«Ο Μισισιπής καίγεται»: Το αντιρατσιστικό αριστούργημα του μεγάλου Άλαν Πάρκερ

0

O μεγάλος Βρετανός κινηματογραφιστής Άλαν Πάρκερ, που πέθανε τον περασμένο Ιούλιο στα 76 του, ήταν ένας σπουδαίος σκηνοθέτης που μας χάρισε σύγχρονα αριστουργήματα όπως το «Εξπρές του Μεσονυκτίου», το μεταφυσικό art noir «Δαιμονισμένος Άγγελος» και το αστυνομικό θρίλερ «Mississippi Burning» το 1988 – με αυτή του την ταινιάρα θα καταπιαστούμε στο κείμενο αυτό.

Το θέμα με τον Πάρκερ στον «Φλεγόμενο Μισισιπή» δεν είναι πως απλά γύρισε μια ταινία που βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα και δομήθηκε από το Χόλιγουντ ως μια γραφική παραγωγή αλλά το ότι ο σκηνοθέτης χαρακτηρίστηκε από τους πρώτους που θέλησαν να ρίξουν φως σε αυτή τη σκοτεινή ιστορία, αποφεύγοντας τα δακρύβρεχτα κλισέ και τις υπερβολές του μελοδραματισμού. Ήταν σαν να δόθηκε επιτέλους η απάντηση στον κινηματογραφικό εμετό του Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ, «Η γέννηση ενός Έθνους» – μια βουβή ταινία που κυκλοφόρησε το 1915, παρουσίαζε τους μαύρους ως εκ φύσεως εγκληματίες, την ΚΚΚ ως την σωτηρία του έθνους και θεωρήθηκε πρωτοποριακή ταινία για την κινηματογραφική βιομηχανία.

Αυτό που ο ίδιος ο Πάρκερ είχε πει σχετικά με το «Mississippi Burning» ήταν: «Προσπαθώ να αγγίξω μια ολόκληρη γενιά που δεν γνωρίζει τίποτα για αυτά τα ιστορικά γεγονότα. Θέλω να την κάνω να αντιδράσει συναισθηματικά, γιατί ο ρατσισμός εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και σήμερα γύρω της. Αυτός ο λόγος είναι αρκετός, είναι μια ισχυρή δικαιολογία για την μυθιστορηματική αφήγηση των αληθινών γεγονότων».

Έχοντας γαλουχηθεί μέσα από την βιομηχανία της τηλεόρασης και του σινεμά, ήταν από τους λίγους Ευρωπαίους κινηματογραφιστές που θέλησε να ασχοληθεί με το ζήτημα του αμερικανικού εμφυλίου, των φυλετικών διακρίσεων και το δράμα των Αφροαμερικανών του Νότου που υπέφεραν για εκατοντάδες χρόνια από την μάστιγα της «λευκής ανωτερότητας».

Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1964 χαρακτηρίστηκαν ως το «Καλοκαίρι της Ελευθερίας» από τους μαύρους κατοίκους του Μισισιπή μιας και συνέβαλλαν στην προσπάθεια κατάργησης των διακρίσεων στον Αμερικάνικο Νότο, έπειτα από κινητοποιήσεις οργανώσεων για καταγραφή μαύρων πολιτών στην περιοχή. Σκοπός τους ήταν η κατάκτηση του δικαιώματος ψήφου μιας και ο πληθυσμός τους καταλάμβανε το 45%, αλλά μόλις το 5% είχε δικαίωμα ψήφου. Φυσικά λίγο καιρό πριν, είχαν προηγηθεί τα γεγονότα της Σέλμα στην Αλαμπάμα, όταν μετά από μήνες προσπάθειας, το κίνημα με μπροστάρη τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ κατάφερε να αποκτήσει δικαίωμα ψήφου και να εγκαινιάσει ένα καινούριο κύκλο υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της κοινωνικής χειραφέτησης και της ατομικής ανεξαρτησίας σε μια από τις πολιτείες του Νότου. Το αμερικάνικο όνειρο «χρώματος λευκού» κρατούσε ισχυρά ηγετικό ρόλο την εποχή εκείνη.

Τρεις ακτιβιστές(δύο λευκοί και ένας μαύρος) κατέφθασαν στην επαρχία Νεσόμπα του Μισισίπη εκείνο το καλοκαίρι με σκοπό να ενισχύσουν τις κινητοποιήσεις και να ερευνήσουν μια υπόθεση εμπρησμού μαύρης εκκλησίας. Την νύχτα της άφιξης τους, έπεσαν θύματα απίστευτου φυλετικού μίσους. Μέλη της οργάνωσης «Κου Κλουξ Κλάν» σε συνεργασία με τον βοηθό σερίφη της Νεσόμπα έστησαν αιματηρή ενέδρα στους τρεις νεαρούς, με τους δύο λευκούς να πυροβολούνται εν ψυχρώ στο στήθος και τον τρίτο να λιντσάρεται μέχρι θανάτου. Ο διχασμός και οι φυλετικές αναταραχές εκτινάχθηκαν τις επόμενες μέρες όταν έλαβαν χώρα περιστατικά εμπρησμών, λεηλασίας και δολοφονιών, γεγονότα που μας φέρνουν στο μυαλό εικόνες του αμερικάνικου εμφυλίου, την εποχή που «κατοχυρώθηκε» η κατάργηση της δουλείας από τον πρόεδρο Αβραάμ Λίνκολν (1865).

Στην ταινία παρακολουθούμε την συγκλονιστική έρευνα δύο πρακτόρων του FBI που άρχισαν να «χτενίζουν» την περιοχή συλλέγοντας στοιχεία για τους τρεις αφανισθέντες. Τους δύο πράκτορες σκιαγραφούν με τις τρομερές του ερμηνείες ο Ουίλιαμ Νταφόε και ο Τζιν Χάκμαν. Μέσα από τους διαλόγους τους στην αρχή της ταινίας είναι εύκολο να αντιληφθούμε τον εφησυχασμό της κοινωνίας την εποχή εκείνη και πως οι σαθρές απόψεις των προηγούμενων γενιών είχαν στιγματίσει άμεσα τις επόμενες. Μια χαρακτηριστική φράση του Χάκμαν μάλιστα είναι σαν να αποτυπώνει την μεγαλύτερη αλήθεια σχετικά με την κοινωνία του Νότου.

«Ο πατέρας μου ήταν τόσο γεμάτος με μίσος που δεν καταλάβαινε πως η φτώχεια ήταν εκείνη που τον σκότωνε», λέει χαρακτηριστικά αφού έχει εξιστορήσει πως ο πατέρας του δεν μπορούσε να αποδεχτεί πως ένας «νέγρος» θα τολμούσε να είναι καλύτερος από τον ίδιο.

Οι πράκτορες θέτουν ως στόχο να σπάσουν τον κύκλο σιωπής που σκεπάζει το καθεστώς του Νότου. Ένα καθεστώς που ως μόνο του στόχο έχει την καταπίεση και τον αφανισμό μιας ολόκληρης φυλής. Καθώς συλλέγουν μαρτυρίες σχετικά με το γεγονός φτάνουν στην κακοποιημένη σύζυγο του τοπικού σερίφη, η οποία γνωρίζει δυνατές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση και θα υποστεί βάρβαρες συνέπειες μετά την συνεργασία της με το FBI.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι μόνο η δράση της Κου Κλουξ Κλαν στην περιοχή αλλά και η συγκάλυψή της από την αστυνομία και την τοπική κοινωνία. Καταχρηστικά και με περίσσεια άνεση, σερίφηδες και «υπερασπιστές του νόμου και της τάξης» για χρόνια κάλυπταν τις δολοφονικές επιθέσεις της οργάνωσης. Για συμμάχους είχαν τα απανταχού φασιστοειδή με την γραφική τραβηγμένη προφορά του Νότου, τα γεμάτα μίσος πρόσωπα τους και την αβίαστη τάση τους να πνίγουν στο αίμα την διαφορετικότητα του οποιουδήποτε ανθρώπινου όντος.

Έπειτα από την τεράστια κινητοποίηση ενάντια στο λευκό κατεστημένο, η σορός του ενός βρέθηκε λίγο καιρό μετά. Τα μέλη της οργάνωσης καταδικάστηκαν το 1967 με «ποινή-χάδι» για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά όχι για ανθρωποκτονία μιας και το δικαστήριο έκρινε τα στοιχεία ως «ανεπαρκή». Η τυφλή δικαιοσύνη αποτελούσε ανέκαθεν ένα αγκάθι στις ΗΠΑ αφού μέχρι και σήμερα η πλειοψηφία των δικαστικών είναι λευκοί και διόλου αντικειμενικοί.

Ωστόσο το λουτρό αίματος δεν έμεινε αναπάντητο. Με αφορμή το περιστατικό και τις έρευνες του FBI, τεράστιες ομάδες αφροαμερικανών ξεκίνησαν αγώνες με σκοπό την κατάργηση των διακρίσεων και του φυλετικού διαχωρισμού σε δημόσιους χώρους καθώς και την εξασφάλιση του εκλογικού δικαιώματος. Το 1964 ψηφίστηκε στις ΗΠΑ ο νόμος «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» για τους μαύρους πολίτες. Ένα χρόνο μετά τέθηκε σε εφαρμογή από τον πρόεδρο Τζόνσον και αποτελεί καταλύτη για τα εμπόδια που έθεταν οι Πολιτείες προκειμένου να περιθωριοποιήσουν το μαύρο κίνημα στην εκλογική διαδικασία.

Το γεγονός ότι ο Πάρκερ γύρισε την ταινία στα τέλη της δεκαετίας του ’80 συνέβαλλε στο να μην ξεχαστεί η ιστορία των τριών ακτιβιστών. Το 2004 η υπόθεση άνοιξε ξανά και έπειτα από εντολή έρευνας του τότε εισαγγελέα της Πολιτείας του Μισισίπη συνελήφθη για ανθρωποκτονία ηγετικό μέλος της Κου Κλουξ Κλαν. Ο 79χρονoς ιερέας βαπτιστής καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 80 ετών αλλά μετά από 5 χρόνια αφέθηκε ελεύθερος λόγω προβλημάτων υγείας.

Το ρεζουμέ όμως είναι πως η ταινία πέτυχε το σκοπό της. Πέτυχε να ακούσει ο κόσμος, να ανοίξει τα αυτιά του και να δει τον ρατσισμό όπως ακριβώς είναι, πως απλώνει τα πλοκάμια του και καταπίνει κόσμο, χωρίς ποτέ κανείς να τιμωρείται. Η ταινία δεν χαρακτηρίζεται ως απλά ένα κοινωνικό δράμα αλλά ως μια βαθιά αντιρατσιστική ταινία που δεν στοχοποιεί απλά τους μηχανισμούς της Πολιτείας αλλά όλο αυτό τον κύκλο που κατέστησε την Κου Κλουξ Κλαν σε βάθρο ηρώων και συγκάλυψε εκατοντάδες εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Οι ένοχοι δεν είναι μόνο αυτοί οι δειλοί φασίστες που κρύβονται πίσω από τα λευκά σεντόνια αλλά όλοι εκείνοι που τους επέτρεψαν με τις ευλογίες τους να καίνε σταυρούς και να δρουν ανενόχλητοι. Και μέχρι και σήμερα μπορεί τα απολειφάδια των αποικιοκρατών να έχουν «εκπέσει» αλλά η ζύμωση των ανθρώπινων συνειδήσεων χρειάζεται ακόμα αρκετή δουλειά μέχρι την ολοκληρωτική πτώση του ρατσισμού. Ταινίες σαν κι αυτή μας αποδεικνύουν πώς η έβδομη τέχνη οφείλει να βάζει και εκείνη το λιθαράκι της ώστε να τελειώνουμε με τα απάνθρωπα κατάλοιπα και την μισαλλοδοξία που μας μαστίζει στο έπακρον μέχρι και σήμερα.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Galopar.