«Η Σιωπή των αμνών»: Καλά κρυμμένοι συντηρητισμοί ή μια αποθέωση της χειραφέτησης;

Οι ερμητικοί, περίπου post punk ήχοι του «Goodbye Horses» της Q Lazzarus δημιουργούν μια σκοτεινή, επιβλητική ατμόσφαιρα μέσα στο έτσι κι αλλιώς σκοτεινό δωμάτιο. Ο άντρας που κοιτιέται στον καθρέφτη έχει μια βαριά, τρομακτική φωνή, το στιλ του είναι ένα αμάλγαμα της glam αισθητικής των 80s και μιας grunge φυσιογνωμίας των 90s (βρισκόμαστε στο 1991 άλλωστε, ακριβώς στο μεταίχμιο των δυο εποχών) και καθώς βάφεται προκειμένου να μοιάζει με γυναίκα, είναι ξεκάθαρο πως απολαμβάνει με ηδονιστικούς όρους τον πειραματισμό του.

«Θα με γαμούσες; Εγώ θα με γαμούσα. Θα με ξέσκιζα», λέει απευθυνόμενος στο είδωλό του, που καθρεφτίζεται απέναντί του. Χορεύει αισθησιακά μπροστά στον καθρέφτη απολαμβάνοντας να κοιτάει την θηλυκή εκδοχή του εαυτού του, κρύβει το πέος του ανάμεσα από τα πόδια του ώστε να μοιάζει ακόμα λιγότερο με άντρα. Οι αγωνιώδεις κραυγές της απελπισμένης αιχμάλωτής του ίσα που ακούγονται από το δίπλα δωμάτιο και επικεντρωμένος στον εαυτό του, ο Τζέιμς Γκαμπ -ο λεγόμενος «Μπάφαλο Μπιλ», όπως ο Τύπος τον έχει ονομάσει εξαιτίας του τρόπου που δολοφονεί τις γυναίκες θύματά του- την αγνοεί: είναι η στιγμή της ημέρας που ασχολείται με την πάρτη του. Και όσο και αν λυτρώνεται μέσα από τους φόνους του, η σύγχυσή του αναφορικά με την κοινωνική ταυτότητά του παραμένει εξαιρετικά έντονη.

Ο Τζέιμς Γκαμπ (ή αλλιώς «Μπάφαλο Μπιλ») είχε μια μεγάλη «κινηματογραφική» ατυχία: συνυπήρξε στην ίδια ταινία με τον Χάνιμπαλ Λέκτερ, έναν χαρακτήρα που έμελλε να μετουσιωθεί σε τοτέμ για το σινεμά, να γίνει η τέλεια προσωποποίηση του απόλυτου «Κακού». Πως να σταθείς με αξιώσεις δίπλα από ένα τόσο μεγάλο ιερό τέρας; Είσαι καταδικασμένος να περιοριστείς στην σκιά του. Και όμως, οι πιο φανατικοί και πιστοί οπαδοί της «Σιωπής των Αμνών», του αριστουργηματικού αστυνομικού θρίλερ του Τζόναθαμ Ντεμ που έκανε πρεμιέρα την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου του 1991 (υπερβολικά αιχμηρός ο συμβολισμός, δεν είναι;), μπορούν να το διαβεβαιώσουν: παρά την πανεύκολη ηγεμόνευση του κανιβάλου Χάνιμπαλ στην ατμόσφαιρα αυτού του άρρωστου θρίλερ, ο «Μπάφαλο Μπιλ», η έτερη μεγάλη επικίνδυνη φυσιογνωμία της ταινίας, είναι ένας από τους πιο εμβληματικούς villain της ιστορίας του σινεμά.

Σε ένα γενικότερο επίπεδο, είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι ταινίες από τον χώρο του crime drama που μπορούν να συγκριθούν στα ίσια με το αριστούργημα του Ντεμ, την ιστορία της νεαρής εκπαιδευόμενης πράκτορα του FBI, Κλαρίς Στάρλινγκ που ερευνά την υπόθεση ενός serial killer γυναικών και σε αυτή της την προσπάθεια θα βρεθεί να συμβουλεύεται τον φυλακισμένο ψυχίατρο, πάλαι ποτέ serial killer και κανίβαλο των θυμάτων του, Χάνιμπαλ Λέκτερ. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η κινηματογραφική σχέση έχει γίνει all time classic: η παράδοξα αρμονική συνύπαρξη ενός κοινωνικά υγιές ατόμου (μιας εκπαιδευόμενης αστυνόμου) και ενός αντικειμενικά επικίνδυνου ανθρώπου (του κανιβάλου Χάνιμπαλ), ένας «οιδιπόδειος» ερωτισμός που υποβόσκει χωρίς ποτέ να εκφράζεται μέσα στη σχέση μέντορα-καθοδηγούμενης που αναπτύσσεται, το ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον του (ψυχίατρου άλλωστε…) Χάνιμπαλ για την τραυματισμένη ψυχοσύνθεση της νεαρής Κλαρίς αλλά και η υπόρρητα οικειοθελής θέση θεραπευόμενης που οικειοποιείται η τελευταία απέναντι στην παράδοξα πατρική φιγούρα του Χάνιμπαλ, μια σειρά αμφιλεγόμενων θεματικών που μπορούν να αναχθούν ακόμα και στο ευρύτερα κοινωνικό δίπολο του ανδρικού και του γυναικείου φύλου στοιβάζονται στο δίπολο Κλαρίς-Χάνιμπαλ, το αναμφισβήτητο δηλαδή επίκεντρο της «Σιωπής των Αμνών». Και μέσα από όλο αυτό το πλέγμα πούρας crime πλοκής και ψυχολογικών/κοινωνικών συμβολισμών, μια προσωπική ιστορία γυναικείας χειραφέτησης: είναι μια βαθιά φεμινιστική ταινία η «Σιωπή των Αμνών» στη βάση της. Όμως παρά την διαδεδομένη αυτή διαπίστωση, άλλη μια -καταγγελτική αυτή τη φορά- ερμηνεία ήρθε να εκφραστεί για την ταινία του Ντεμ: μήπως έχουμε να κάνουμε με μια τρανσφοβική ταινία;

Η κατηγορία αυτή συνόδεψε την «Σιωπή των Αμνών» σχεδόν από τις πρώτες μέρες προβολής της στο σινεμά. Μπόλικα μέλη της οργανωμένης LGBTQ κοινότητας των ΗΠΑ μίλησαν ανοιχτά για τρανσφοβία εκείνη την εποχή και σήμερα, σε μια εποχή που το περιεχόμενο παλιών ταινιών εξοργίζει τόσο πολύ τα σύγχρονα καταπιεσμένα υποκείμενα που on line πλατφόρμες αναγκάζονται να τις κατεβάσουν (η υπόθεση του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» είναι ενδεικτική), αυτή η παλιά συζήτηση αναφορικά με το περιεχόμενο της «Σιωπής των Αμνών» επανέρχεται. Στο επίκεντρο της όλης κουβέντας βρίσκεται ο βασικός ανταγωνιστής της ταινίας, ο «Μπάφαλο Μπιλ»: είναι ένας άντρας που θα ήθελε να είναι γυναίκα και έτσι μισεί και θέλει να εκδικηθεί από τη ζήλια του τις άλλες γυναίκες. Απαγάγει ορισμένες εξ’ αυτών -ακολουθούν spoiler- και αφού τις σκοτώνει γδέρνει το δέρμα τους προκειμένου να φτιάξει για τον εαυτό του ένα γυναικείο σώμα. Και πριν ξεφορτωθεί τα πτώματά τους, σφηνώνει στο λαιμό τους ένα κουκούλι μεταξοσκώληκα ώστε να δείξει το βαθύ κίνητρό του: την μεταμόρφωση, την δραστική αλλαγή.

Πολλά μέλη της τρανς κοινότητας των ΗΠΑ είπαν πως η παρουσίαση ενός τέτοιου χαρακτήρα αποτελεί ψυχιατρικοποίηση και (μέσω αυτής) δαιμονοποίηση των επιθυμιών των τρανς ατόμων. Πως ούτε λίγο ούτε πολύ, το σενάριο της «Σιωπής των Αμνών» ορίζει ως πηγή των αποτρόπαιων πράξεων του serial killer την άρνηση του βιολογικού του φύλου. O Τεντ Λεβίν, o ηθοποιός που ερμήνευσε με ανατριχιαστικό τρόπο τον «Μπάφαλο Μπιλ», έχει δηλώσει πως αφού άκουσε με προσοχή τις ενστάσεις των τρανς ατόμων, θεωρεί πως έχουν δίκιο και η αφήγηση της ταινίας είναι προβληματική ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Η πρωταγωνίστρια Τζόντι Φόστερ από τη μεριά της, δηλωμένη λεσβία και από τις πρώτες γυναίκες ηθοποιούς που έθεσαν το ζήτημα της ισότητας των φύλων στο σινεμά, έχει αρνηθεί τις κατηγορίες περί τρανσφοβίας για την «Σιωπή των Αμνών» και έχει δηλώσει πως αυτή είναι μια πολύ ρηχή «ανάγνωση» της ταινίας. Ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Ντεμ πάντως, ακριβώς μετά τη «Σιωπή των Αμνών», γύρισε μια από τις πιο προοδευτικές ταινίες του Χόλιγουντ γύρω από ζητήματα έμφυλων διαχωρισμών, το «Philadelphia». Για πολλούς, το «Philadelphia» υπήρξε η απάντηση πως μόνο τρανσφοβικός δεν θα μπορούσε να είναι ο Ντεμ. Όμως για άλλους, η πρόθεση του Ντεμ να γυρίσει στο καπάκι μια τόσο gay friendly ταινία ήταν μια άτυπη προσπάθεια να ζητήσει συγγνώμη για τα όσα «ισχυρίστηκε» (μέσα από τον χαρακτήρα του «Μπάφαλο Μπιλ») στην «Σιωπή των Αμνών». Τελικά, τι ισχύει;

Δεν μπορεί να υπάρξει καμία αντίρρηση πως η «Σιωπή των Αμνών» είναι ένας αιχμηρός και αδιάλλακτος κοινωνικός σχολιασμός για την κοινωνική ανισότητα των φύλων. Η Τζόντι Φόστερ ερμηνεύει έναν γυναικείο χαρακτήρα που δρα μέσα σε ένα συντηρητικό, μισογύνικο και καταπιεστικό για τις γυναίκες κοινωνικό περιβάλλον και οι πράξεις της συναποτελούν μια ταυτόχρονη προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της πραγματικότητας. Ο χαρακτήρας της Κλαρίς βιώνει μια διαρκή υποτίμηση από τους άντρες του περιβάλλοντός της, ακόμα και οι αντρικές φιγούρες που φαινομενικά μοιάζουν συμμαχικές για την ίδια (ο Χάνιμπαλ Λέκτερ δηλαδή αλλά και ο προϊστάμενός της που την έχει ορίσει ως το πουλέν του μέσα στο FBI) της συμπεριφέρονται με μια αίσθηση ανωτερότητας και πατερναλιστικής καθοδήγησης – ο σεξισμός τους είναι υποβόσκων και δεν εκφράζεται με συνειδητούς όρους αλλά είναι πέρα για πέρα ξεκάθαρος. Ακόμα και ο τρόπος που ο Ντεμ κινηματογραφεί τα τετ-α-τετ της Κλαρίς με αυτούς τους άντρες γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερτονίζεται αυτή η πραγματικότητα: ο Ντεμ κινηματογραφεί με κοντινό τόσο τα αντρικά βλέμματα που απευθύνονται στην Κλαρίς όσο και το βλέμμα της Κλαρίς όταν απευθύνεται σε άντρες, ώστε να δίνεται η αίσθηση πως ο θεατής παρακολουθεί τον διάλογο μέσα από την εκάστοτε οπτική γωνία. Και σε αυτή την τεχνική, οι άντρες -όταν κοιτάνε την Κλαρίς- έχουν βλέμματα έντονα και «καρφωμένα» πάνω της (την αντικειμενοποιούν με άλλα λόγια) ενώ η ίδια δεν κοιτάει ποτέ στα μάτια, το βλέμμα της δεν επικεντρώνεται πουθενά, κοιτάει προς τα κάτω ή προς τα πάνω προσπαθώντας να αποφύγει την ευθεία οπτική επαφή, σαν να θέλει να ξεφύγει από μια υπόρρητη παραβίαση (δεν το συζητάμε: θαυμαστός τρόπος κινηματογράφησης, που «δείχνει» αντί να «λέει» – η επιτομή του σινεμά με άλλα λόγια). Όσο η πλοκή εξελίσσεται, όσο η Κλαρίς διανύει την μοναχική της, γυναικεία πορεία προς την εύρεση του δολοφόνου, συντελείται μια προσωπική απελευθέρωση, ένας απεγκλωβισμός από το περιβάλλον των καταπιεστικών αντρικών παρουσιών, η ταινία μετουσιώνεται σε έναν αληθινό φεμινιστικό θρίαμβο. Αυτό ωστόσο δεν απαντά στα ερωτήματα περί τρανσφοβίας. Το Χόλιγουντ άλλωστε μας έχει διδάξει πως ένα κινηματογραφικό κείμενο μπορεί να είναι θαυμαστά προοδευτικό σε ορισμένες πτυχές του και ταυτόχρονα, απελπιστικά συντηρητικό σε κάποιες άλλες: το φανατικά φεμινιστικό περιεχόμενο της «Σιωπής των Αμνών» δεν την απαλλάσσει επί της αρχής από τις κατηγορίες περί τρανσφοβίας.

Η αλήθεια είναι πως το περιεχόμενο της «Σιωπής των Αμνών» είναι τόσο σύνθετο που αντικειμενική απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει – εκ των πραγμάτων άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο διάλογος παραμένει ανοικτός εδώ και τόσα χρόνια χωρίς να έχει δοθεί αδιάλλακτη απάντηση. Αυτό το κείμενο ωστόσο οφείλει να ξεκαθαρίσει πως συμφωνεί με την θέση της Τζόντι Φόστερ: είναι κομματάκι «ρηχό» να χαρακτηρίζεται τρανσφοβική η «Σιωπή των Αμνών». Κυρίως, διότι είναι μάλλον μονοδιάστατος ο ορισμός του «Μπάφαλο Μπιλ» ως τρανς άτομο. Σε μια διακριτική αλλά ξεκάθαρη στροφή της πλοκής άλλωστε, ο Χάνιμπαλ -που υποτίθεται πως στο παρελθόν έχει υπάρξει ο ψυχίατρος του «Μπάφαλο»- λέει ξεκάθαρα πως ο πρώην ασθενής του «πιστεύει πως είναι τρανς αλλά δεν είναι». Στην πραγματικότητα, αυτό που ορίζει την ταυτότητα του «Μπάφαλο» είναι πως δεν έχει ταυτότητα. Έχει πειραματιστεί σεξουαλικά με άλλους άντρες αλλά κατανόησε πως έλκεται από γυναίκες (και κάπως έτσι προχώρησε στον πρώτο φόνο του, αυτόν του πρόσκαιρου εραστή του). Μισεί τις γυναίκες όσο και το ανδρικό του σώμα αλλά θέλει να αποκτήσει μια γυναικεία όψη μόνο υπό τη μορφή ως ιδιότυπου κουκουλιού, δεν αντιλαμβάνεται το γυναικείο σώμα ως κάτι που θέλει να οικειοποιηθεί αλλά ως κάτι που θέλει να φορέσει. Με άλλα λόγια, στον πυρήνα του ο «Μπάφαλο» είναι ένας μισογύνης άνδρας που χρησιμοποιεί ως όχημα τον μισογυνισμό του για να διαχειριστεί την μπερδεμένη ταυτότητά του.

Γενικότερα, η «Σιωπή των Αμνών» είναι μια ταινία για καταπιεσμένες κοινωνικές ταυτότητες. Ή για ταυτότητες απελευθερωμένες κόντρα στα στενά στερεότυπα του κοινωνικού status quo. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ο Χάνιμπαλ Λέκτερ καταφέρνει να ξεχωρίσει: είναι μια εμβληματική, περήφανη φιγούρα σε μια ταινία που οι έτεροι δυο βασικοί της χαρακτήρες -η Κλαρίς και ο «Μπάφαλο»- τσαλαβουτάνε μέσα στην ανασφάλεια και την καταπίεση. Διότι μπορεί η ταυτότητα του Χάνιμπαλ, αυτή του κανιβάλου, να κρίνεται κοινωνικά επικίνδυνη (και φυσικά είναι…), μπορεί οι κανόνες του κόσμου στον οποίο βρίσκεται να τον έχουν καταδικάσει να είναι φυλακισμένος για πάντα εξαιτίας της ταυτότητάς του, ωστόσο ο ίδιος δεν έχει καμία αμφιβολία για το τι τον συγκροτεί ούτε νιώθει διάθεση απολογίας για αυτό. Βρίσκεται σε πόλεμο με τον κόσμο που τον έχει ορίσει ως «τέρας» και έχει αποδεχθεί με πλήρη συνείδηση την φυσιογνωμία του: πρόκειται για μια απελευθερωμένη ταυτότητα. Και είναι η προοπτική της ταυτοτικής απελευθέρωσης που τον ιντριγκάρει στις περιπτώσεις της Κλαρίς και του «Μπάφαλο».

Ο Χάνιμπαλ άλλωστε είναι ψυχίατρος και αποτελεί βασική του αξία η έννοια της αποδοχής του εαυτού. Ωθεί την Κλαρίς να ενδυναμωθεί με γνώμονα αυτό που είναι -μια γυναίκα ανάμεσα σε άντρες- και πιστεύει πως για το καλό του, ο «Μπάφαλο» πρέπει να αποδεχθεί πως το εσωτερικό του μπέρδεμα αναφορικά με την φύση του δεν είναι έλλειψη ταυτότητας αλλά ταυτότητα καθεαυτή (και αν το αποδεχθεί αυτό θα είναι ελεύθερος αν και απείρως πιο επικίνδυνος). Μέσα στον εγκλεισμό του, ο Χάνιμπαλ Λέκτερ είναι ο ενορχηστρωτής μιας ταυτόχρονης, διπλής ταυτοτικής απελευθέρωσης, η οποία με τη σειρά της θα παράξει νομοτελειακά μια άγρια μετωπική σύγκρουση. Όσο η Κλαρίς ενδυναμώνεται και νιώθει το πνεύμα της να χειραφετείται από τα ανδρικά, ψυχολογικά δεσμά, όσο ο «Μπάφαλο» αποδέχεται πως το μίσος του για τις γυναίκες είναι αρκετό ως συγκροτητικό ταυτοτικό στοιχείο, τόσο πιο κοντά έρχεται η μεταξύ τους σύγκρουση και τόσο πιο αδιάλλακτα χαρακτηριστικά θα έχει.

Είναι ελάχιστες οι ταινίες που τόσο διαφορετικές ερμηνείες αναφορικά με έναν χαρακτήρα μπορούν να στοιβαχτούν σε μια συζήτηση. Η οπτική γωνία του παρόντος κειμένου (που τυχαίνει να είναι και η οπτική γωνία τόσο του ίδιου του Χάνιμπαλ όσο και της Τζόντι Φόστερ) είναι πως αυτό που πυρηνικά ορίζει τον «Μπάφαλο» είναι η αντικειμενοποίηση των γυναικών σε ένα μοτίβο που εν γένει καθορίζει τους αντρικούς χαρακτήρες της «Σιωπής των Αμνών» και στο πρόσωπο του βασικού ανταγωνιστή βρίσκει την απόλυτη επέκτασή του. Υπό αυτή την έννοια, η νίκη της Κλαρίς απέναντί του στα πιστολίδια που πέφτουν στο σκοτεινό υπόγειό του, στην ανατριχιαστικά αγωνιώδη σεκάνς του φινάλε, είναι μια νίκη τόσο πρακτική όσο και συμβολική: η Κλαρίς θα επικυρώσει την νέα, απελευθερωμένη της ταυτότητα νικώντας έναν μεγάλο μισογύνη, οι αμνοί θα σωπάσουν και θα κάνουν τα όνειρά της πιο ήσυχα, μια θριαμβευτική απελευθέρωση θα συντελεστεί για την νεαρή πράκτορα απέναντι σε μια περίπλοκη αλλά στο τέλος της ημέρας, αρχετυπική ανδρική μορφή και όλα θα μοιάζουν πιο ισότιμα από εδώ και στο εξής.

Τουλάχιστον, όσο η πατρική μορφή του Χάνιμπαλ δεν βρίσκεται κοντά της…

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Galopar.