικλ θα το αντιληφθεί διαισθητικά με τα χρόνια, όταν πια θα είναι αργά, όταν πια θα έχει χάσει την ψυχή του: αυτό είναι το αμερικάνικο όνειρο.
Τελικά, από το αιματοβαμμένο saga των Κορλεόνε, το συμπέρασμα που βγαίνει αφορά την ίδια την λειτουργία του συστήματος. Και ας στέκει στο κέντρο της ιστορίας μια οικογένεια: ο συσσωρευμένος πλούτος σε κάνει ευσεβή, νομότυπο εκ των πραγμάτων, πρότυπο αυτού του κόσμου. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο κόσμος του εγκλήματος, ο κόσμος της παρανομίας, εκείνος που φαινομενικά αποτελεί βαρύδι για μια ελεύθερη και ειρηνική κοινωνία στέκει απέναντί σου. Αντίθετα, όπως επισημαίνει ο Ονόρε Ντε Μπαλζάκ σε ένα έργο του, «το μυστικό των μεγάλων περιουσιών χωρίς προφανή αιτία είναι ένα έγκλημα που έχει ξεχαστεί, επειδή έγινε σωστά». Αυτό είναι ο «Νονός»: η αφήγηση ενός μεγάλου, συνεχιζόμενου εγκλήματος, ενός εγκλήματος που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να μετασχηματιστεί μια παράνομη δουλειά σε κερδοφόρα, νομότυπη, πρότυπη μπίζνα. Η «αλληγορία για τον καπιταλισμό» που οραματιζόταν ο Κόπολα δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να είναι πιο εύστοχη, πιο εμπνευσμένη, πιο αριστουργηματική από την ταινία που άλλαξε για πάντα τις ταινίες.