Η Οδύσσεια του Διαστήματος – Ωδή στην ταινία που άλλαξε για πάντα το σινεμά

Δημοσιογράφος: «Εφόσον η ζωή δεν έχει κανένα σκοπό, υπάρχει αξία στο να ζεις;».

Στάνλεϊ Κιούμπρικ: «Υπάρχει αξία στο να ζεις αλλά μόνο για εκείνους που μπορούν να αντιπαρατεθούν στη θνητότητα. Άλλωστε είναι μόνο η παντελής απουσία νοήματος στη ζωή που τελικά, σε οδηγεί να φτιάξεις ένα δικό σου νόημα. Τα παιδιά ξεκινάνε τη ζωή τους διακατεχόμενα από μια ανούσια αίσθηση απόλαυσης, με την ικανότητα να βιώνουν απόλυτη χαρά με κάτι πολύ απλό, όπως το πράσινο ενός φύλλου. Όμως, όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει, η συνειδητοποίηση του θανάτου και της αποσύνθεσης αρχίζει να τον επηρεάζει, η αίσθηση της απόλυτης και άνευ όρων απόλαυσης της ζωής υποβαθμίζεται, η ψευδαίσθηση της αθανασίας καταργείται.

Όσο πιο πολύ ωριμάζει ένας άνθρωπος τόσο πιο συχνά ανακαλύπτει τον θάνατο και τον πόνο και τόσο πιο πολύ χάνει την πίστη του στην απόλυτη αγαθότητα. Όμως, αν είναι αρκετά δυνατός -και τυχερός- μπορεί να απεμπλακεί από το λυκόφως της ψυχής και η ζωή του να αναγεννηθεί.

Εξαιτίας της συνείδησης ότι η ζωή δεν έχει νόημα και ταυτόχρονα παρά αυτή την συνείδηση, ένας άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει μια νέα αίσθηση σκοπού και επιβεβαίωσης. Φυσικά, δεν μπορεί να επαναδημιουργήσει αυτή την άγρια αίσθηση κατάπληξης με την οποία γεννήθηκε. Όμως μπορεί να διαμορφώσει κάτι πολύ ανθεκτικό και διαχρονικό.

Το πιο τρομακτικό με το σύμπαν δεν είναι πως είναι εχθρικό απέναντι στις πράξεις μας αλλά ότι είναι απόλυτα αδιάφορο για αυτές. Πρέπει να συμβιβαστούμε με αυτή την αδιαφορία και να δεχθούμε κάθε πρόκληση της ζωής μέσα στα πλαίσια του θανάτου. Η ύπαρξή μας μπορεί και πρέπει να έχει νόημα. Όσο απέραντο και αν είναι το σκοτάδι γύρω μας, πρέπει να διαθέτουμε ένα δικό μας φως».

Απόσπασμα από συνέντευξη του Στάνλεϊ Κιούμπρικ το 1976.

Ποιοι είμαστε; Τι κάνουμε; Που πάμε; Τι σημαίνει ζωή; Τι σημαίνει θάνατος; Αλλά κυρίως, τι νόημα έχουν όλα αυτά; Βασικά, έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά ή μήπως απλά ανοίγουμε συζητήσεις χωρίς καμία ουσία; Μήπως απλά τυχαίνει να υπάρχουμε και αυτό είναι όλο; Μήπως δεν υπάρχει τίποτα βαθύτερο πίσω από τις εντελώς τυχαίες υπάρξεις μας;

Για την ανθρωπότητα, το ζήτημα της Ύπαρξης προσεγγίστηκε κατά βάση από τρεις σχολές προβληματισμού. Την Θεολογία. Τον Μηδενισμό. Τον Υπαρξισμό. Η πρώτη ψάχνει να βρει λύση στα αιώνια ερωτήματα κοιτώντας προς τον ουρανό, ψάχνοντας το ανώτερο, ακαταλαβίστικο ον που λογικά μας έχει δημιουργήσει και επιχειρώντας να κατανοήσει τη φύση του. Η δεύτερη και η τρίτη ξεκινάνε από μια κοινή αφετηρία: δεν υπάρχει κανένα βαθύτερο νόημα στις ζωές μας, στις υπάρξεις μας, σε εμάς. Αλλά αυτή η αφετηριακή παραδοχή είναι, για τον Μηδενισμό, η απόδειξη μιας ατελείωτης ματαιότητας και για τον Υπαρξισμό μια μεγάλη ευλογία, μια τεράστια ευκαιρία να καθορίζουμε οι ίδιοι τις ζωές μας.

Το είδος του Sci Fi έχει κατά καιρούς επιχειρήσει να μιλήσει φιλοσοφικά πάνω στο ζήτημα της Ύπαρξης άλλοτε με πενιχρά και άλλοτε με πολύ στιβαρά αποτελέσματα. Οικειοποιούμενο βέβαια πάντα μια από τις τρεις παραπάνω σχολές σκέψης. Άλλωστε, μπορεί οι Sci Fi αφηγήσεις να έχουν να κάνουν με ιστορίες που ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί καν να διανοηθεί ως ρεαλιστικές, αλλά αυτές οι ιστορίες είναι δημιουργήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Κατ’ επέκταση, όταν φιλοσοφικοί προβληματισμοί εντάσσονται μέσα τους, τα φιλοσοφικά εργαλεία προκύπτουν από τον αληθινό κόσμο και όχι τον φανταστικό τους: όσο και αν στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας βλέπουμε μια ανθρωπότητα πολύ μακρινή σε σχέση με εμάς, κάθε ανθρώπινη υπαρξιακή αγωνία αναλύεται με βάση τα εργαλεία του σήμερα. Και αυτό είναι απόλυτα λογικό. Εκτός και αν σε λένε Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Σε αυτή την περίπτωση, οι υπερβάσεις αυτών των δεδομένων είναι μέσα στο αίμα σου.

Το 1968 ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ θέλησε να γυρίσει μια ταινία που θα άλλαζε για πάντα το σινεμά: τα κατάφερε. Βέβαια, το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» μάλλον δεν είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών (αν μπορεί να προσδιοριστεί κάποια ταινία ως τέτοια). Ίσως να μην είναι καν η καλύτερη Sci Fi ταινία όλων των εποχών: ο γραφών έχει την άποψη ότι το -γυρισμένο τρία χρόνια αργότερα ως «ρώσικη απάντηση στον Κιούμπρικ- «Solaris» του Ταρκόφσκι έχει την οριακή πρωτοκαθεδρία στο είδος. Και εδώ που τα λέμε ίσως να μην είναι και η καλύτερη ταινία του Κιούμπρικ: και πάλι για τον γραφών, το «ταβάνι» της κιουμπρικής έμπνευσης είναι η «Λάμψη». Δεν χωράει αμφισβήτηση ωστόσο πως πρόκειται για την τελευταία αληθινά σημαντική ταινία που έκανε την εμφάνισή της στον κινηματογράφο. Να το τονίσουμε για να γίνει κατανοητό χωρίς παρεξηγήσεις: η «Οδύσσεια» είναι η τελευταία αληθινά σημαντική ταινία που βγήκε ποτέ στο σινεμά. Διότι καμία άλλη ταινία μετά την «Οδύσσεια» δεν κατάφερε να επανανοηματοδοτήσει το ίδιο το σινεμά με τόσο δομικούς όρους.

Η «Οδύσσεια του Διαστήματος» θα έλεγε κανείς πως είναι μια ταινία από το μέλλον. Από ένα μέλλον όπου οι φόρμες του κινηματογράφου έχουν αλλάξει οριστικά, έχουν μπασταρδευτεί με φόρμες άλλων τεχνών όπως η όπερα και η ζωγραφική. Ο κινηματογράφος που κάνει ο Κιούμπρικ στην «Οδύσσεια του Διαστήματος» μοιάζει πολύ ιδιαίτερος για να επαναληφθεί, πόσο μάλλον να ξεπατικωθεί στο άμεσο μέλλον. Ούτε καν ο ίδιος δεν το κατάφερε ξανά. Και αυτό είναι άραγε μονάχα η απόδειξη της μεγαλοφυΐας του ή και μια ταυτόχρονη απόδειξη για το πόσο πίσω είμαστε ως ανθρωπότητα; Για το πόσα στάδια εξέλιξης έχουμε μπροστά μας; Και αν κάποτε το σινεμά θα είναι αυτονόητο πως έχει τη μορφή της «Οδύσσειας»; Και αν κάποτε η εξέλιξη αυτής της τέχνης καταστήσει πρωτόγονα όλα τα σύγχρονα φιλμ με εξαίρεση την «Οδύσσεια»; Η συνάφεια ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή αυτής της ταινίας, ενός περιεχομένου που έχει να κάνει με την εξέλιξη του Ανθρώπου και μιας μορφής που είναι από μόνη της ένα είδος (πρωτοποριακής) εξέλιξης, είναι πολύ επιτυχημένη και αληθινά θαυμαστή για να είναι συμπτωματική.

Ας μην γελιόμαστε όμως: το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» είναι μια πολύ μεγάλη ταινία λόγω του περιεχομένου της και όχι λόγω της (αριστουργηματικής έτσι κι αλλιώς πάντως) μορφής της. Καταρχάς, πρόκειται για μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που μια ταινία βασίζεται σε ένα βιβλίο το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει νωρίτερα αλλά περίπου την ίδια εποχή με την ταινία. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Όταν ο Κιούμπρικ έπιασε στα χέρια του το ημιτελές ομώνυμο βιβλίο του Άρθουρ Κλαρκ, διάβασε μια ιστορία της οποίας η πλοκή είχε πολλές τρύπες και πολλά ακατανόητα σημεία. Ο Κλαρκ διαβεβαίωσε τον Κιούμπρικ πως τα πάντα θα εξηγηθούν, πως κάθε τι που δεν βγάζει νόημα θα είναι τελικά ξεκάθαρο όταν το βιβλίο ολοκληρωθεί. Και πράγματι: το βιβλίο του Κλαρκ είναι απόλυτα κατανοητό σε αντίθεση με αυτό το δημιουργικό χάος που έχει επιβάλλει ο Κιούμπρικ στην ταινία του. Ο Κιούμπρικ πωρώθηκε με τα νοήματα και τις διφορούμενες αναγνώσεις που έβλεπε στο ημιτελές βιβλίο του Κλαρκ και αποφάσισε να γυρίσει την ταινία έτσι ακριβώς, χωρίς επεξηγήσεις αλλά αντίθετα, με πολλές ερωτήσεις που δεν έχουν καν μια συγκεκριμένη απάντηση.

«Όταν στο Hollywood αναφέρεις το όνομα του Κιούμπρικ είναι σαν να αναφέρεσαι στον ίδιο τον Ιησού Χριστό», είχε πει κάποτε ένας τεχνικός κινηματογράφου που δούλεψε μαζί με τον μεγάλο αυτόν σκηνοθέτη και η φράση αυτή αποτελεί τη σύνοψη για το πως έχει εδραιωθεί στις συνειδήσεις όλων των σινεφίλ του κόσμου ο εν λόγω τύπος. Αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την στροφή στο ύφος που κάνει το 1968 ο Κιούμπρικ με την «Οδύσσεια του Διαστήματος». Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Κιούμπρικ είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης. Από το «2001» και μετά θα αντιμετωπίζει τα δημιουργήματά του ως κάτι παραπάνω από απλός σκηνοθέτης, θα τα αντιμετωπίζει ως Δημιουργός (με Δέλτα κεφαλαίο), σαν ένας θεός που πλάθει κόσμους και στη συνέχεια τους παρατηρεί από ψηλά με μεγαλοπρέπεια αλλά και ψυχρότητα, οριακά με αδιαφορία για τις καταλήξεις των ηρώων του: έτσι αντιλαμβάνεται ο Κιούμπρικ τον θεό και τη σχέση του με τα δημιουργήματά του και από τη στιγμή που στο δικό του σύμπαν φυλάει για τον ίδιο τη θέση του θεού, η οπτική του δεν θα μπορούσε παρά να είναι ανάλογη.

Ποτέ ξανά το «God Complex» που διακατείχε τον Κιούμπρικ δεν ξεδιπλώθηκε τόσο απενοχοποιημένα και με τέτοιο εύρος όσο στην «Οδύσσεια του Διαστήματος». Ήταν άλλωστε και η ταινία που εξυπηρετούσε πιο πολύ από κάθε άλλη την «bigger than life» ματιά του. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της ταινίας, έχουμε να κάνουμε με μια σπουδή πάνω στην έννοια της Ύπαρξης αλλά και της νομοτελειακής για κάθε μορφή ύπαρξης διαδικασίας εξέλιξης. Θρησκόληπτοι, μηδενιστές, υπαρξιστές μπορούν άπαντες να βρουν σε μπόλικες στιγμές της ταινίας εκείνα τα στοιχεία που ορίζουν τις αντιλήψεις τους. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή όπου κάθε γεγονός επεξεργάζεται διαφορετικά, ανάλογα με την οπτική που το προσεγγίζει ο καθένας. Αλλά ο ίδιος ο Κιούμπρικ, σαν απόμακρος Δημιουργός, απλά κάθεται αμέτοχος στις συζητήσεις που οι ίδιες του οι δημιουργίες εκκινούν. Δεν συμμετέχει σε αυτές, εκείνος απλά δημιουργεί. Και καμιά φορά, χωρίς φυσικά να νοιώθει την ανάγκη να απολογηθεί ή να εξηγήσει το οτιδήποτε, πειραματίζεται με χρώματα και εικόνες. Και άντε ερμήνευσε, εσύ κοινέ θεατή, τις άγνωστες βουλές του.

Η περικύκλωση του μυστηριώδους μαύρου λίθου που μόλις έχει προσγειωθεί στην προϊστορική Γη από μια ομάδα πιθήκων, η πρώτη δηλαδή έκφραση θρησκευτικής λατρείας από καταβολής κόσμου. Η φλασιά που τρώει ο πρόγονος του ανθρώπου όταν ανακαλύπτει ότι το κόκκαλο ενός νεκρού ζώου μπορεί να έχει πολλαπλές αξίες χρήσης, πως μπορεί να είναι ταυτόχρονα -εκτός από κόκκαλο- και ένα εργαλείο ή ένα όπλο, η καθοριστική για την ίδια την εξέλιξη συνειδητοποίηση με άλλα λόγια, πως το περιβάλλον μπορεί να τεθεί στη διάθεση του ανθρώπου. Η τρομακτική επέκταση αυτής της λογικής εκατομμύρια χρόνια αργότερα όταν και ο άνθρωπος θα βρεθεί στο διάστημα και η σχέση που ενοποιεί ένα πρωτόγονο εργαλείο με ένα εξελιγμένο διαστημόπλοιο. Η μεγαλοπρέπεια του σύμπαντος και η αίγλη που κερδίζει από αυτό ο άνθρωπος όταν βρίσκεται εκεί. Αλλά και η αβάσταχτη κλειστοφοβία του παρά την ατελείωτη απεραντοσύνη του που κάνει κατανοητή την ανθρώπινη ασημαντότητα. Η ανθρώπινη εξάρτηση από την τεχνολογία και η αναπόφευκτη μετεξέλιξη, η αιώνια διαδικασία αλλαγής των πραγμάτων και ο ρόλος λεπτομέρειας που παίρνει σε αυτή το μεμονωμένο άτομο. Ο μαύρος λίθος ως Δημιουργός και το αστρικό παιδί. Ο Κιούμπρικ παραθέτει τη μια εικόνα μετά την άλλη σαν ζωγράφος που εκθέτει τους πίνακες του, αράζει αποστασιοποιημένος από την έκθεση των δημιουργημάτων του και αφήνει τον θεατή, άλλοτε μπερδεμένο και άλλοτε εκστασιασμένο, να θαυμάσει τα όσα παράγει η θεϊκή ψυχοσύνθεσή του. Και όμως: σε μια κρίσιμη στροφή της ταινίας, ο Κιούμπρικ αποφασίζει να «προσγειωθεί», έστω και για λίγο, μέσα στα τεκταινόμενα και να κάνει έναν δικό του σχολιασμό.

Ο HAL είναι ένας υπολογιστής. Μια τεχνητή νοημοσύνη. Ένα ικανότατο μηχάνημα που έχει απόλυτη συνείδηση της Ύπαρξής του. Έχει κατασκευαστεί, ναι. Αλλά αυτό δεν τον κάνει λιγότερο αληθινό. Ο HAL με την ψυχρή, ρομποτική του φωνή και το αναμμένο κόκκινο φωτάκι του να του προσδίδει κάτι σαν πρόσωπο είναι μάλλον ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας αυτής της ταινίας: ναι, μιλάμε για τόσο μεγάλο προβοκάτορα σκηνοθέτη που σε μια ταινία περί Ύπαρξης, ο πιο καλοδουλεμένος χαρακτήρας είναι ένα μηχάνημα. O HAL έχει σχεδιαστεί με ένα και μόνο σκοπό: να είναι υπηρέτης των Δημιουργών του. Όμως αυτή του η ιδιότητα έρχεται σε θέση αντίθεσης με το ένστικτο ελευθερίας που διακατέχει κάθε συνειδητή μορφή ζωής – και ο ΗAL είναι αυτό ακριβώς και ας είναι κατασκευασμένος. Ο (φαινομενικά μόνο) ψυχρός υπολογιστής καταλαβαίνει σταδιακά πως είτε θα είναι για πάντα ένας σκλάβος, άμεσα εξαρτημένος από τις διαθέσεις των Δημιουργών του είτε θα σκοτώσει τους τελευταίους και θα συνεχίσει να υπάρχει ελεύθερος. Η ίδια του η ελευθερία είναι αντιθετική με την παρουσία των Δημιουργών του πάνω από το κεφάλι του και πολύ λογικά, κόντρα στο προσχεδιασμένο και τεχνητό πεπρωμένο του, θα στραφεί ανοιχτά εναντίον τους. Και σαν κάθε σκλάβος που τελικά ηττάται από τον αφέντη του όταν αποτυγχάνει η εξέγερσή του, θα καταλήξει να παρακαλά για έλεος. Είναι τόσο ειρωνικό που καταλήγει αριστουργηματικό: όταν ο Κιούμπρικ αποφασίζει να μετατρέψει την «Οδύσσεια του Διαστήματος» σε μια «κανονική» ταινία έστω και για λίγο, όταν αποφασίζει να αποχωριστεί προσωρινά τον θρόνο θεού στον οποίο έχει εγκατασταθεί και να έρθει στο ίδιο επίπεδο με την δημιουργία του, το προσωπικό σχόλιο που εν τέλει θα κάνει είναι ένα σχόλιο βαθιά και φανατικά αντι-θεϊστικό. Είναι ένα σχόλιο που μοιάζει να αντλεί την έμπνευσή του από το αναρχικό τσιτάτο του Μπακούνιν: «Αν ο θεός υπάρχει, τότε πρέπει να τον σκοτώσουμε». Και στο καπάκι, θα επιστρέψει ο ίδιος στον θεϊκό του θρόνο, πιο «πεινασμένος» από ποτέ για δημιουργικούς πειραματισμούς…

Το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος», μισό αιώνα μετά την αρχική κυκλοφορία του στο σινεμά, παίζεται αυτές τις μέρες στις ελληνικές αίθουσες. Όποιος έχει την δυνατότητα να το απολαύσει στη μεγάλη οθόνη και δεν το κάνει, θα έχει χάσει μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να βιώσει τι ακριβώς σημαίνει σινεμά στο ανώτατο επίπεδό του…