Η επική τριλογία του Παρκ Τσαν-Γουκ μας παραθέτει ένα μαγευτικό κρεσέντο αιματοβαμμένων ταινιών που συντελούν στο να ενταχθεί ο κορεάτικος κινηματογράφος σε μια υψηλή θέση μαεστρίας του σινεμά. Το καθηλωτικό «SympathyforMr. Vengeance», το αριστουργηματικό «Oldboy» και η λυρική «LadyVengeance» μας μαθαίνουν τα όρια της ανθρώπινης φύσης, της αυτοσυντήρησης και της λύτρωσης.
Ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης, πλέον αναγνωρισμένος ανά το παγκόσμιο μας παραθέτει μια διαφορετική ματιά γύρω από το ζήτημα της εκδίκησης, πως ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σε ένα κράτος δικαίου. Οι χαρακτήρες και στις τρείς ταινίες του, ξεδιπλώνουν μοναδικά τα βαθύτερα ένστικτα της ανθρώπινης ύπαρξης και μας παραθέτουν το πώς ξαφνικά ο άνθρωπος καλείται να πάρει το νόμο στα χέρια του, με αμέτρητα ερωτηματικά για το ποιος εν τέλει είναι το θύμα και ποιος ο θύτης, τα οποία τελικά απαντιούνται μέσω αινιγματικών συμβολισμών . Ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης απεικονίζει τους χαρακτήρες του, μας καθηλώνει. Και όλα αυτά μαζί με δυνατές εικόνες κορεάτικης τέχνης, κουλτούρας και ιστορίας.
Το ζήτημα της λύτρωσης πρωταγωνιστεί, καθώς ο κάθε χαρακτήρας κουβαλάει στις πλάτες του ένα αμαρτωλό παρελθόν, εικόνες και καταστάσεις, οι οποίες φαινομενικά κατοικούν στη λήθη αλλά οι συνέπειες τους μαστίζουν τους ίδιους και τους γύρω τους. Το ενδιαφέρον του θεατή εκτοξεύεται και τον κάνει να θέλει να εξερευνήσει όχι μόνο τον κορεάτικο κινηματογράφο αλλά και την ίδια την χώρα καθολικά.
Η ταινία μας παρουσιάζει τον κωφάλαλο Ryu, ο οποίος ζει με την άρρωστη αδερφή του και πασχίζει να της βρεί συμβατό μόσχευμα. Όταν χάνει τη δουλειά του και παράλληλα πέφτει θύμα απάτης εμπόρων οργάνων, οι συνέπειες θα είναι ολέθριες για όλους. Μια αυτοκτονία και μια απαγωγή θα οδηγήσουν τους ήρωες σε ένα ντελίριο ανθρωποκυνηγητού και εκδίκησης.
Αδυνατούμε να αποφασίσουμε ποιος από τους πρωταγωνιστές μας είναι ο τραγικότερος ήρωας, καθώς όλοι μοιράζονται επάξια τον πόνο της απώλειας και της απόλυτης αδικίας. Ο καθένας ξεχωριστά βιώνει τα βίαια χτυπήματα μιας κατάστασης που ξεφεύγει από την ατομική εξουσία του καθενός.
Στο παρασκήνιο βλέπουμε μια κοινωνία εφησυχασμού και ταξικού πολέμου όπου οι φτωχοί πασχίζουν να επιβιώσουν και οι ελευθεριάζουσες φωνές βρίσκονται στην αφάνεια ή ακόμη και στην καταστολή. Σε ένα κόσμο που οι αδύναμοι άκαρπα μάχονται για την επιβίωση τους, οι απώλειες γίνονται αισθητές απέναντι στα θύματα ακόμα και αν οι πράξεις τους δεν είχαν απόλυτα κακή πρόθεση.
Η ταινία μας τονίζει την ταξική πάλη και με καυστική δεξιοτεχνία μας παρουσιάζει συλλογικά τον πραγματικό ένοχο που δεν είναι άλλος από την ίδια την κοινωνία που σπρώχνει τους ανθρώπους στο περιθώριο. Μια νεοφιλελεύθερη αστική κοινωνία που γυρνά την πλάτη στην αδύναμη μάζα που παρακολουθεί τα γεγονότα στωικά αλλά πράττει σπασμωδικά.
2. Old Boy (2003)
Ένας φαινομενικά συνηθισμένος άνθρωπος βρίσκεται αιχμάλωτος στο κελί του για περίπου 15 χρόνια με μόνη συντροφιά μια τηλεόραση και μη γνωρίζοντας τον λόγο της φυλάκισης του. Απότομα και με ανεξήγητο τρόπο απελευθερώνεται και ξεκινάει το αιματηρό ταξίδι της εκδίκησης, όπου ο θύτης και το θύμα περιπλέκονται και διχάζουν.
Η ταινία που χαρακτηρίστηκε ως μια από τις καλύτερες ταινίες της νέας χιλιετίας, αναμφισβήτητα έχει πολλά να μας πει. Ωμή βία, σαδιστική διάθεση, εικόνες που υπνωτίζουν και ένας αέρας που θυμίζει αρχαιοελληνική τραγωδία με το γνωστό τρίπτυχο «Ύβρις – Άτη – Νέμεσις» . Δεν μπορείς απλά να παρακολουθήσεις την ταινία γιατί πολύ απλά εξ’αρχής γίνεσαι ένα με τα γεγονότα και τα αφήνεις να σε συνεπάρουν. Εικόνες καταλύτης, διάλογοι που κόβουν σαν ξυράφι, σκηνές που είναι άμεσα εγγεγραμμένες με την αισθητική των ιαπωνικών manga, ένα κινηματογραφικό σφυρί στο κεφάλι που όσο και αν σε σοκάρει δε μπορείς να αντισταθείς. Πολλοί θα έλεγαν πως οι σκηνές ωμής βίας σε κάνουν να θες να κλείσεις τα μάτια. Ωστόσο σε παρασύρει τόσο έντονα που τίποτα από αυτά δεν μπορούν να σε σοκάρουν, το θέαμα είναι οριακά εθιστικό.
Η ταινία δεν έχει σκοπό να προκαλέσει φλυαρία, καθώς παρουσιάζει τις ωμές εικόνες αλλά να καταβυθίσει μεθοδικά τον θεατή μέσα στο ντελίριο της εκδίκησης, να τον κάνει να ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή και στη συνέχεια να τον διχάσει με απρόσμενες ανατροπές και μούδιασμα, όσο προσπαθεί να καταλάβει την αλήθεια. Οι ήρωες ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί παραφροσύνης και πραγματικότητας με τον δήμιο φυλακισμένο να αγγίζει τα όρια της παράνοιας και τον δεσμώτη να δομεί ένα αριστουργηματικό σχέδιο συναισθηματικής και πνευματικής εξόντωσης. Ο θεατής ως συνοδοιπόρος του δήμιου περπατάει μαζί του στο δρόμο αυτού του αναπόδραστου έπους και συνθέτει τα κομμάτια του παζλ μέχρι να τον χαστουκίσει το ανατρεπτικό φινάλε που αποτελεί την αφηγηματική τρικλοποδιά της ταινίας.
Το στιλιζαρισμένο υπαρξιακό δράμα με άφθονες δόσεις μαύρου χιούμορ αλλά και δυνατού θρίλερ, παντρεύει αρμονικά τη δράση και τη φιλοσοφία, τον τρόμο και τον θαυμασμό, την ταύτιση και την απέχθεια μαζί. Και γι’αυτό και μας έκανε να μη χορταίνουμε αύτη τη διαδρομή.
3. Lady Vengeance (2005)
Το τελευταίο μέρος της τριλογίας είναι το ταξίδι εκδίκησης μιας σύγχρονης Μαρίας Μαγδαληνής, μια φεμινιστική προσέγγιση που μας έλειπε για να ολοκληρωθεί αυτό το κινηματογραφικό έπος.
Παρακολουθούμε τη πορεία μιας γυναίκας που περνάει περίπου 13 χρόνια στη φυλακή για τον φόνο ενός ανήλικου παιδιού ενώ η κόρη της έχει δοθεί για υιοθεσία. Η Λι Τζεουμ-Τζα , μια πανέμορφη, αγνή αλλά και θανατηφόρα γυναίκα, καταστρώνει ένα ιδιοφυές σχέδιο εκδίκησης καθώς δημιουργεί συμμαχίες με τις συγκρατούμενες της κατά τη διάρκεια της ποινής της.
Η πρωταγωνίστρια αποτελεί μια σύγχρονη οσιομάρτυρα που έχει αμαρτήσει και έχει λάβει μια μορφή θεϊκής υπόστασης. Τιμωρεί την αδικία και επάξια συναγωνίζεται τους άνδρες τιμωρούς των αμερικάνικων ταινιών.
Η ταινία τεχνικά στέκεται δυναμικά ως ο επίλογος της τριλογίας και εξερευνά τις πνευματικές συνέπειες της εκδίκησης. Η πρωταγωνίστρια που θυσίασε τα νεανικά της χρόνια στη φυλακή, αψηφά οποιοδήποτε εμπόδιο μέχρι να φτάσει στο στόχο της. Παρακολουθούμε με περίσσεια ικανοποίηση ένα ευφυές καλοστημένο σχέδιο που έχει χαρτογραφηθεί από γυναίκες που με συμπόνια και κατανόηση παρέχουν την βοήθεια τους στην υλοποίηση του και αυτό με ένα μαγικό τρόπο αλλάζει τα δεδομένα γύρω από την εικόνα της πατριαρχίας, καθώς εδώ η δικαιοσύνη είναι γένους θηλυκού.
Ο σκηνοθέτης ταυτίζει τη χρωματική του παλέτα με τα συναισθήματα των ηρώων, ειδικά στο δεύτερο μισό της ταινίας, όπου το τοπίο έχει πλέον δομηθεί και η εκδίκηση ήδη έχει αρχίσει να ξετυλίγεται μέσα από την ίσως πιο ωμή σκηνή βίας της τριλογίας. Παρακολουθούμε την μεταβολή των χρωμάτων από έγχρωμο σε ασπρόμαυρο με ένα τρόπο διακριτικό, ώστε και εμείς με τη σειρά μας να βουτηχτούμε στην απελπισία των χαρακτήρων, τον πόνο και τον θρήνο τους. Και μέσα σε όλα αυτά, οι αναφορές γύρω από την άπληστη φύση του ανθρώπου μας κάνει να παρακολουθούμε με σχεδόν μια ανάσα. Ο λυτρωτικός επίλογος ντυμένος με λυρική μουσική υπόκρουση, μας προσφέρει μια ανακούφιση, πέραν από τη λύτρωση της πρωταγωνίστριας.
Μια δυνατή ταινία, γροθιά στο στομάχι για το σύστημα δικαιοσύνης στη Νότια Κορέα, ένας ύμνος στη μητριαρχία και στην ατελείωτη αγάπη μητέρας και παιδιού που σε κάνει να θες να δακρύσεις από αγαλλίαση.
Αποχαιρετούμε έναν από τους μεγάλους σκηνοθέτες του αμερικάνικου σινεμά ξεχωρίζοντας πέντε ταινίες από την πλούσια φιλμογραφία του.
Αυτό που συνέβη στα τέλη 60ς - αρχές...