«Ο Αόρατος Άνθρωπος»: Τι διάολο σε κοιτάει πίσω από το κενό;

Έχουμε μεγαλώσει μαθαίνοντας πως ο γάμος είναι ο ορισμός της ευτυχίας, το ανώτατο στάδιο μιας ερωτικής σχέσης. Ειδικά οι γυναίκες: πόσα κορίτσια άραγε να ακούν από την οικογένειά τους ότι το να «βρουν έναν καλό άντρα να παντρευτούν» είναι κάτι σαν λυτρωτικός σκοπός ζωής τους; Εντάξει, στις ΗΠΑ ίσως να μην το ακούνε με αυτόν τον «βαλκανικό» τόνο αλλά και πάλι: το πρότυπο του πετυχημένου άντρα που δίπλα του έχει την μονίμως χαμογελαστή και ευτυχισμένη απλά που είναι παντρεμένη μαζί του, γυναίκα, υπάρχει πολύ έντονα. Αυτό το πρότυπο φτύνει στα μούτρα -από το πρώτο κι όλας δευτερόλεπτο- το «Ο Αόρατος Άνθρωπος», η ταινία του Λι Γουανέλ, ενός δημιουργού που φαίνεται πως θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον.

Δεν χρειαζόμασταν φυσικά τον «Αόρατο Άνθρωπο» για να μάθουμε πως πολλές φορές η ευτυχία του γάμου είναι μια αυταπάτη, πως ο γάμος μπορεί κάλλιστα να γίνει μια καταπιεστική φυλακή, πως πολλές γυναίκες εγκλωβίζονται σε μια σχέση εξάρτησης με έναν σύζυγο που καταλήγει να είναι ένας σκληρός δυνάστης, πως πολλές από αυτές δυσκολεύονται να φύγουν από αυτή τη συνθήκη. Εναρμονισμένος στο κλίμα της εποχής του ωστόσο, μια εποχή στην οποία δίνει και παίρνει η συζήτηση για τη σχέση των δυο φύλων και το κατά πόσο αυτή είναι ουσιαστικά ισότιμη, ο Γουανέλ στήνει την horror ταινία του με τον κλασικό τίτλο πάνω σε αυτή τη θεματική.

Το βασικό στόρι πάει κάπως έτσι: Η Σεσίλια εγκαταλείπει τον καταπιεστικό και κακοποιητικό άντρα της, έναν πάμπλουτο επιστήμονα με προφίλ playboy. Δυο εβδομάδες αργότερα, αυτός αυτοκτονεί και αφήνει ως κληρονομιά ένα μεγάλο κομμάτι της τεράστιας περιουσίας του. Η ίδια εξαρχής υποψιάζεται πως πρόκειται για παγίδα και τις επόμενες μέρες νιώθει πως καταδιώκεται από μια αόρατη παρουσία – μάλλον τον ίδιο τον σύζυγό της που έχει βρει τρόπο να είναι αόρατος. Όσο ο κοινωνικός της περίγυρος δεν την πιστεύει αλλά αντίθετα, την αντιμετωπίζει σαν τρελή, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα.

Για να γίνει κατανοητό πόσο καθαρόαιμο horror αυτός ο «Αόρατος Άνθρωπος», αρκεί να γίνει μια διευκρίνηση: αν και σε αντίστοιχες περιπτώσεις ένας σκηνοθέτης θα επέλεγε να παίξει και με τα μυαλά του κοινού έτσι ώστε ο θεατής να αναρωτιέται αν πράγματι αυτός ο περίφημος Αόρατος Άνθρωπος που βασανίζει την κεντρική πρωταγωνίστρια είναι υπαρκτό πρόσωπο ή όντως πρόκειται για κατασκεύασμα της φαντασίας της, ο Γουανέλ δεν μπαίνει ποτέ σε αυτό το τρυπάκι. Είναι δεδομένο: κάτι περίεργο παίζει στην ζωή της πρωταγωνίστριας, κάποιος ή κάτι την κυνηγάει. Η εξήγηση είναι επιστημονική; Είναι μεταφυσική; Θα δείξει όσο ξεδιπλώνεται το κουβάρι του μυστηρίου αλλά σίγουρα, ψυχολογικά παιχνίδια δεν εμπεριέχονται σε αυτή την φάση.

Αυτή η ευθεία προσέγγιση της όλης υπόθεσης κάνει τον «Αόρατο Άνθρωπο» να είναι αγνή horror διασκέδαση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό του με τον Γουανέλ να πασπαλίζει την ταινία του με γενναίες δόσεις νουάρ μυστηρίου που αναβαθμίζουν ακόμα παραπάνω το αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, η ταινία αποφεύγει να είναι στρατευμένα καταγγελτική όσον αφορά τις κοινωνικές, φεμινιστικές της συνδηλώσεις και έτσι, όχι απλά μένει μακριά από τη γραφικότητα, αλλά ταυτόχρονα κρατάει σε πρώτο πλάνο την πλοκή της, που σε βάζει στην πρίζα από την αρχή και… δεν σε βγάζει παρά μόνο στους τίτλους τέλους. Εντάξει, υπάρχουν κάτι λίγες αφηγηματικές αβλεψίες και ορισμένα σεναριακά κενά αλλά εύκολα τα ξεχνάμε προς χάρη του τελικού, εξόχως απολαυστικού αποτελέσματος.

Είναι προφανέστατο κατά τα άλλα πως η έμπνευση ετούτης της ταινίας αντλεί μόνο τα πολύ βασικά στοιχεία από το ομώνυμο κλασικό βιβλίο του Χέρμπερτ Τζώρτζ Γουέλς και κατ’ επέκταση τις δυο κινηματογραφικές μεταφορές του – τη κλασική της Universal του 1933 αλλά και την εκσυγχρονισμένη εκδοχή του Πολ Βερχόβεν το 2000. Εδώ ο Γουανέλ αντιστρέφει ολοκληρωτικά τα πράγματα: ενώ στην κλασική ιστορία όλη η αφήγηση γίνεται μέσα από την οπτική του ίδιου του «Αόρατου Ανθρώπου», εδώ στρέφεται από την πλευρά όσων βιώνουν τις συνέπειες της παρουσίας του ανάμεσά τους. Και φυσικά, πρόκειται για μια πλοκή που διακατέχεται από πολύ πιο συγκεκριμένα κίνητρα, σε αντίθεση με το κλασικό έργο του Γουέλς που αποτελεί έναν σχολιασμό αναφορικά με την φύση της εξουσίας και της ανθρώπινης υπεροψίας.

Η ταινία αυτή, με άλλα λόγια, είναι ένα πρωτότυπο δημιούργημα, περισσότερο ένας φόρος τιμής στο κλασικό συνονόματο έργο και λιγότερο μια μεταφορά του. Και ταυτόχρονα, είναι η απόδειξη πως ο Λι Γουανέλ, ο πάλαι ποτέ σεναριογράφος του πρώτου «Saw» αλλά και σκηνοθέτης του καταπληκτικού low budget Sci Fi «Upgrade» (για το οποίο έχουμε πει δυο λογάκια εδώ) έχει έρθει για να μείνει…