«Μotherfucker»: Κυνηγώντας την ισότητα σε έναν ρατσιστικό κόσμο

Η λέξη «Μotherfucker» έχει υβριστική χροιά για τους περισσότερους ανθρώπους στον κόσμο. Σε έναν συγκεκριμένο τόπο ωστόσο και σε ένα συγκεκριμένο χρόνο, υπήρξε κάτι τιμητικό το να σε αποκαλεί κάποιος με αυτόν τον τρόπο. Ήταν οι δεκαετίες του ’60 και του ’70, τότε που οι θρυλικοί Μαύροι Πάνθηρες, το μαοϊκό κόμμα των μαύρων αγωνιστών της Αμερικής, ήταν το απόλυτο πολιτικό και κοινωνικό όχημα της εναντίωσης στον ρατσισμό που δέχονταν οι Αφροαμερικάνοι. Σε εκείνους τους κύκλους, το «Motherfucker» ήταν ένας τιμητικός χαρακτηρισμός: περιέγραφε εκείνον που ήταν απόλυτα στρατευμένος και αφοσιωμένος στον αγώνα του κόμματος, στον αγώνα για την ισότητα και την συντριβή του ρατσισμού.

Ένας «Μotherfucker» είναι και ο ήρωας του ομώνυμου graphic novel των Sylvain Ricard (σενάριο) και Guillaume Martinez (εικονογράφηση), το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά εδώ και κάμποσα χρόνια από τις εκδόσεις ΚΨΜ και μοιάζει αδύνατο να μην ανατρέξει κανείς εκ νέου σε αυτό ετούτες τις κολασμένες μέρες για τις ΗΠΑ: αναμφίβολα, η εξέγερση των μαύρων ανθρώπων που έχει προκληθεί στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού με αφορμή την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από φασίστες αστυνομικούς αλλά και οι κυριαρχικοί όροι με τους οποίους ανοίγει το ζήτημα της ισότητας σε αυτή τη χώρα με τις τόσο βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις ρατσισμού, μετουσιώνουν το «Μotherfucker» στην επιτομή του επίκαιρου έργου.

Πρωταγωνιστής του «Μotherfucker» είναι ο Βερμόντ Ουάσιγκτον, μέλος του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, μαρξιστής και οικογενειάρχης. Ο Βερμόντ είναι ταγμένος στον αγώνα για την ισότητα μέχρι εκεί που δεν πάει, είναι παθιασμένος όσον αφορά τους σκοπούς του και αντιλαμβάνεται τους «Μαύρους Πάνθηρες» ως το δεύτερο σπίτι του, την δεύτερη οικογένειά του. Ο Βερμόντ μπορεί να είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, αποκύημα της σκέψης του Sylvain Ricard, ωστόσο είναι δεδομένο πως πρόκειται για έναν «Πάνθηρα» που εύκολα θα μπορούσε να έχει υπάρξει. Και αυτό διότι οι δημιουργοί του εν λόγω graphic novel έχουν δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που σε επίπεδο ψυχοσύνθεσης και συνθηκών διαβίωσης, αποτελεί το ιδανικό ανθρωπότυπο των αγωνιστών που βρισκόντουσαν στα 60s και στα 70s στους Μαύρους Πάνθηρες.

Παρά το γεγονός ωστόσο ότι ο κεντρικός χαρακτήρας του «Μotherfucker» δεν είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, στα πλαίσια της ιστορίας συναναστρέφεται με ορισμένες υπαρκτές (πλην… θρυλικές) φιγούρες: οι Μπόμπι και Φρεντ Χάμπτον, ηγετικές φιγούρες των Μαύρων Πανθήρων -και δολοφονημένοι από ρατσιστές στην αληθινή ζωή- εμφανίζονται και αλληλεπιδρούν με τον κεντρικό πρωταγωνιστή. Δημιουργείται έτσι η αίσθηση πως η ιστορία που διαβάζουμε αποτελεί κάποιου είδους εικονογραφημένο ντοκουμέντο από τα χρόνια των μεγάλων συγκρούσεων των Μαύρων Πανθήρων με την αστυνομία και τους λευκούς, ρατσιστές εργοδότες στις φτωχογειτονιές των ΗΠΑ.

Αν θέλει κανείς να αντιληφθεί το πως λειτουργούσαν οι Μαύροι Πάνθηρες και το πόσο αποτελεσματική διέξοδος υπήρξαν για χιλιάδες ριζοσπαστικοποιημένους Αφροαμερικάνους, το «Μotherfucker» είναι μια ιδανική περίπτωση. Μαζί με την εξιστόρηση της προσωπικής διαδρομής του Βέρμοντ γινόμαστε μάρτυρες του τρόπου οργάνωσης του Μαύρων Πανθήρων, των εναλλακτικών σχολικών και πολιτιστικών δομών τους, του τρόπου που είχαν καταφέρει να χτίσουν μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία, ένα μικρό σύμπαν αλληλεγγύης και συντροφικότητας μέσα σε έναν κόσμο ρατσισμού και διαχωρισμών. Ταυτόχρονα, μια ιστορία που φλερτάρει διαρκώς τόσο με το κοινωνικό δράμα όσο και με το πολιτικό θρίλερ, εξελίσσεται μέσα στις σελίδες του «Motherfucker».

Ο Βερμόντ βιώνει μια ταυτόχρονη καταπίεση: αφενός την υπεροχή των λευκών που ηγεμονεύουν στη γειτονιά του και ορίζουν τους άγραφους νόμους της λειτουργίας της σκορπώντας αναξιοπρέπεια στην μαύρη κοινότητα, αφετέρου το μονίμως κριτικό βλέμμα του φοβισμένου πατέρα του, που διαρκώς τον πιέζει να σκύψει το κεφάλι του, να βρει μια οποιαδήποτε δουλειά και να μην παίζει τη ζωή του κορώνα-γράμματα σε άπιαστα όνειρα περί κοινωνικής αλλαγής. Ο Βερμόντ και η πίστη του στον αγώνα που διεξάγει μέσα από το κόμμα του μοιάζει να έχει διπλούς αντιπάλους: εκείνους που δεν τους περνάει από το μυαλό πως οι μαύροι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ίσοι προς ίσους και ορισμένους δικούς του ανθρώπους και αφετέρου, τους δικούς του ανθρώπους που φοβούνται τους μπελάδες περισσότερο από την φτώχεια και είναι πρόθυμοι να προσαρμοστούν με τη μοίρα τους.

Όμως, μέσα από τον κυνικό ρεαλισμό του, μέσα από την πεισματική του άρνηση να ωραιοποιήσει έστω και στο ελάχιστο την πραγματικότητα, το «Μotherfucker» αποτυπώνει μια παράδοξα θετική αλήθεια αναφορικά με τους όρους που δομείται η ταξική συνείδηση και το πόσο παράδοξες διαδρομές μπορεί να ακολουθήσει: το «ταξίδι» της νεαρή συζύγου του Βερμόντ και εξέλιξη της πολιτικοποίησής της όσο τα γεγονότα του βιβλίου εξελίσσονται την μετουσιώνουν στην κρυφή συμπρωταγωνίστρια της ιστορίας και εν τέλει, στο αφηγηματικό όχημα μέσω του οποίου το «Μotherfucker», εκτός από μια άψογη αποτύπωση του περιβάλλοντος που αναβιώνει, είναι και μια εξαιρετική ιστορία.

Είναι μάλλον η τέλεια στιγμή να διαβαστεί αυτό το graphic novel – διαμάντι, αυτή η άψογη αποτύπωση μιας πραγματικότητας τόσο βαθιά ριζωμένης στις ΗΠΑ -αλλά και με άλλες μορφές, σε όλο τον πλανήτη- που οι υψωμένες περήφανες μαύρες γροθιές εκείνων που αρνούνται να δεχθούν πως αποτελούν σύγχρονες εκδοχές σκλάβων, φαντάζουν η απόλυτη χειραφετική χειρονομία. Μιας πραγματικότητας τόσο βαθιά ριζωμένης, που πρέπει να τυλιχθεί στις φλόγες ώστε στα απομεινάρια της να ξεπηδήσει ένας κόσμος νέος.