«Κάπου Αλλού»: Ελληνικό weird horror στα καλύτερα του…

Η Εύα είναι 33 χρονών. Η Δάφνη είναι 25. Οι δυο τους βρίσκονται σε σχέση τα τελευταία πέντε χρόνια. Εν μέσω ενός καυτού ελληνικού καλοκαιριού, οι δυο γυναίκες θα βρεθούν στο εξοχικό της Δάφνης, ένα απομονωμένο ξύλινο σπίτι της ελληνικής επαρχίας, σχετικά μακριά από την πιο κοντινή κωμόπολη, ανάμεσα σε έρημα χωράφια και πυκνά δάση. Το τέλειο horror σκηνικό θα έλεγε κανείς. Ο τέλειος προορισμός καλοκαιρινής απόδρασης θα έλεγε κάποιος άλλος. Για τις δυο γυναίκες πάντως, η μετάβαση σε αυτό το σπίτι σηματοδοτεί την απαρχή των καλοκαιρινών τους διακοπών, που θέλουν να τις περάσουν μόνες τους, μακριά από το άγχος των συμβατικών και ρουτινιάρικων υποχρεώσεων.

Δεν χρειάζεται και πολύ μεγάλη προσπάθεια για να αντιληφθεί κανείς ποια είναι τα δυο βασικά χαρακτηριστικά που ορίζουν τη σχέση της Εύας και της Δάφνης. Το πρώτο είναι η αγάπη: η βαθιά, αδιαπραγμάτευτη αγάπη, εκείνη που όποιος τη νιώθει τρομοκρατείται και μόνο στη σκέψη της απώλειάς της. Το δεύτερο είναι η ρουτίνα: αυτή η ρουτίνα του κορεσμού που παράγεται νομοτελειακά στις μακροχρόνιες σχέσεις και που -ειδικά στους νέους ανθρώπους- είναι εξίσου πηγή τρομοκράτησης. Δυο τόσο αντικρουόμενες συνθήκες και δυο γυναίκες που, μέσα από τη κοινή τους ζωή, καλούνται να διαχειριστούν αυτή την αντίφαση σε ετούτο το έρημο σπίτι.

Αυτή είναι η αφετηρία για το ξεδίπλωμα της περεταίρω πλοκής του «Κάπου Αλλού», του εντυπωσιακού μυθιστορηματικού ντεμπούτου της Νατάσας Παυλίτσεβιτς (η οποία παρεμπιπτόντως, που και που γράφει και κάνα αρθράκι εδώ στο Nerd Things), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Bell και αποτελεί μια weird horror ιστορία, προορισμένη να σε κάνει να ανυπομονείς να μάθεις που διάολο το πάει μέσα από τις παράδοξες διαδρομές που ακολουθεί όσο εξελίσσεται. Διότι όσο συμβατικό και αν μοιάζει το σκηνικό όπου ξεδιπλώνονται τα πάντα (ζευγάρι που αγαπιέται αλλά περνάει κρίση…), τα όσα γίνονται στο «Κάπου Αλλού» μόνο συμβατικά δεν είναι. Για την ακρίβεια, κυριολεκτικά από τις πρώτες κι ‘όλας γραμμές του μυθιστορήματος, καταλαβαίνεις πως ο φαινομενικός ρεαλισμός της βασικής υπόθεσης πρόκειται να διαρρηχθεί αργά ή γρήγορα από μια fantasy πραγματικότητα.

Η μεγάλη δύναμη της ιστορίας, το στοιχείο που εν τέλει την κάνει αληθινά τρομακτική, βρίσκεται στο ύφος της αφήγησης: είτε αυτό γίνεται σε πρώτο πρόσωπο (το μεγαλύτερο κομμάτι των τεκταινόμενων το αφηγείται η Εύα, η μια εκ των δυο πρωταγωνιστριών) είτε σε τρίτο πρόσωπο, ο αναγνώστης νιώθει πως διαβάζει μια απλή, καθημερινή ιστορία σαν αυτές που βιώνουν απλοί και καθημερινοί άνθρωποι. Όμως ο ρεαλισμός και η φαντασία, το ορθολογικό και το ανορθολογικό, από ένα σημείο και μετά εναλλάσσονται διαρκώς, σε σημείο τέτοιο που καταλήγεις να συγκρίνεις τα γεγονότα του «Κάπου Αλλού» με τις ιστορίες του Ντέιβιντ Λιντς. Ωστόσο -και να ποιο είναι το μεγάλο κερδισμένο στοίχημα του βιβλίου- το ύφος παραμένει αναλλοίωτο. Τι κι αν γίνεται το ένα κουλό μετά το άλλο; Τι και αν από ένα σημείο και μετά είναι ξεκάθαρο πως το στοιχείο του φανταστικού έχει ηγεμονεύσει για τα καλά πάνω στον όποιο ρεαλισμό; Το ύφος συνεχίζει να αντιστοιχεί σε μια απλή και καθημερινή ιστορία, δεν μεταλλάσσεται μαζί με την πλοκή και έτσι, μέσα από αυτή την τεχνητή συγγραφική αναντιστοιχία ανάμεσα στην μορφή (δηλαδή το ύφος) και το περιεχόμενο (δηλαδή την πλοκή), τα τρελά και παλαβά που συμβαίνουν αποκτούν μια χροιά φυσικοποίησης.

Να τι χρειάζεται μια horror ιστορία για να είναι αληθινός δυναμίτης: κάθε τι που μας τρομάζει από μόνο του, πολλαπλασιάζεται σε επίπεδο τρόμου (ότ)αν παρουσιάζεται σε ένα πλαίσιο κανονικότητας. Κάθε μας ελπίδα άλλωστε πως μπορούμε να διαχειριστούμε αυτά που μας τρομάζουν, πάει περίπατο όταν ένα πέπλο κανονικότητας έρχεται να το μετασχηματίσει σε… (κάτι σαν) κανονικό! Τότε, μια αίσθηση αναπόφευκτου δημιουργείται και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από αυτό. Το «Κάπου Αλλού» όλα αυτά τα πετυχαίνει στο έπακρο. Γι’ αυτό είναι συναρπαστικό horror, γι΄αυτό διαβάζεται σαν νερό, γι’ αυτό σε γεμίζει με μια εθιστική αγωνία για το τι θα παίξει στην επόμενη σελίδα και με μια ανάγκη λύτρωσης για την τελική του έκβαση.

Κατά τα άλλα, το «Κάπου Αλλού» δεν είναι ελληνικό weird horror απλά και μόνο επειδή τυχαίνει στην πρωτότυπη μορφή του να είναι γραμμένο στα ελληνικά. Κυρίως, έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία δομημένη ξεκάθαρα μέσα στο ελληνικό κοινωνικό περιβάλλον, με χαρακτήρες γαλουχημένους και διαμορφωμένους στο εσωτερικό του, προορισμένους να κάνουν όσους γνωρίζουν την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα να ταυτιστούν μαζί τους. Οι πινελιές κοινωνικού σχολιασμού είναι τοποθετημένες αρμονικά μέσα στην αφήγηση, τόσο διακριτικές όσο πρέπει ώστε ποτέ αυτός ο σχολιασμός να μην καπελώνει την horror φυσιογνωμία της ιστορίας αλλά και τόσο διακριτές όσο είναι αναγκαίο προκειμένου να είναι ουσιαστικές.

Ναι, το υπόστρωμα αυτής της ιστορίας βρίθει από κοινωνικό σχολιασμό. Δεν θα ήταν καν υπερβολή να ειπωθεί ότι σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, το «Κάπου Αλλού» είναι ένας μεγάλος καμβάς καυτηριασμού των μορφών κοινωνικής ανισότητας, όχι γενικά και αόριστα αλλά όπως δομούνται στην εν ελλάδι πραγματικότητα. Ποτέ ωστόσο με έναν τρανταχτά καταγγελτικό τόνο, που ενδεχομένως να έκανε τον εν λόγω σχολιασμό να αυτονομείται από την πλοκή. Αντίθετα, μια χρυσή ισορροπία τηρείται αριστοτεχνικά: ο κοινωνικός σχολιασμός του βιβλίου εκτίθεται με τρόπο πέρα για πέρα οργανικό με στην πλοκή και ταυτόχρονα, είναι εξόχως εύστοχος και ξεκάθαρος. Παραπλεύρως της weird φυσιογνωμίας του, το «Κάπου Αλλού» μιλάει εναντίον του σεξισμού, της ομοφοβίας, των κοινωνικών διακρίσεων απέναντι στους ανθρώπους με αναπηρίες, στηλιτεύει την άγρια εργασιακή και οικονομική πραγματικότητα με την οποία αναμετρήθηκε χωρίς να το θέλει η γενιά των δυο πρωταγωνιστριών (η γενιά μας…) και τελικά, παίρνει θέση ως προς το πως όλο αυτό το παζλ τοξικότητας εισάγεται μέσα στις προσωπικές σχέσεις (τις ερωτικές σχέσεις στην προκειμένη περίπτωση) και τις επηρεάζει και αυτές. Και όλα αυτά (ας το ξαναπούμε για να γίνει κατανοητό) «δένουν» με χειρουργική ακρίβεια με το horror οικοδόμημα του βιβλίου, δεν είναι ποτέ παράταιρα, δεν δίνεται ποτέ η εντύπωση πως αναφέρονται παρεμπιπτόντως. Αντίθετα, είναι βασικά στοιχεία του εν λόγω οικοδομήματος: χωρίς αυτά δεν θα στεκόταν με τους ίδιους όρους.

Δυστυχώς (ή ευτυχώς), είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς πιο συγκεκριμένα για τα όσα συμβαίνουν στο «Κάπου Αλλού» χωρίς να προβεί σε spoilers. Θα κάνουμε απλά ένα copy paste των όσων αναφέρει το οπισθόφυλλο του βιβλίου της Νατάσας. Από εκεί και πέρα, το βύθισμα στον weird κόσμο του είναι ζήτημα ανάγνωσης του ίδιου του βιβλίου:

Το τοπίο τριγύρω απομακρύνεται. Η πινακίδα που μέχρι χτες φαινόταν ξεκάθαρα τώρα έχει γίνει μια ασαφής, γαλάζια κουκίδα σ’ έναν άδειο ορίζοντα. Δυο γυναίκες σ’ ένα απομονωμένο σπίτι βρίσκονται αντιμέτωπες με μια αλλόκοτη πραγματικότητα. Την ώρα που τα προβλήματα μεταξύ τους πληθαίνουν και η σχέση τους δείχνει να αποσυντίθεται, τα δέντρα, τα χωράφια, τα σπίτια του διπλανού χωριού όλο και αποτραβιούνται. Ο κόσμος μοιάζει να συνεχίζει δίχως εκείνες, αφήνοντάς την Εύα και τη Δάφνη παγιδευμένες… κάπου αλλού. Το μυθιστορηματικό ντεμπούτο της Νατάσας Παυλίτσεβιτς θολώνει τα όρια μεταξύ αλήθειας και ονείρου. Η καταιγιστική γραφή της μας ρίχνει στα πιο σκοτεινά νερά της λογοτεχνίας του φανταστικού και μας συμπαρασύρει με μια πλοκή χτισμένη επάνω σε ερωτικές σχέσεις, το πιο εύθραυστο υλικό στον κόσμο.